ΣΩΤΗΡΗΣ ΒΑΡΝΑΒΑΣ
ΝΑ ΜΙΛΟΥΣΑΝΕ ΟΙ ΣΚΥΛΟΙ
Θυμήθηκα αυτές τις μέρες
το σκύλο μας.
Αζόρ το βάφτισε η αδελφή μου
φοιτήτρια τότε στο διδασκαλικό κολλέγιο
φαντάζομαι το πήρε
από κάποιο αγγλικό μυθιστόρημα.
Γκρίζο το τρίχωμα του
αγέρωχο το σώμα του
κυκλοφορούσε στην αυλή
επιθεωρώντας κάθε γωνιά της.
Καλωσόριζε τα βράδια τον πατέρα
κινώντας την ουρά
μα και τη μέρα
γνώριζε από τις μυρωδιές, ποιος ξέρει,
κι ανάλογα φερότανε.
Φιλικό το γαύγισμα του
κι άλλοτε της διαμαρτυρίας
άλλαζε από την αύρα υποθέτω
που εκπέμπουνε οι άνθρωποι
κρύβοντας βαθιά τα συναισθήματα τους
κι άλλα πως είναι απ' έξω εκφράζουνε.
Μα το ζώο
που την αλήθεια αναζητά
και τη φιλία απ' τη φοβέρα ξεχωρίζει
δε ξεγελιέται
κι αλλοίμονο αν μιλούσανε οι σκύλοι
τόσα που ξέρουνε
και δεν τους ξεγελάει κανείς
μήτε χαμόγελο περαστικού μήτε
το γεια σου γείτονα αγαπητέ μου.
PABLO NERUDA
ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΟΔΟΙΠΟΡΟΣ
Νύχτα, στους καρόδρομους
της ξεραΐλας, πέτρες και σκόνη,
αγκομαχάει το κάρο το σαράβαλο.
Κανείς από δω πέρα δεν περνάει.
Κατοίκους το χώμα δεν έχει,
μόνο αναμμένα τράχαλα
απ’ τους ιλιγγιώδεις φάρους:
είναι των αγκαθιών η νύχτα,
των φυτών που αρματωθήκανε
σαν καϊμάνοι, με μαχαίρια:
φαίνονται τα δόντια από σιδερόσυρμα
γύρω απ’ τα μαντριά τριγύρω,
οι κάκτοι με το εχθρικό μπόι
σαν οβελίσκοι όλο αγκάθια,
ξερή η νύχτα, και στο σκοτάδι μέσα
(το γεμάτο κουρνιαχτό απ’ των αστεριών τη σκόνη)
η μαύρη της αυγής φωλιά
που ετοιμάζει χωρίς σταματημό και ανάσα
τους κίτρινους ορίζοντές της.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
PABLO NERUDA
Η ΦΩΤΙΑ
Τί καὶ πόσο μουσικὴ στιγμὴ
μοῦ λέει ἕνα πανέξυπνο ποτάμι
τὰ νερά του δίπλα μου κυλώντας:
μὲ τὰ λιθάρια διασκεδάζει,
τὸν δρόμο του παίρνει τραγουδώντας,
ἐνῶ ἀποφασισμένος ἐγὼ γιὰ ὅλα
μὲ μάτια τὸ κοιτῶ παράφορα.
Ἂς ἀφιερώσουμε στὴ δυστυχία
μιὰ σκέψη, ἀτμὸς ποὺ γίνεται,
ὅπως καὶ τὸ χῶμα τὰ χαράματα,
τὸ βρόμικο ἀπ᾽ τὰ δάκρυα τ᾽ οὐρανοῦ,
ἕνα δέντρο ὑψώνει ὅλο ἀχνὸ
μὲ σκοπό του τὸ πρωὶ νὰ συσκοτίζει:
τὸ φῶς ποὺ γεννιόταν ὑποφέρει,
ἡ μοναξιὰ στασιάζει,
τίποτα δὲν μένει γιὰ νὰ δεῖς,
οὔτε οὐρανὸς φαίνεται οὔτε γῆ
κάτω ἀπ᾽ αὐτὴ τὴν ἁλμυρὴ ὁμίχλη.
Μὲ τὸ θέμα αὐτὸ τὸ παρακάναμε
εἶπα ξαναγυρνώντας στὴν πυρὰ
ποὺ ἔσβηνε στὶς λόχμες μέσα,
καὶ μὲ δυὸ μικρὰ δαφνόκλαρα
ὑψώθηκε μιὰ φλόγα κόκκινη
μ᾽ ἕνα κάστανο στὴ μέση της,
κι ἔπειτα ἄνοιξε τὸ κάστανο
καὶ μοῦ ᾽μαθε τὸ μάθημα
τῆς φυλακισμένης του γλυκάδας,
κι ἔτσι ξανάγινα κι ἐγὼ πολίτης
ποὺ τοῦ ἀρέσει νὰ διαβάζει ἐφημερίδες.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.