MAX JACOB
ΠΟΛΕΜΙΣΤΗΣ ΓΕΝΝΑΙΟΣ ΣΕ ΞΕΝΗ ΓΗ
Ἡ Ὄλγα ντὲ Μπερσὸλντ ἀναχώρησε γιὰ τὸ στρατόπεδο, πάει νὰ συναντηθεῖ μὲ αὐτὸν πόὺ ἀγαπάει: μὲ τὸν στρατιώτη Βερσού. Ὁ στρατιώτης κινάει γιὰ πόλεμο, ἡ Ὄλγα τὸν ἀκολουθεῖ καὶ ὑποφέρει στὴν πορεία, στοὺς δρόμους. Ὁ Βερσοὺ αίχμαλωτίζεται. Ἡ Ὄλγα ρευστοποιεῖ ὅλη της τὴν περιουσία καὶ γυρνάει νὰ πληρώσει τὰ λύτρα. Ἀπὸ δυσπιστία δὲν τὰ δίνει ὅλα μιὰ κι ἔξω. Τὰ λύτρα καταβάλλονται, ὁ Βερσοὺ ἀρρωσταίνει. Ἡ Ὄλγα τὸν φροντίζει, κι ἐκεῖνος τῆς μιλάει γιὰ πρώτη φορὰ γιὰ τὸν ἔρωτά του. Ὁ στρατιώτης τῆς λέει ὅτι δὲν εἶναι αὐτὴ ἐκείνη ποὺ ἀγαπᾶ, ἀλλὰ κάποια ἄλλη: μιὰ χωρικὴ ποὺ τὴν εἶχε καὶ δὲν τὴν εἶχε μιὰ φορὰ καλοδεῖ καὶ ποὺ δὲν τῆς εἶχε κὰν μιλήσει. Ὁ μαχητὴς πεθαίνει. Ἡ Ὄλγα καταρρέει, ἀπελπίζεται. Τί θ᾽ ἀπογινότανε τώρα, ποῦ θὰ καταντοῦσε; — δρόμο παίρνει, δρόμο ἀφήνει γυρεύοντας νὰ βρεῖ τὴ χωρική.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου