Σ’ ΕΝΑΝ ΠΑΛΙΟ ΠΟΙΗΤΗ




JORGE LUIS BORGES


Σ’ ΕΝΑΝ ΠΑΛΙΟ ΠΟΙΗΤΗ

Στον κάμπο περπατάς που ορίζει την Καστίλλη,
μα δεν τον βλέπεις μάλλον. Σ’ ένα μπερδεμένο
χωρίο του Ιωάννη έχεις τον νου συγκεντρωμένο
και ίσα-ίσα μόνο πρόσεξες την κίτρινη ύλη

του ηλίου. Φως αμυδρό παραληρώντας πέφτει,
ενώ στην ούγια της Ανατολής προβάλλει
εκείνη η λοίδορη, η άλικη σελήνη ως άλλη
μορφή ίσως της Οργής που πλέχει στον καθρέφτη.

Το βλέμμα υψώνεις, την κοιτάς. Κι εκεί με χάρη
δικό σου κάτι ανάβει για να σβήσει. Ακόμη
την κεφαλή σου με την πολιά της κόμη

κρατάς γερμένη προχωρώντας, όμως δίχως
πια να θυμάσαι τι έλεγε ο παλιός σου ο στίχος:
Στο μνήμα του αιμορραγούσε το φεγγάρι.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.







ΜΠΟΡΧΕΣ!



JORGE LUIS BORGES


HERÁCLITO

El segundo crepúsculo.
La noche que se ahonda en el sueño.
La purificación y el olvido.
El primer crepúsculo.
La mañana que ha sido el alba.
El día que fue la mañana.
El día numeroso que será la tarde gastada.
El segundo crepúsculo.
Ese otro hábito del tiempo, la noche.
La purificación y el olvido.
El primer crepúsculo…
El alba sigilosa y en el alba
la zozobra del griego.
¿Qué trama es ésta
del será, del es y del fue?
¿Qué río es éste
por el cual corre el Ganges?
¿Qué río es éste cuya fuente es inconcebible?
¿Qué río es éste
que arrastra mitologías y espadas?
Es inútil que duerma.
Corre en el sueño, en el desierto, en un sótano.
El río me arrebata y soy ese río.
De una materia deleznable fui hecho, de misterioso tiempo.
Acaso el manantial está en mí.
Acaso de mi sombra
surgen, fatales e ilusorios, los días.


EVERNESS



JORGE LUIS BORGES


EVERNESS

Μονάχα ένα δεν υπάρχει πράγμα. Η λήθη.
Το μέταλλο ο Θεός και τη σκουριά του σώζει,
και στην προφητική του μνήμη προσαρμόζει
μελλούμενα φεγγάρια με ό,τι προηγήθη.

Τα πάντα εδώ είναι πια. Τ’ αντιφεγγίσματα όλα
που ανάμεσα στον όρθρο και στην αμφιλύκη
εσκόρπισε η όψη σου σε τζάμια ακτινοβόλα,
που κι ό,τι γεννηθεί, κι εκείνο εκεί θ’ ανήκει.

Τα πάντα ως μέρη κάποιου πολυποίκιλου ήμπαν
κρυστάλλου αυτής εδώ της μνήμης, που ’ν’ το σύμπαν.
Οι διάδρομοι άπειροι – πώς να τους παρακάμψεις;

Κι οι πόρτες κλείνουν πίσω σου, σαν τις περάσεις.
Στο verso  μόνο της εσπέρας θα διαβάσεις
των Αρχετύπων και των Θαυμασίων λάμψεις.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.






ΤΟ ΧΕΡΙ ΠΟΥ ΣΗΜΕΡΑ ΓΡΑΦΕΙ



GUILLERMO PILÍA


ΤΟ ΧΕΡΙ ΠΟΥ ΣΗΜΕΡΑ ΓΡΑΦΕΙ

στο διάβα μου απλώνονται χέρια πολλά:
χέρια που ανοίγουν για να πάρουν
και συχνά που κλείνουν για να δώσουν

γιατί είναι εύκολο τον πόνο να ξεχάσεις
τις μέρες της χάρης: σαν τη χαρά
ξεχνιέται τις νύχτες της ανέχειας

και πια δεν ξέρω αν το χέρι μου καμιά φορά
απλώνεται όπως πρέπει – το χέρι ετούτο
που σήμερα γράφει και αύριο θά ’ναι χώμα.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.