MAX JACOB
ΔΟΞΑ, ΔΙΑΡΡΗΞΗ ΟΙΚΗΜΑΤΟΣ Ἢ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Μὲ ἅμαξα ἐφτάσαμε στὸ ὕψωμα, κάτι δάση ἐκεῖ ὑπηρετοῦσαν ὀπτικῶς ἕνα ἡλιοβασίλεμα, ὁ πύργος ἦταν γεμάτος κολόνες καὶ ὑποστήριζε τὴν εὐδοκίμηση γερανιῶν. Ἐκεῖ ὑπῆρχε ἡ ὑποχρέωση νὰ παιχτεῖ τὸ συνθετικὸ ἔργο ὅλου τοῦ Σαίξπηρ. Ἐγὼ ὅμως, πιὸ μπροστά, προτοῦ μπῶ, ἀπὸ πόσες γέφυρες, ἀπὸ πόσα ὀχυρά, ἀπὸ πόσους πυργίσκους ἔπρεπε νὰ περάσω! καὶ ὅλος αὐτὸς ὁ κόσμος μαζὶ ποὺ ἐφόραγε γυαλιὰ χωρὶς σκελετὸ καὶ ποὺ πρόκειται νὰ τὸν συναντήσω στὴν κορυφὴ κάποιου πύργου! αὐτοὺς τοὺς κοσμηματοπῶλες καὶ τοὺς χρυσικούς! καὶ αὐτὲς τὶς κυρίες! (Ἐδῶ ντύνονται καλύτερα ἀπ᾽ ὅ,τι στὸ Παρίσι!) Ἐπὶ τέλους! προχωράει, ἔρχεται τὸ βράδυ. Τὸ σαλόνι τοῦ πύργου τοῦ Λάνκασιρ εἶναι κάτι σὰν τὶς Βερσαλίες. Τὸ σαλόνι εἶναι γεμάτο, φούλ. Οἱ γυναῖκες εἶναι τὸ μισὸ Ὀφηλίες καὶ τὸ ἄλλο μισὸ ἀστές· ἕνας κύριος ἔχει ὄψη πάστας μὲ κόρα καρβελιοῦ ὅπως φτιάχνουν τὰ ζυμαρικὰ στὸ Στρασβοῦργο, καὶ εἶναι ὁ Ρωμαῖος, δηλαδὴ ἐγώ! Ὑπάρχουν καὶ διάφοροι ἠθοποιοὶ ποὺ σοῦ θυμίζουν τὸν Μουνὲ-Συλὺ μὲ πιτζάμες. Τὴν ἑπόμενη μέρα οἱ φίλοι διαγκωνίζονταν μπροστὰ στὴν κρυστάλλινη πόρτα ποὺ ὁδηγεῖ στὴν τραπεζαρία: ἐτρώγανε ὅλη μέρα, καὶ οἱ ὑπηρέτες ἔπρεπε νὰ ἔχουνε τὸν νοῦ τους νὰ μὴ σπάσουν, νὰ μὴ διαρραγοῦν οἱ πόρτες. Καὶ ἐρωτᾶται; Τὸ ὅλον ἦταν δόξα; ἦταν διάρρηξη οἰκήματος; ἢ μήπως ἐπανάσταση;
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.