ΕΚΤΩΡ
ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ
ΑΓΑΠΗ
2
Όταν μου
χάρισαν ένα σπαθί των σαμουράι
σε τί
χρειάζονται στα σάλωνα οι νυχτοφύλακες,
προς τί ο
βόγγος τ’ αναπλιού
και η ιθάκη,
είπα,
αρκεί ο
μύθος ότι κάποτε αγνόησα
το δέρας των
σκυθών στην τρυφερή κολχίδα
και τη μανία
μας της θαλασσοπορίας,
ύστερα σ’
αίμα δίσεκτο εμβαπτισμένη
πήρα τη
στράτα μου της θύελλας
σαν γιος
πικρός ο πιο μικρός απ’ τους επτά
ο
πικροκωνσταντίνος
πελιδνό στα
σκέλια μου έσφιγγα το σαββατόβραδο
να διαλαλεί
την έχθρα του στους πετεινούς
και στους
σηματοδότες
ώσπου
ζητούσε έλεος
μέχρι που
πίστεψε στον ανδρισμό μου
κι ευχόταν
τη συντέλεια του κόσμου
αυτοστιγμεί
.
Πρόφταινε
δεν πρόφταινε η οργή μου η στρίγγλα
σαν
μπαρμπερίνικη σπαθιά σε εικόνισμα
στα δυό να
κόψει σπίτια αρραβωνιάσματα
να ξεχυθούνε
τα κορίτσια με τα νυχτικά τους
μπροστά η
φωνή θέλομε να γεννήσομε
κι εσύ όρθια
στα νερά σαν άγιο λείψανο
μόλις που
πρόφτασες να φυλαχτείς όπως η ξέρα
ξεφεύγει τη
βιτσιά του οίακα
ίσια
καταπάνω σου ως ερχόσουν
σαν τον
τριήραρχο σε πέρση,
μ’ άλλα
λόγια πριν σ’ ερωτευτώ.
Ξάφνου
λαμπάδιασε στα ξερολίθια το καταμεσήμερο
η σαύρα
κένταε το γυάλινο μαγνάδι
στο φαντό
της μέρας
πράσινο το
φαντό και κρεμεζί
κ’ η σαύρα
κίτρινη
ο ήλιος
μαύρος
η φωνή σου
απέναντι αρμένιζε η τρεχαντήρα
μέσα σε
κίνηση
από τον
ουρανό κατρακυλούσε αστραπιαία
έν’
αυτοκίνητο ίδιο με τα θανάσιμα μαλλιά σου
απέραντη
επικράτεια τα μάτια σου,
επιτέλους με
τους καίσαρες
γίνομαι
κατακτητής
να σε τί μου
χρειάζεται το σπαθί των σαμουράι
(παράξενο
στ’ αλήθεια προορισμό
πο ’χουνε κάποτε
τα πράγματα)
λοιπόν
αρχίζω :
πρώτα εσύ
επτάκερε δαβίδ
ύστερα ένας
ιδαλγός αρμένης
ή έστω ένας
νυχτοφύλακας από τα σάλωνα
απόγονος του
πτολεμαίου φιλοπάτορα
από την κω
αν μπορεί
ποτέ να γίνει αυτό θεέ μου.
Το
σαββατόβραδο η πιο αγαπημένη ώρα
του κυρίου
άφηνε στα
σκέλια μου
την
τελευταία πνοή του.
Από
την ποιητική συλλογή: «Τετραψήφιο με την έβδομη χορδή» (1972).
Από
το βιβλίο: Έκτωρ Κακναβάτος, «Ποιήματα 1943-1987), Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2010, σσ.
108-110.