JORGE TEILLIER
ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΣΤΕΓΗ ΠΑΛΙΑ
Απόψε κοιμάμαι κάτω από στέγη παλιά,
τα ποντίκια τρέχουν από πάνω, όπως πριν από χρόνια και χρόνια,
και το παιδί που είναι μέσα μου ξαναγεννιέται στ’ όνειρό μου,
ανασαίνει ξανά την οσμή επίπλων καμωμένων από ξύλο οξιάς,
και περίτρομο κοιτάζει το παράθυρο,
αφού καλά το ξέρει ότι κανέν’ αστέρι ποτέ δεν ανασταίνεται.
Τη νύχτα αυτή τ’ αφτί μου ένιωσε να πέφτουν τα καρύδια από το δέντρο,
άκουσα τις συμβουλές του εκκρεμούς,
έμαθα ότι ο άνεμος αναποδογυρίζει κάποιο φλιτζάνι τ’ ουρανού,
ότι οι ίσκιοι μακραίνουνε κι απλώνονται
και ότι το χώμα τούς πίνει δίχως να τους αγαπάει,
το δέντρο του ύπνου μου όμως έβγαζε μόνο πράσινα φύλλα
που ωρίμαζαν κάθε πρωί με του πετεινού το πρώτο λάλημα.
Απόψε κοιμάμαι κάτω από στέγη παλιά,
τα ποντίκια τρέχουν από πάνω, όπως πριν από χρόνια και χρόνια,
ξέρω ωστόσο πως δεν υπάρχουν πρωινά και πετεινών λαλήματα,
κι ανοίγω τα μάτια μου, για να μη δω ξερό το δέντρο των ονείρων μου
και αποκάτω του τον θάνατο που μου δίνει το χέρι του.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.