Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2016

ΣΤΗ ΣΑΛΑ Η ΝΥΧΤΑ ΜΠΗΚΕ ΠΟΥ ’ΤΑΝ ΚΟΙΜΙΣΜΕΝΗ




DELMIRA AGUSTINI


ΣΤΗ ΣΑΛΑ Η ΝΥΧΤΑ ΜΠΗΚΕ ΠΟΥ ’ΤΑΝ ΚΟΙΜΙΣΜΕΝΗ

Στη σάλα η νύχτα μπήκε που ’ταν κοιμισμένη –
με βήμα αργό μαζί της η σιωπή σερνόταν...
Τόσο ήσυχα ήσαν τα όνειρα, που μι’ ανοιγμένη
πληγή σαν ποταμάκι εκεί θε ν’ ακουγόταν.

Μες στις στιγμές μια λέξη ανοίκεια και πεσμένη
σαν φύλλο φθινοπωρινό κυλούσε· κι όταν
οι στοχασμοί το μετωπό μου πονεμένοι
αγγίξανε ως χεράκια δροσερά, αχ, ερχόταν

στρατός ωχρών προσώπων μυστηριωδών να
με προστατέψει εδώ. Τα μάτια σου, μια εικόνα
με δυο σπυριά από φως, ταΐζουν το σκοτάδι,

και στην ψυχή μου μέσα υπάρχει ανθοφορία
έτσι όπως με κοιτάς· στην τόσην ευφορία
το χαμηλό σου βλέμμα είναι χαλί και χάδι.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2016

ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΠΥΛΕΣ ΕΞΟΔΟΥ




OLGA OROZCO 


ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΠΥΛΕΣ ΕΞΟΔΟΥ

Με άμμους καυτές που σκαλίζουν κάποιο ψηφίο πυρός επάνω
   στον χρόνο,
μ’ έναν άγριο νόμο ζώων που φερμάρουν τον φόβο μέσ’ από
   το άντρο τους, με τον ίλιγγο που σού ’ρχεται όταν κοιτάς
   κατά πάνω,
με τον έρωτά σου που πυρπολείται εξ απίνης σαν λαμπάδα
   εν τω μέσω της νυκτός,
με θραύσματα μικρά ενός κόσμου αφιερωμένου στην ειδωλολατρία,
με τη γλκύκα που νιώθεις όταν κοιμάσαι και όλο σου το δέρμα
   σκεπάζει τα πλευρά του φόβου,
και στη σκιά της σχόλης, που άνοιγε τρυφερά-τρυφερά σαν
   ουρανίων λειμώνων βεντάλια,
μου έφτιαχνες μέρα τη μέρα τη μοναξιά ολόκληρη που τώρα ζω,
   που πάντα βιώνω.

Από εσένα είναι η μοναξιά μου εμένα φτιαγμένη.
Κι έχει τ’ όνομά σου πάνω στην πέτρινη εκδοχή της,
με μια τεταμένη σιωπή όπου και αντηχούν της κολάσεως
   οι μελωδίες σύμπασες·
βαδίζει στο πλάι μου με το ολόαδειο βήμα σου,
κι έχει, σαν κι εσένα, το βλέμμα εκείνο που με βλέπει να τραβάω
   κάθε φορά όλο και μακρύτερα,
και να φτάνω μονίμως σε κάποια λάμψη του χτες που αναλύεται
   σε δάκρυα, σε τίποτα.

Τη μοναξιά μου εσύ την άφησες απ’ έξω απ’ την πόρτα μου όπως
   θ’ άφηνες και την κληρονόμο ενός βασιλείου απ’ όπου
   κανένας δεν φεύγει και όπου ποτέ δεν επιστρέφει κανένας.
Και μεγάλωσε μόνη της,
τρώγοντας χορτάρια που φυτρώνουν στο χείλος της μνήμης
και που τις νύχτες παράγουν όποτ’ έχει καταιγίδα αντικατοπτρισμούς
   εντελώς μυστηριώδεις,
σκηνές που τις παίρνουνε οι πυρετοί και ταΐζουν τις καλύτερες
   φωτιές τους έξω στην ύπαιθρο χώρα.

Την είδα να παραμένει στις αλέες με τους μασκοφόρους που
   προσφέρουν θυσίες και ολοκαυτώματα στον έρωτα
–προσωπικότητες από μαρμαρο ανίκητο, τυφλό και ρουφηγμένο
   σαν τις αποστάσεις–,
ή να ξεδιπλώνει σ’ ένα σαλόνι εκείνη τη βροχή που πέφτει
   μαζί με τη θάλασσα,
μακριά, σε κάποιο άλλο μέρος,
όπου θα είσαι εσύ και θα γεμίζεις τη γούβα κάμποσων χρόνων
   με νερό της λήθης.
Μερικές φορές φυσάει πάνω μου μαζί με τον νοτιά
κάποιο τραγούδι δαρμένο από τις λαίλαπες που ξεσπάει ξαφνικά
   σε οιμωγή μέσα στο σπασμένο λαρύγγι της τύχης,
ή πάει μ’ ένα κομμάτι φθαρμένης ελπίδας να σβήσει
εκείνο το αντίο που ’γραψες με αίμα των ονείρων μου πάνω
   σε όλα τα τζάμια, τα κρύσταλλα
για να με πληγώνει πάντοτε οτιδήποτε κοιτάζω.

Η μοναξιά μου είναι όλο κι όλο ό,τι έχω από σένα.
Αλυχτά με τη φωνή σου παντού, σε κάθε γωνία.
Όποτε τη φωνάζω με τ’ όνομά σου
μεγαλώνει και χαίνει σαν πληγή μες στο σκοτάδι.

Κι ένα δείλι ύψωσε μπροστά μου
εκείνο το ουράνιο κύπελο που είχε χρώμα νοτισμένης λεύκας
   και απ’ όπου πίναμε τον επιούσιο της αιωνιότητας οίνο,
και το έκανε αθέλητα, ασυνείδητα, για ν’ ανοίξει τις φλέβες της,
για να γεννηθείς εσύ σα θεός μέσ’ απ’ το υπέροχο πένθος της.
Και δεν μπόρεσε να σβήσει, να πεθάνει,
και το βλέμμα της ήταν βλέμμα γυναίκας σαλεμένης, τρελής.

Τότε άνοιξε ένας τοίχος,
και μπήκες σε τούτο το δωμάτιο με μια κατοικία ολόκληρη
   δίχως εξόδους,
εκεί όπου και τώρα ακόμα κάθεσαι και με κοιτάζεις με
   μι’ άλλη μοναξιά πανομοιότυπη με τη ζωή τη δική μου.
 


Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΜΠΟΜΠ ΝΤΥΛΑΝ




ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο BOB DYLAN


DESOLATION ROW

They’re selling postcards of the hanging
They’re painting the passports brown
The beauty parlor is filled with sailors
The circus is in town
Here comes the blind commissioner
They’ve got him in a trance
One hand is tied to the tight-rope walker
The other is in his pants
And the riot squad they’re restless
They need somewhere to go
As Lady and I look out tonight
From Desolation Row

Cinderella, she seems so easy
“It takes one to know one,” she smiles
And puts her hands in her back pockets
Bette Davis style
And in comes Romeo, he’s moaning
“You Belong to Me I Believe”
And someone says, “You’re in the wrong place my friend
You better leave”
And the only sound that’s left
After the ambulances go
Is Cinderella sweeping up
On Desolation Row

Now the moon is almost hidden
The stars are beginning to hide
The fortune-telling lady
Has even taken all her things inside
All except for Cain and Abel
And the hunchback of Notre Dame
Everybody is making love
Or else expecting rain
And the Good Samaritan, he’s dressing
He’s getting ready for the show
He’s going to the carnival tonight
On Desolation Row

Now Ophelia, she’s ’neath the window
For her I feel so afraid
On her twenty-second birthday
She already is an old maid
To her, death is quite romantic
She wears an iron vest
Her profession’s her religion
Her sin is her lifelessness
And though her eyes are fixed upon
Noah’s great rainbow
She spends her time peeking
Into Desolation Row

Einstein, disguised as Robin Hood
With his memories in a trunk
Passed this way an hour ago
With his friend, a jealous monk
He looked so immaculately frightful
As he bummed a cigarette
Then he went off sniffing drainpipes
And reciting the alphabet
Now you would not think to look at him
But he was famous long ago
For playing the electric violin
On Desolation Row

Dr. Filth, he keeps his world
Inside of a leather cup
But all his sexless patients
They’re trying to blow it up
Now his nurse, some local loser
She’s in charge of the cyanide hole
And she also keeps the cards that read
“Have Mercy on His Soul”
They all play on pennywhistles
You can hear them blow
If you lean your head out far enough
From Desolation Row

Across the street they’ve nailed the curtains
They’re getting ready for the feast
The Phantom of the Opera
A perfect image of a priest
They’re spoonfeeding Casanova
To get him to feel more assured
Then they’ll kill him with self-confidence
After poisoning him with words
And the Phantom’s shouting to skinny girls
“Get Outa Here If You Don’t Know
Casanova is just being punished for going
To Desolation Row”

Now at midnight all the agents
And the superhuman crew
Come out and round up everyone
That knows more than they do
Then they bring them to the factory
Where the heart-attack machine
Is strapped across their shoulders
And then the kerosene
Is brought down from the castles
By insurance men who go
Check to see that nobody is escaping
To Desolation Row

Praise be to Nero’s Neptune
The Titanic sails at dawn
And everybody’s shouting
“Which Side Are You On?”
And Ezra Pound and T. S. Eliot
Fighting in the captain’s tower
While calypso singers laugh at them
And fishermen hold flowers
Between the windows of the sea
Where lovely mermaids flow
And nobody has to think too much
About Desolation Row

Yes, I received your letter yesterday
(About the time the doorknob broke)
When you asked how I was doing
Was that some kind of joke?
All these people that you mention
Yes, I know them, they’re quite lame
I had to rearrange their faces
And give them all another name
Right now I can’t read too good
Don’t send me no more letters, no
Not unless you mail them
From Desolation Row

Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2016

ΚΑΡΑΒΟΤΣΑΚΙΣΜΑΤΑ




ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ: ΚΑΡΑΒΟΤΣΑΚΙΣΜΑΤΑ

ΧΟΥΛΙΟ ΚΟΡΤΑΣΑΡ!




JULIO CORTÁZAR


TE AMO

Te amo por ceja, por cabello, te debato en corredores
              blanquísimos donde se juegan las fuentes de la luz,
te discuto a cada nombre, te arranco con delicadeza de cicatriz,
voy poniéndote en el pelo cenizas de relámpago y cintas
                                                          que dormían en la lluvia.
No quiero que tengas una forma, que seas precisamente
                                               lo que viene detrás de tu mano,
porque el agua, considera el agua, y los leones cuando
                                   se disuelven en el azúcar de la fábula,
y los gestos, esa arquitectura de la nada,
encendiendo sus lámparas a mitad del encuentro.
Todo mañana es la pizarra donde te invento y te dibujo,
pronto a borrarte, así no eres, ni tampoco con ese pelo
                                                                      lacio, esa sonrisa.
Busco tu suma, el borde de la copa
donde el vino es también la luna y el espejo,
busco esa línea que hace temblar a un hombre en una
                                                                    galería de museo.

Además te quiero, y hace tiempo y frío.

Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2016

ΣΤ’ ΑΡΜΑΤΑ, ΣΤ’ ΑΡΜΑΤΑ!




ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΒΟΥΝΗΣ


ΣΤ’ ΑΡΜΑΤΑ, ΣΤ’ ΑΡΜΑΤΑ

Βροντάει ο Όλυμπος, αστράφτει η Γκιώνα,
μουγκρίζουν τ’ Άγραφα, σειέται η στεριά.
Στ’ άρματα, στ’ άρματα, εμπρός στον αγώνα,
για τη χιλιάκριβη τη λευτεριά.

Ξαναζωντάνεψε τ’ αρματωλίκι,
τα μπράτσα σίδερο, φλόγα η ψυχή,
λουφάζουν έντρομοι οι ξένοι οι λύκοι
στην εκδικήτρα μας αντρίκια ορμή.

Ο Γοργοπόταμος στην Αλαμάνα
στέλνει περήφανο χαιρετισμό,
μιας ανάστασης νέας χτυπά καμπάνα,
μηνάν τα όπλα μας το λυτρωμό.

Σπάμε την άτιμη την αλυσίδα
που μας εβάραινε θανατερά,
θέλουμε λεύτερη εμείς πατρίδα
και πανανθρώπινη τη λευτεριά.

ΟΥΜΠΕΡΤΟ ΣΑΜΠΑ!




UMBERTO SABA


QUANDO IL PENSIERO DI TE MI ACCOMPAGNA

Quando il pensiero di te mi accompagna
nel buio, dove a volte dagli orrori
mi rifugio del giorno, per dolcezza
immobile mi tiene come statua.
Poi mi levo, riprendo la mia vita.
Tutto è lontano da me, giovinezza,
gloria; altra cura dagli altri mi strana.
Ma quel pensiero di te, che tu vivi,
mi consola di tutto. Oh tenerezza
immensa quasi disumana!

Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2016

LENTO




ΝΑΣΟΣ ΒΑΓΕΝΑΣ


LENTO

Τώρα οι βιολέτες δεν φουντώνουν
Μόνο τα δάχτυλα του χρόνου
άσπρα και λεπτά

ηχούν στα πλήκτρα της ψυχής σου
μια μελωδία της αβύσσου.
Δίχως αυτά

ο ήλιος θα βούλιαζε στη δύση.
ζεστή θα σε είχε προσαρτήσει
το τίποτα.



Από το βιβλίο: Νάσος Βαγενάς, «Βιογραφία – Ποιήματα 1974-2014», Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 2015, σελ. 240.


Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2016

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ, ΔΗΜΗΤΡΗ!



THE CLASH: BANKROBBER

Χρόνια πολλά και καλά και δημιουργικά, Δημητρό!

ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΩΡΑΙΑΣ ΑΓΝΩΣΤΗΣ




JUAN SÁNCHEZ PELAEZ


ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΩΡΑΙΑΣ ΑΓΝΩΣΤΗΣ

Σε όλα τα μέρη, σε όλους τους γιαλούς θά είμαι να σε περιμένω.
Θα έρχεσαι αιωνίως αλαζονική
Θα έρχεσαι, το ξέρω, δίχως νοσταλγία, δίχως την απογοήτευση
   των ετών την ανήμερη
Θα έλθει η έκλειψη, η νύχτα η πολική
Και θα έλθεις, θα σκύψεις πάνω από την τέφρα μου, πάνω από
   τις στάχτες τού δια παντός απολεσθέντος χρόνου.
Σε όλα τα μέρη, σε όλους τους γιαλούς εσύ είσαι του σύμπαντος
   χώρου η άνασσα.

Τί θα γίνω εγώ στο μέλλον; Θα πλουτίσεις λέει η νύχτα που
   όντως δεν υπάρχει.
Κάτω από τούτη την διάπυρη τροχιά πέφτουν της ηδονής
   τα λεκιασμένα ρόδα.
Το ξέρω θα ρθείς κι ας μην υπάρχεις.
Το μέλλον: ΣΑ ΛΥΚΟΣ ΠΑΓΩΜΕΝΟΣ ΜΕ ΤΟ ΖΙΠΟΥΝΙ
   ΠΟΥ ΦΟΡΑΕΙ ΘΑΛΑΣΣΙΝΗ ΚΟΠΕΛΑ.
Δεσμεύομαι να βρω τί λέει τούτο ’δώ το παιδικό αινιγματάκι.
Προβάλλουν οι φίλοι μου μεσ’ απ’ το σκοτεινό στερέωμα,
   εκείνοι
Οι φίλοι μου οι φυλακισμένοι σε κάποια αρχαία φυλακή και
   μού μιλάνε
Ματαίως το φαρί επιποθώ της θαλάσσης, του χαμόγελού σου
   το λιοτρόπι,
Το δαιμόνιο με επισκέπτεται όρθρου βαθέος, οι δε φίλοι μου
   είναι αγνοί και εντελώς ανυπεράσπιστοι.

Μπορώ ν’ ανακόψω την πορεία μου σαν φάντασμα, να ικετέψω
   τους προγόνους μου να σπεύσουν σε βοήθειά μου.
Κι ερωτώ: Μ’ εσένα, τί θα γίνει μ’ εσένα;
Θα δουλέψω κάτω απ’ το μαστίγιο του χρυσού.
Της πολικής νυχτός την εικόνα, ναι, εγώ θα την κρύψω στο τέλος.

Μα γιατί δεν έρχεσαι, γιατί μύθε μου άγρυπνε;



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


ΙΝΓΚΕΜΠΟΡΚ ΜΠΑΧΜΑΝ!




INGEBORG BACHMANN


ALLE TAGE

Der Krieg wird nicht mehr erklärt,
sondern fortgesetzt. Das Unerhörte
ist alltäglich geworden. Der Held
bleibt den Kämpfen fern. Der Schwache
ist in die Feuerzonen gerückt.
Die Uniform des Tages ist die Geduld,
die Auszeichnung der armselige Stern
der Hoffnung über dem Herzen.

Er wird verliehen,
wenn nichts mehr geschieht,
wenn das Trommelfeuer verstummt,
wenn der Feind unsichtbar geworden ist
und der Schatten ewiger Rüstung
den Himmel bedeckt.

Er wird verliehen
für die Flucht von den Fahnen,
für die Tapferkeit vor dem Freund,
für den Verrat unwürdiger Geheimnisse
und die Nichtachtung
jeglichen Befehls.