Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2020

ΤΗΣ ΟΡΓΗΣ Ο ΑΓΓΕΛΟΣ


 

RAFAEL ALBERTI

 

ΤΗΣ ΟΡΓΗΣ Ο ΑΓΓΕΛΟΣ

 

Αδέσποτη, στις τσουκνίδες ανάμεσα,

πέτρα τέλεια, ελαμποκόπαες.

 

Πόδι αόρατο.

(Στις τσουκνίδες ανάμεσα, τίποτα.)

Πόδι της οργής αόρατο.

 

Βορβόρου γλώσσες, βουλιαγμένες,

κουφές, θυμήθηκαν κάτι.

Εσύ δεν υπήρχες.

Τι θυμηθήκανε;

 

Κινήθηκε αμίλητη η σιωπή

και κάτι είπε.

Δεν είπε τίποτα.

 

Χωρίς να το ξέρει

άλλαξε το αίμα μου πορεία,

και στις τάφρους

πέσανε κραυγές μακρόσυρτες.

 

Για να σώσω τα μάτια μου,

για να σώσω εσένα που…

 

Μυστικό.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

 



ΤΟ ΑΙΩΝΙΟ ΚΥΠΕΛΛΟ


 

ALFONS PETZOLD



ΤΟ ΑΙΩΝΙΟ ΚΥΠΕΛΛΟ

 

Κύπελλο είναι ο έρωτάς σου

μ’ εκλεκτό κρασί γεμάτο.

Κι εγώ ο αιώνιος μέθυσός σου νά ’μαι

θέλω.

 

Πίνω κάθε νύχτα, πίνω κάθε μέρα

και απολαμβάνω μόνος της χαράς το γλέντι,

όπου κεραστής μου είναι ο βαθύς για σένα

πόθος!



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


 

 

Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2020

Η ΤΕΦΡΑ ΤΟΥ Π. Π. Π.

 


ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ

 

Η ΤΕΦΡΑ ΤΟΥ Π. Π. Π.

 

Σαν νά ’ν’ καβάλα σε άλογο την κάμερα έχει

αδράξει από τα γκέμια και τραβά με μένος

ενθέου και δαιμονισμένου, ενώ το γένος

των αλητόβϊων δικόν του τον κατέχει –

ψυχή τε μα και σώματι. Απ’ τον νου του εξέχει

η βία που ασκούν οι βϊασμένοι με το σθένος

που η ανάγκη τούς προικίζει για όσο ο εξορισμένος

ειρμός της λογικής στον πόνο ακόμα αντέχει.

Την προσωδία του Ακατόνε συνενώνει

κρουστά με τα μυστήρια της Κανταβρυγίας

και των Σοδόμων τις πυρές. Και πυρακτώνει

ασπρόμαυρες εικόνες με έγχρωμα σημεία σ’

απτά σινήματα-φωνήματα, και χρώμα

στο χώμα απλώνει που εγεννήθη η Μάμα Ρόμα.

 


 

 

Ο ΚΑΡΒΟΥΝΑΓΓΕΛΟΣ


 

RAFAEL ALBERTI

 

Ο ΚΑΡΒΟΥΝΑΓΓΕΛΟΣ

 

Άσχημε, μες στην καπνιά και μες στη λάσπη.

Να μη σε βλέπω!

 

Παλιότερα, όλος χιόνι, χρυσαφένιος,

μ’ έλκηθρο μέσα στην ψυχή μου.

Πηγμένα. Σε πλαγιές κρεμασμένα.

 

Και τώρα στ’ αμαξοστάσια μέσα,

όλος κάρβουνο, βρόμικος, λερός.

Να σε πάρουν από ’δω!

 

Στις σοφίτες των σπασμένων ονείρων.

Ιστοί αράχνης. Σκώρος. Σκόνη.

Να σε καταδικάσουνε!

 

Μουντζουρωμένα από τα χέρια σου

τα έπιπλά μου – το ίδιο και οι τοίχοι μου.

Στα πάντα

αποτυπωμένη η ανάμνησή σου

με μαύρο μελάνι και λάσπες.

Να σε κάψουνε, που να καείς!

 

Έρωτα, χταπόδι σκοτεινό,

κακέ, μοχθηρό.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


 

 



ΤΗΣ ΣΥΓΚΥΡΙΑΣ ΤΑ ΑΛΟΓΑ




ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ


ΤΗΣ ΣΥΓΚΥΡΙΑΣ ΤΑ ΑΛΟΓΑ

       Χαρισμένο στον Δημήτρη

Οι στοχασμοί είναι τ’ άλογα που χαλινάρι
δεν ξέρουν ούτε κι όταν γίνουν λόγος, λέξεις·
στα ερέβη λάμνουν λάμποντας, στις περιπλέξεις
του νου βουτούν, οικείους στίβους τρέχουν· χάρη

στον καλπασμό τους γίνεται ακουστό φανάρι
ακόμα και η άπνοια που σαρώνει τις ορέξεις
του θυμοειδούς: αυτές, που για να τις αντέξεις,
φορτώνεις κι άλλο των σημασιών τα βάρη.

Απ’ τό ’να βάθος πέφτοντας σ’ έν’ άλλο βάθος
(κυλώντας μάλλον) κανονίζεται ό,τι λάθος
ακούγεται· με νόημα φωτός μια στήλη

αρμόζεται (α λα Σεγκαλέν) και η γνωριμία
του αγνώστου αρθρώνεται απ’ του λυρισμού τα χείλη.
Το ποίημα περίσταση είναι – συγκυρία.