CÉSAR CANTONI
ΤΩ ΚΑΙΡΩ ΕΚΕΙΝΩ
Τω καιρώ εκείνω ο πατέρας μου είχε πάπιες και κότες,
μα στο κοτέτσι υπήρχαν και χοίροι, ινδικά χοιρίδια
και κουνέλια.
Έφτασε
μάλιστα να βάλει και φασιανούς με χρώματα εξωτικά.
Οι
κότες όλη μέρα και οι πάπιες έβγαιναν στο δρόμο
–ο
πατέρας μου είχε ανοίξει μιά μικρή τρύπα στον τοίχο–
και
γεμάτες χαρά σουλατσάριζαν σ’ όλη τη γειτονιά μας.
Όταν
έβρεχε, απ’ τα ρείθρα δεν πρόφταινε ν’ αδειάσει το νερό
και
ο δρόμος, που ήταν από χώμα, γινότανε λίμνη.
Οι
πάπιες τότε κράταγαν τα ηνία του κόσμου – ηγεμόνευαν.
Όλοι
ήξεραν πως οι πάπιες και οι κότες ήταν του πατέρα μου
και
ουδείς τολμούσε ούτε φτερό να τους πειράξει. Μόνο οι τσιγγάνοι,
με
τη συνήθειά τους να πολιορκούν τα ξένα πράγματα,
περιοδεύανε
καμιά φορά στα μέρη μας, οπότε
έβγαινε
αμέσως ο πατέρας μου να μαζέψει τα πουλιά
και
δεν εγύριζε σπίτι προτού σηκωθούν να φύγουν οι άλλοι.
Τω
καιρώ εκείνω πέρναγε κόσμος πολύς από εμάς.
Σαν
καλός οικοδεσπότης ο πατέρας μου έσφαζε δυό-τρεις πάπιες ή κότες
Καλώντας
τους επισκέπτες μας να φάνε και να πιούν.
Όταν
πέθανε ο πατέρας μου, δεν άργησαν κι οι κότες και οι πάπιες
ν’
ακολουθήσουν το παράδειγμά του, και το κοτέτσι μας έμεινε ακατοίκητο.
Η
πρόοδος, εν τω μεταξύ, αφίχθη εν χορδαίς και οργάνοις.
Τώρα
ο δρόμος είναι ασφαλτοστρωμένος· έχει και διαγράμμιση·
σε
κάθε γωνιά υπάρχει αποχέτευση για τα όμβρια ύδατα
και,
όπως και οι γέροι γείτονες, είμαστε κι εμείς λιγότερο καλά.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.