Σάββατο 31 Αυγούστου 2019

Ω ΓΟΥΑΔΑΛΙΒΙΡ!



ANTONIO MACHADO


Ω ΓΟΥΑΔΑΛΙΒΙΡ!

Ω Γουαδαλκιβίρ!
Σε είδε στην Καθόρλα που γεννιόσουν·
και σήμερα πεθαίνεις στο Σανλούκαρ.

Μι’ ανάβρα με νερό καθάριο
κάτω απ’ το πράσινο το πεύκο –
ήσουν εσύ, και πώς, ω πώς κελάρυζες!

Σαν κι εμένα, στη θάλασσα δίπλα,
ποτάμι με γλυφά λασπόνερα, άραγε
ονειρεύεσαι καθόλου τις πηγές σου;



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.



ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ, Ο ΧΡΟΝΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ


ΒΑΣΙΛΗΣ ΛΑΛΙΩΤΗΣ


ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ, Ο ΧΡΟΝΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ
 
Το καλοκαίρι που τελειώνει με τον Αύγουστο
στο χρόνο των μαρξιστών και των χρηματιστών
στις γελοίες ελπίδες απ΄το πουτανάκι της Μυκόνου
οι ποιητές το υιοθετούν σαν παιδί ασυνόδευτο
μεταναστών, με μάτια γαλανά κι αόριστα θλιμμένα
στο δικό τους χρόνο, που είναι έξω απ΄τα ρολόγια
με παραλίες κρυφές δέντρα στη γλυπτική του ανέμου
και τα κορίτσια ηλιοθαλασσοανεμοκύκλιστα.
Γιατί το ποίημα είναι ακριβώς αυτό: καλοκαιράκι,
ένα μικρό παιδί του χρόνου μετανάστης ασυνόδευτος
κι ο κόσμος παλαιόθεν του παιδιού αυτού η βασιληίη.

ΔΙΚΑ ΜΟΥ ΒΙΒΛΙΑ


ΔΙΚΑ ΜΟΥ ΒΙΒΛΙΑ

Χέρμαν Χέσσε, "Το τελεταίο καλοκαίρι του Κλίνγκζορ". Είναι η πρώτη μου μετάφραση δημοσιευμένη με μορφή βιβλίου, και σήμανε την έναρξη της σύντομης συνεργασίας μου με τις Εκδόσεις Νεφέλη. Στο βιβλίο εκτός από αυτό το διήγημα περιλαμβάνονται άλλα δύο: "Παιδική ψυχή" και "Κλάιν και Βάγκνερ".
Το εξώφυλλο έχει δύο "ατσαλιές". Η πρώτη: ως κακόηχο στα ελληνικά το επώνυμο του συγγραφέα έγινε "Έσσε", συμπαρασύροντας και το "Χέρμαν" να γίνει "Έρμαν". Η δεύτερη: από το "Κλάιν και Βάγκνερ" φαίνεται μόνο ο "Κλάιν", καθώς τον "Βάγκνερ" τον κατάπιε το όφσετ.
Το βιβλίο το μετέφρασα στη Ρόδο μεταξύ 1983 και 1983, κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής μου θητείας. Εκδόθηκε το 1984. Η μετάφρασή του ήταν επιλογή του εκδότη, καθώς τότε ο Χέσσε ήταν "μαστ" και "ευπώλητος".

ΕΙΝΑΙ ΜΕΡΕΣ



ALFRED KOLLERITSCH


ΕΙΝΑΙ ΜΕΡΕΣ

Είναι μέρες που τα πράγματα
τα ονόματα είναι των πραγμάτων,
αράδες συρμένες
κάτω από τον ουρανό:
κατ’ εντολήν των συγγραφέων.

Μια σημαία από πάγο παντού,
κυριαρχεί, ηγεμονεύει,
η άλλη όψη του θανάτου,
ο νόμος.

Μετά έχεις φύγει.
Τούτο τον αποχαιρετισμό
δεν υπάρχει να τον μετρήσει μέτρο.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Παρασκευή 30 Αυγούστου 2019

Ή ΘΑ ΒΡΕΞΕΙ ΤΩΡΑ Ή ΔΕΝ ΘΑ ΒΡΕΞΕΙ…


ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΜΠΑΣΙΑΚΟΣ


Ή ΘΑ ΒΡΕΞΕΙ ΤΩΡΑ Ή ΔΕΝ ΘΑ ΒΡΕΞΕΙ…

Σημειώστε, κυρίες και κύριοι:
11 19 32 6 43 49 - 1
Είναι οι τυχεροί αριθμοί του επόμενου λόττο.
Εμένα ποσώς μ’ ενδιαφέρουνε τα λεφτά
Ούτε η τύχη αλλ’ ούτε κι’ ο λεγόμενος τίμιος μόχθος
Ούτε βεβαίως και το καπιταλιστιλίκι.
Περήφανος είμαι αλλ’ ακατάδεκτος όχι:
Αν μου προσφέρατε τώρα ένα σάντουϊτς ή ένα άνθος θα το δεχόμουν.
Θέλω να ξέρετε:
Τ’ άνθη πολύ τα αγαπώ
Κι’ απ’ όλα τα άνθη πιο πολύ την Μαριάνθη
διότι – το λέει και σ’ ένα στίχο της: –
Μόνο από αυτούς (κάτι τύπους εννοεί σαν του λόγου μου) μπορούσα
να έχω αγαπηθεί / Μόνο από αυτούς ήξερα να αγαπιέμαι.
Πρέπει να ξέρετε:
Τα λεφτά δεν ξέρουν ούτε ν’ αγαπούν ούτε και ν’ αγαπιούνται.
Όσοι αγαπάτε τα λεφτά, εις μάτην τ’ αγαπάτε.
Αν βρέξει λεφτά, Μαριάνθη, να πάρουμε ομπρέλα.
Αν βρέξει αγάπη, δεν χρειαζόμαστε ομπρέλα, ας βραχούμε.

ΕΥΔΙΟΜΕΤΡΟ, 3



ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ


ΕΥΔΙΟΜΕΤΡΟ, 3
(απόσπασμα)

Ύστερα γινόταν μια παράξενη σιγαλιά διαλυμένη
  σε αραιό γαλάζιο
ακούγονταν ευδιάκριτα χτύποι σφυριών σε ξύλο ή
  σε μάρμαρο ή και μέσα στο χώμα
οι λέξεις άρχιζνα από άλφα όχι το άλφα το στερητικό
  καθόλου
αλλά το άλφα του α γαπώ του α ρχίζω του α νοίγω
μ’ αυτό το άλφα α κριβώς πολλαπλασιαζόταν τ’ οξυγόνο
στην άσφαλτο ξεμύτιζαν μικρά πράσινα φύλλα
κι άξαφνα η άσφαλτος ταυτιζόταν με το άσφαλτο
  κι ο τροχονόμος
καθότανε σ’ ένα κλαδί κι έπαιζε φλάουτο φυσώντας
  το χαμόγελό του



Από την ποιητική συλλογή: «Ευδιόμετρο» (1980-1981).
Από το βιβλίο: Γιάννης Ρίτσος, «Επινίκια, Ποιήματα Η΄», Κέδρος, Αθήνα 1984, σελ. 175.


ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΔΙΟΓΕΝΗ ΚΑΜΜΕΝΟ











ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΔΙΟΓΕΝΗ ΚΑΜΜΕΝΟ

"Ορφάνεψαν" ο Μήτσος και το Κατινάκι...

ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ



ANTONIO MACHADO


ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ

Η πι’ όμορφη νεράιδα χαμογελούσε
τη λάμψη βλέποντας ενός πασίχλομου άστρου
με νήμα να τυλίγεται απαλό και άσπρο
και αμίλητο στης αδελφούλας της τη ρόκα.

Και να! ξανά χαμογελά, καθώς στ’ αδράχτι
πια το δικό της μπλέκεται η κλωνά των κάμπων.
Από της κάμαράς της τη λεπτή κουρτίνα
έξω είν’ ο κήπος χρυσά φώτα τυλιγμένος.

Η κούνια μάλλον στη σκιά. Το παιδί κοιμάται.
νεράιδες δυό κι εργατικές το παραστέκουν,
περίλεπτες κλωστές υφαίνονται ονείρων,
κι οι ρόκες τους είν’ απ’ ασήμι και σεντέφι.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.