Πέμπτη 30 Ιουνίου 2022

ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΣΤΕΓΗ ΠΑΛΙΑ

 


JORGE TEILLIER

 

ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΣΤΕΓΗ ΠΑΛΙΑ

 

Απόψε κοιμάμαι κάτω από στέγη παλιά,

τα ποντίκια τρέχουν από πάνω, όπως πριν από χρόνια και χρόνια,

και το παιδί που είναι μέσα μου ξαναγεννιέται στ’ όνειρό μου,

ανασαίνει ξανά την οσμή επίπλων καμωμένων από ξύλο οξιάς,

και περίτρομο κοιτάζει το παράθυρο,

αφού καλά το ξέρει ότι κανέν’ αστέρι ποτέ δεν ανασταίνεται.

 

Τη νύχτα αυτή τ’ αφτί μου ένιωσε να πέφτουν τα καρύδια από το δέντρο,

άκουσα τις συμβουλές του εκκρεμούς,

έμαθα ότι ο άνεμος αναποδογυρίζει κάποιο φλιτζάνι τ’ ουρανού,

ότι οι ίσκιοι μακραίνουνε κι απλώνονται

και ότι το χώμα τούς πίνει δίχως να τους αγαπάει,

το δέντρο του ύπνου μου όμως έβγαζε μόνο πράσινα φύλλα

που ωρίμαζαν κάθε πρωί με του πετεινού το πρώτο λάλημα.

 

Απόψε κοιμάμαι κάτω από στέγη παλιά,

τα ποντίκια τρέχουν από πάνω, όπως πριν από χρόνια και χρόνια,

ξέρω ωστόσο πως δεν υπάρχουν πρωινά και πετεινών λαλήματα,

κι ανοίγω τα μάτια μου, για να μη δω ξερό το δέντρο των ονείρων μου

και αποκάτω του τον θάνατο που μου δίνει το χέρι του.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

 

ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΝΗΣΙ

 


JORGE TEILLIER

 

ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΝΗΣΙ

 

Ζωή και θάνατος και πάλι συγχέονται

όπως και στου σπιτιού τη μεσαυλή

η είσοδος των κάρων

με τον θόρυβο του κουβά στο πηγάδι.

Ο ουρανός και πάλι θυμάται με μίσος

την πληγή της αστραπής,

οι δε αμυγδαλιές δεν θέλουν να σκέφτονται

τις μαύρες τους ρίζες.

 

Η σιωπή δεν μπορεί άλλο να είναι η γλώσσα μου,

όμως εγώ πέφτω μόνο επάνω σε τούτες τις εξωπραγματικές λέξεις

που πιάνουν οι νεκροί και τις οδηγούν προς τ’ άστρα και προς τα μυρμήγκια,

και από τη μνήμη μου εμένα εξαφανίζονται ο έρωτας και η χαρά,

όπως το φώς μιας καράφας του νερού

εξακοντισμένης τόσο ανώφελα ενάντια στα σκότη.

 

Ό,τι και πάλι ακούγεται μόνο

είναι της βροχής το ανεξίτηλο κροτάλισμα

που πέφτει όλο πέφτει δίχως να ξέρει το γιατί,

μοιάζοντας έτσι στη μοναχική γριούλα

που πλέκει συνέχεια και συνέχεια·

και θέλω να τρέξω να πάω σ’  ένα χωριό,

όπου ασταμάτητα γυρίζει κάποια σβούρα

περιμένοντάς με να την πιάσω,

πλην όμως όπου πατάνε τα πόδια μου

εξαφανίζονται οι δρόμοι,

και είναι καλύτερα να μείνεις ακίνητος σε τούτο το δωμάτιο

αφού ίσως έχει φτάσει η συντέλεια του κόσμου,

με τη βροχή νά ’ναι ο στείρος αντίλαλος του τέλους αυτού,

κάποιο τραγούδι που επιχειρούν να θυμηθούν

χείλη που καταστρέφονται κάτω από το χώμα.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

 

ΝΕΡΟΥΔΑ

 


PABLO NERUDA

ADMITIENDO EL CIELO

Admitiendo el cielo profundamente mirando el cielo estoy pensando
con inseguridad sentado en ese borde
oh cielo tejido con aguas y papeles
comencé a hablarme en voz baja decidido a no salir
arrastrado por la respiración de mis raíces
inmóvil navío ávido de esas leguas azules
temblabas y los peces comenzaron a seguirte
tirabas a cantar con grandeza ese instante de sed querías cantar
querías cantar sentado en tu habitación ese día
pero el aire estaba frío en tu corazón como en una campana
un cordel delirante iba a romper tu frío
se me durmió una pierna en esa posición y hablé con ella
cantándole mi alma me pertenece
el cielo era una gota que sonaba cayendo en la gran soledad
pongo el oído y el tiempo como un eucaliptus
frenéticamente canta de lado a lado
en el que estuviera silbando un ladrón
ay y en el límite me paré caballo de las barrancas
sobresaltado ansioso inmóvil sin orinar
en ese instante lo juro oh atardecer que llegas pescador satisfecho
tu canasto vivo en la debilidad del cielo

ΝΕΡΟΥΔΑ


 

PABLO NERUDA

 

DESESPEDIENTE

 

La paloma está llena de papeles caídos,
su pecho está manchado por gomas y semanas,
por secantes más blancos que un cadáver
y tintas asustadas de su color siniestro.

 

Ven conmigo a la sombra de las administraciones,
al débil, delicado color pálido de los jefes,
a los túneles profundos como calendarios,
a la doliente rueda de mil páginas.

 

Examinaremos ahora los títulos y las condiciones,
las actas especiales, los desvelos,
las demandas con sus dientes de otoño nauseabundo,
la furia de cenicientos destinos y tristes decisiones.

 

Es un relato de huesos heridos,
amargas circunstancias e interminables trajes,
y medias repentinamente serias.
Es la noche profunda, la cabeza sin venas
de donde cae el día de repente
como de una botella rota por un relámpago.

 

Son los pies y los relojes y los dedos
y una locomotora de jabón moribundo,
y un agrio cielo de metal mojado,
y un amarillo río de sonrisas.

 

Todo llega a la punta de dedos como flores,
a uñas como relámpagos, a sillones marchitos,
todo llega a la tinta de la muerte
y a la boca violeta de los timbres.

 

Lloremos la defunción de la tierra y el fuego,
las espadas, las uvas,
los sexos con sus duros dominios de raíces,
las naves del alcohol navegando entre naves
y el perfume que baila de noche, de rodillas,
arrastrando un planeta de rosas perforadas.

 

Con un traje de perro y una mancha en la frente
caigamos a la profundidad de los papeles,
a la ira de las palabras encadenadas,
a manifestaciones tenazmente difuntas,
a sistemas envueltos en amarillas hojas.

 

Rodad conmigo a las oficinas, al incierto
olor de ministerios, y tumbas, y estampillas.
Venid conmigo al día blanco que se muere
dando gritos de novia asesinada.