Δευτέρα 30 Οκτωβρίου 2017
ΟΤΑΝ ΕΞΥΠΝΗΣΑ ΕΓΩ
DYLAN THOMAS
ΟΤΑΝ
ΕΞΥΠΝΗΣΑ ΕΓΩ
Όταν
εξύπνησα εγώ, η πόλις ομίλησε.
Πουλιά
και ρολόγια και κάτι διπλοτριπλοκάμπανα
Ξεκούφαιναν
τα κουλουριασμένα δίπλα-δίπλα πλήθη,
Τα
ερπετόμορφα έκλυτα όντα τα βυθισμένα στις φλόγες,
Τους
απαθείς χαλαστές την ώρα ακόμα του ύπνου τους·
Της
διπλανής πόρτας η θάλασσα διασκόρπιζε
Βατράχια,
δαίμονες και θηλυκές διοσημίες,
Όσην
ώρα κάποιος απ’ έξω εκεί μ’ ένα κλαδευτήρι στο χέρι
Και
με το αίμα να του ανεβαίνει πάνω απ’ το κεφάλι
Έκοβε
και δώσ’ του όλο έκοβε το επελθόν ήδη πρωί·
Του
Χρόνου ο θερμόαιμος σωσίας, το ντουπλικάτο
Με
τη γυριστή του γενειάδα να εξέχει από ’να βιβλίο
Έκοβε
λουρίδες λεπτότατες το τελευταίο φίδι ωσάν
Να
ήτανε λέει ραβδί ή τρυφερό κλαράκι
Με
την ξεφλουδισμένη γλώσσα του
Σ’
ένα φύλλο μέσα καλά τυλιγμένη.
Κάθε
πρωί εγώ κάνω πάντα ασκήσεις
(Με
τον Θεό στο προσκεφάλι, καλού-κακού και πάλι,
Και
αφού προηγηθεί ο περίπατός μου στον νιπτήρα)
Με
τη σπαστική ανάσα του αρσενικού που σπεκουλάρει θάνατο,
Μαμούθ
και, μέσω στρουθίων, σπαράγγια
Στου
καθενός… στου καθενός μας το χώμα.
’Δώ
πέρα τα πουλιά ιππεύουν σαν φύλλα και βάρκες σαν πάπιες
Και
άκουσα σήμερα το πρωί ξυπνώντας
Να
βγαίνει μέσ’ από την τύρβη του άστεως
Μια
φωνή κορωμένη μεν στον ορθωμένο αέρα,
Μα
καθόλου-καθόλου προφητική απόγονο δική μου,
Και
να κραυγάζει ότι η παράλια πόλη μου έπεσε πάει.
Ουδείς
Χρόνος, είπαν τα ρολόγια, ουδείς Θεός, οι καμπάνες εσήμαναν·
Ετράβηξα
τότε το άσπρο σεντόνι να ισιώσει επάνω απ’ όλα τα νησιά
Και
στα βλέφαρά μου τα κέρματα
Πιάσαν
να ψέλνουν ιερατικώς σάμπως νά ’σαν αχηβάδες.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
ΕΝΤΙΤ ΤΣΕΚΑ!
EDITH
CHECA
NO
ME PIDAS SILENCIO
No
me pidas silencio
cuando el aire viene impregnado de saudades
y se acaricia en las hojas de ese árbol
con piel de desengaños
que es mortecina noche de besos
y caja fuerte de deseos
No me pidas silencio,
porque no callaré los secretos
de esa pradera
mullida de caricias que enjugó sus enojos
de niño enfurruñado por el destino,
y que ahora se seca.
No me pidas silencio
que no puedo callar esta pena
plagada de cuchillos
que gritan su nombre: ¡azul!,
y mi soledad: ¡blanca!.
Y son alacranes de acero entre mis libros
y entre mis ojos, y entre mis costillas.
¡Que no me pidas silencio!
¡porque no voy a callar!,
que no quiero callar esta pena
que se derrama y me forma balsa,
y lago, y catarata,
y asume su papel
de borradora de encantos y ensoñaciones.
¡Que no me pidas silencio!
porque no voy a callar
¡Calla tú, recuerdo!
cuando el aire viene impregnado de saudades
y se acaricia en las hojas de ese árbol
con piel de desengaños
que es mortecina noche de besos
y caja fuerte de deseos
No me pidas silencio,
porque no callaré los secretos
de esa pradera
mullida de caricias que enjugó sus enojos
de niño enfurruñado por el destino,
y que ahora se seca.
No me pidas silencio
que no puedo callar esta pena
plagada de cuchillos
que gritan su nombre: ¡azul!,
y mi soledad: ¡blanca!.
Y son alacranes de acero entre mis libros
y entre mis ojos, y entre mis costillas.
¡Que no me pidas silencio!
¡porque no voy a callar!,
que no quiero callar esta pena
que se derrama y me forma balsa,
y lago, y catarata,
y asume su papel
de borradora de encantos y ensoñaciones.
¡Que no me pidas silencio!
porque no voy a callar
¡Calla tú, recuerdo!