PABLO NERUDA
ΔΕΙΛΟΣ, ΑΤΟΛΜΟΣ
Δὲν εἶχα καλὰ-καλὰ μάθει, μόνος μου, ὅτι ὑπῆρχα,
ὅτι μποροῦσα νὰ εἶμαι καὶ νὰ συνεχίζω νὰ εἶμαι,
καὶ τοῦτο τὸ πράγμα, ἡ ζωή, μὲ φόβιζε,
καὶ δὲν ἤθελα νὰ μὲ βλέπουν,
δὲν ἤθελα νὰ ξέρουν γιὰ τὴν ὕπαρξή μου τίποτα.
Ἤμουν λιγνός, χλομὸς καὶ φευγάτος,
δὲν ἤθελα νὰ μιλάω γιὰ νὰ μὴ μποροῦν
ν᾽ ἀναγνωρίζουν τὴ φωνή μου, δὲν ἤθελα νὰ βλέπω
γιὰ νὰ μὴ μὲ βλέπουνε,
καὶ ὅταν περπατοῦσα, πήγαινα κολλητὰ στὶς μάντρες
σὰν τὴ σκιὰ ποὺ συνέχεια ξεγλιστράει.
Καὶ μὲ σκισμένα ροῦχα
θὰ ντυνόμουν, ἢ καὶ μὲ καπνό,
γιὰ νὰ ἤμουν κάπου, ἀόρατος ὅμως,
γιὰ νὰ εἶμαι παντοῦ παρών, ἀλλὰ ἀπὸ ἀπόσταση,
γιὰ νὰ φυλάω τὴ σκοτεινή μου ταυτότητα
στὸν ρυθμὸ τῆς ἄνοιξης δεμένη.
Ἑνὸς κοριτσιοῦ τὸ πρόσωπο, τὸ ἀτόφυο ξάφνιασμα
ἀπό ᾽να χαμόγελο ποὺ κόβει στὰ δύο τὴ μέρα
κάνοντας την σὰν δύο ἡμισφαίρια πορτοκαλιοῦ κομμένου,
ἀρκοῦσαν γιὰ ν᾽ ἀλλάξω δρόμο,
μὲ ἀγωνία γιὰ τὴ ζωὴ καὶ περίφοβος,
δίπλα ὄντας στὸ νερὸ καὶ νὰ μὴν πίνω τὴ δροσιά του,
δίπλα ὄντας στὴ φωτιὰ καὶ νὰ μὴ φιλάω τὴ φλόγα της,
καὶ νὰ μ᾽ ἔχει κρύψει τῆς περηφάνειας μιὰ μάσκα
καὶ νά ᾽μαι ἀδύνατος καὶ ἐχθρικὸς σὰν ἀκόντιο,
καὶ χωρὶς ν᾽ ἀκούει ἐκεῖ κανένας
(ἀφοῦ ὁ ἴδιος ἐγὼ τὸ ἐμπόδιζα)
τὸν φυλακισμένο μου θρῆνο
ποὺ ἔβγαινε
σὰν τὴ φωνὴ λαβωμένου σκυλιοῦ
ἀπὸ κάποιου πηγαδιοῦ μέσα τὸν πάτο.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.