Πέμπτη 30 Απριλίου 2015

ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ




ΜΗΤΣΟΣ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ


ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ

Ένα σπιτάκι μού ’ρχεται στο νου μου κάθε βράδυ
στη γειτονιά που υψώνεται μια πληχτικιά εκκλησία,
που ζει και που ονειρεύεται με την ανησυχία
κάποιου ξενητεμένου.

Πόσο βαθιά η ανάμνηση στην ώρα τη θλιμμένη,
την ώρα που τα σύγνεφα φωτοπεριχυμένα
απ’ τα στερνά ηλιοχρώματα παν κι έρχονται στα ξένα
με τα βαριά βαπόρια.

Με τα βαπόρια που έρχονται κι αράζουν στο λιμάνι
κι απ’ την καρδιά μου κλέβουνε του γυρισμού τον πόθο
κι όταν σε λίγο φεύγουνε πάντοτ’ εγώ τα νιώθω
χωρίς εμέ να φεύγουν.

Και μέσα στην ανάμνηση, πού ’ρχεται κάθε βράδυ
του άσπρου σπιτιού που είναι κοντά στην πληχτικιά εκκλησία
ερνάει σε μιαν ατέλειωτη και θλιβερή οπτασία
όλ’ η παλιά ζωή μου.



Από το βιβλίο: Μήτσος Παπανικολάου, «Τα ποιήματα», Εκδόσεις Πρόσπερος, Αθήνα 1979, σελ. 22.


Τετάρτη 29 Απριλίου 2015

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ ΚΑΙ ΠΕΘΑΝΕ Ο ΚΑΒΑΦΗΣ (1963-1933)




ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ


ΥΠΕΡΩΚΕΑΝΕΙΟΣ ΠΛΟΥΣ
Ή ΠΛΟΥΣ ΥΠΕΡΩΚΕΑΝΕΙΟΥ

    Εις μνήμην του Κ.Π. Καβάφη
    που πήγε πέρσι για πάντα στην Ιθάκη

Από σταβέντο φάνηκε τ’ ωραίο νησί
Μα το βαπόρι μας δεν πόντισε. Θα πάμε
πολύ μακρύτερα. Γι’ αυτό μια νάρκη
χαρακτηρίζει την ώρα αυτή.

Κι όταν εξαντληθούνε τα βιβλία
Και μάθουμε τους χάρτες της πορείας·
Όταν εξαντληθούν οι ψίθυροι και το φεγγάρι
Και φτάσουμε στον τόπο της προσέγγισης
Θα κατεβούμε να χαρούμε το λιμάνι
Θα κατεβούμε ν’ αγοράσουμε gold flakes
«Και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής»
Διά την συνέχεια του πηγαιμού μας.
Κ’ ελπίζω νά ’ναι το ταξείδι μακρυνό
«Γεμάτο περιπέτειες, γεμάτο γνώσεις»
«Τώρα που μάθαμε  και μείς οι Νέες Υόρκες τί σημαίνουν».

                Αθήνα, 14/8/1934



Από το βιβλίο: Ανδρέας Εμπειρίκος, «1934, Προϊστορία ή Καταγωγή», Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2014, σελ. 116.




ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΜΑΡΙΑΝ ΦΑΙΗΘΦΟΥΛ



ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η MARIANNE FAITHFUL: AS TEARS GO BY

Τρίτη 28 Απριλίου 2015

ΦΟΒΕΡΟΣ ΚΥΡ!


ΤΑ ΛΥΡΙΚΑ ΚΛΕΙΔΙΑ ΣΕΛΑΓΙΣΜΟΣ ΤΑ ΣΤΡΕΦΕΙ




ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ


CONNAÎTRE LA JAVA GALACTIQUE

Φεγγάρι ολόγιομο σαν κατσιβέλας ντέφι
τις σκούνες και τις καραβέλες και άλλα σκάφη
εσκούνταγε στη νύχτα κι έστυβε τα στίφη
των αστεριών τυλίγοντάς τα μες στα νέφη
που ακούμπαγαν τα μέλη τους σε ουράνια εδάφη
σα μέλι η Άρκτος η Μικρά να τους τα γλείφει.

Τα λυρικά κλειδιά σελαγισμός τα στρέφει·
με γάλα του εναρμόνιου γαλαξία ετράφη
και ο κλειδαράς που σε κελύφη κλείνει τά ύφη.

Η ΔΕΥΤΕΡΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑ




W.B. YEATS


Η ΔΕΥΤΕΡΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑ

Γυρίζοντας ολοένα σε κύκλους που πλαταίνουν
Το γεράκι δεν μπορεί ν’ ακούσει πια το γερακάρη·
Τα πάντα γίνουνται κομμάτια· το κέντρο δεν αντέχει·
Ωμή αναρχία λύθηκε στην οικουμένη,
Απ’ το αίμα βουρκωμένος λύθηκε ο ποταμός, και
   παντού
Η τελετή της αθωότητας πνίγεται·
Οι καλύτεροι χωρίς πεποίθηση, ενώ οι χειρότεροι
Είναι γεμάτοι από την ένταση του πάθους.

Σίγουρα κάποια αποκάλυψη θα είναι κοντά·
Σίγουρα η Δευτέρα Παρουσία θα είναι κοντά.
Η Δευτέρα Παρουσία! Δεν πρόφταξα να σώσω αυτό
   το λόγο
Και μια μεγάλη εικόνα γέννημα του Spiritus Mundi
Θολώνει τη ματιά μου : κάπου στην άμμο της ερήμου
Μορφή με σώμα λιονταριού και το κεφάλι ανθρώπου,
Ένα άδειο βλέμμα κι αλύπητο σαν ήλιος,
Κινείται με μηρούς αργούς, καθώς τριγύρω
Στροβιλίζουνται ίσκιοι αγαναχτισμένων πουλιών.
Το σκοτάδι ξαναπέφτει· τώρα όμως ξέρω
Πώς είκοσι βασανισμένοι αιώνες πετρωμένου ύπνου
Κεντρίστηκαν από ένα λίκνο λικνισμένο κατά το βραχνά,
Και ποιο ανήμερο θεριό, μια που ήρθε τέλος η ώρα του,
Μουντά βαδίζει για να γεννηθεί προς τη Βηθλεέμ.

                    1919



Μετάφραση Γιώργος Σεφέρης.
Από το βιβλίο: «Αντιγραφές», β΄ έκδοση,  Ίκαρος, Αθήνα 1978, σελ. 11.


* * * * * 


THE SECOND COMING

Turning and turning in the widening gyre
The falcon cannot hear the falconer;
Things fall apart; the centre cannot hold;
Mere anarchy is loosed upon the world,
The blood-dimmed tide is loosed, and everywhere
The ceremony of innocence is drowned;
The best lack all conviction, while the worst
Are full of passionate intensity.

Surely some revelation is at hand;
Surely the Second Coming is at hand.
The Second Coming! Hardly are those words out
When a vast image out of Spiritus Mundi
Troubles my sight: a waste of desert sand;
A shape with lion body and the head of a man,
A gaze blank and pitiless as the sun,
Is moving its slow thighs, while all about it
Wind shadows of the indignant desert birds.

The darkness drops again but now I know
That twenty centuries of stony sleep
Were vexed to nightmare by a rocking cradle,
And what rough beast, its hour come round at last,
Slouches towards Bethlehem to be born?