Κυριακή 31 Μαΐου 2015

ΜΙΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΑΡΜΑΟΥ




O Δημήτρης Αρμάος συνομιλεί με τον Σταμάτη Μαυροειδή για το βιβλίο του «Βίαιες εντυπώσεις» και για την ποίηση. Η συνέντευξη είχε δημοσιευθεί στην εφημερίδα «Ο Δρόμος της Αριστεράς» (εδώ).

«Βρήκα ό,τι γύρευα το πιο πολύ / Θέλει παράδοση / Που όλες τις άδειές μου υπερβαίνει», γράφει ένα τρίστιχο κάπου στις μέσα σελίδες των Βίαιων Εντυπώσεων. Και στη σύνοψη που κατατίθεται, ως προλόγισμα, στο βιβλίο διαφαίνεται ένας μελαγχολικός τόνος. Αν η επισήμανση είναι ορθή, πού εντοπίζεται «το πρόβλημα», κ. Αρμάο;
Το τρίστιχο που αναφέρετε έχει να κάνει με τις αντιστάσεις που προβάλλει κάθε άνθρωπος αλλοτριωμένος, λόγω βασικών βιοτικών του επιλογών, από τη βαθιά απόλαυση της μελέτης. Τη μελαγχολία του εισαγωγικού κειμένου τη γεννούν πολλές, όπως είδατε, αντινομίες, σε επίπεδο αξιών και πραγματώσεων. Αυτό είναι, ας πούμε, «το πρόβλημα». Είναι τραυματικό να διαπιστώνεις ότι υπηρετείς μια τέχνη κοινωνικά αναποτελεσματική.

Τι εννοείτε με τη φράση ότι οι στίχοι σας «παραδίνονται όπως όλοι οι νικημένοι κατά κράτος»; Σημαίνει ότι η ποίησή δεν ευτυχεί στη συνάντησή της με το αναγνωστικό της κοινό ή κάτι περισσότερο;
Δεν αφορά μόνο στην ποίηση αυτό, και προφανώς όχι αποκλειστικά στη δική μου. Νομίζω πως έχει κιόλας επωαστεί ένας κόσμος που προβάλλει ανερυθρίαστα τις αξιώσεις του για έργα «μιας χρήσης», που δεν απαιτεί από τον εαυτό του κάτι παραπάνω από μια «θυμηδία επί τη εμφανίσει», κι αυτό ισοδυναμεί μάλλον με ήττα κάθε προηγούμενης αντίληψης για το άξιο να μας απασχολήσει, αποσπώντας μας κάπως, για λίγο ή για πολύ, από τη σπαρταριστή ζωή δίπλα μας.

Σε μια παλιότερη συζήτηση είχατε πει ότι «η λογοτεχνία δοκιμάζεται στο άκουσμα…».  Ποιος ο λόγος, λοιπόν, να προχωρήσετε σε μια συγκεντρωτική έκδοση και, μάλιστα, ιδιαίτερα φροντισμένη ως προς την τυποτεχνική της μορφή;
Είναι μια σύμβαση η τυπωμένη μορφή της ποίησης. Μια ελκυστική σύμβαση. Δεν αναθεωρώ το παραμικρό από την τοποθέτηση που μνημονεύετε. Προχώρησα στην έκδοση του βιβλίου, όμως, επειδή οι προηγούμενες δημοσιεύσεις ήταν πλέον απρόσιτες σε όσους ενδιαφέρονταν (πιεστικούς φίλους, κυρίως) κι επειδή έκρινα ότι έκλεισε ένας συγκεκριμένος ορίζοντας προβληματισμών.

Παρ’ ότι στη λεγόμενη «αγορά» δεν υπάρχει ζήτηση για ποίηση, εντούτοις παρατηρούμε μια πρωτοφανή έκρηξη του είδους, ιδιαίτερα μέσω του Διαδικτύου. Πώς εξηγείται κάτι τέτοιο;
Η λαμπρή τύχη της ποίησης στο Διαδίκτυο είναι μια παρηγοριά. Η ζήτησή της είναι περιορισμένη στις περισσότερες χώρες (όχι σε όλες), εξαιτίας των «νόμων» που δυναστεύουν το βιβλίο – ιδίως το καλό βιβλίο. Το είδος αναγνώστη που παράγουμε (και στη χώρα μας) είναι απαράσκευο απέναντι στην ποίηση και μπροστά στο απαιτητικό βιβλίο ο καταπονημένος μέσος άνθρωπος των ημερών εύλογα εμφανίζεται απρόθυμος για δαπάνες χρόνου, κόπου και χρημάτων. Αλλά οι δοκιμασίες αυξάνονται σε μια περίοδο διευρυμένης εγγραμματοσύνης. Άρα, οι εκδηλώσεις δυσανεξίας, όπως και η έκφραση ικανοποιήσεων, βρίσκουν διέξοδο και διά του λόγου, σε όλες τις μορφές του. Πράγμα, κατά την εκτίμησή μου, απειλητικό για τις εξουσιαστικές ολιγαρχίες. Κι ελπιδοφόρο.

Θεωρείτε ότι η λειτουργία της ποίησης σήμερα έχει κάποιο σοβαρό αντίκτυπο στο δημόσιο χώρο, κι αν όχι, τότε ποιος ο λόγος της δημόσιας κατάθεσής της;
Πράγματι, πιστεύω ότι η τέχνη, κι όχι μόνο η ποίηση, είναι κατά το πλείστον σήμερα κοινωνικά αποδυναμωμένη. Ξεφεύγουν κάποια είδη μουσικής, κινηματογράφου, βίντεο, γραφιστικής, φωτογραφίας κλπ. Κάποια είδη! Ίσως όχι το καλύτερο κομμάτι τους. Αλλά ο άνθρωπος αυτά τα μέσα έχει. Και δεν σταματά να ελπίζει ότι, αξιοποιώντας τα πεισμόνως, υπάρχει πιθανότητα να «κάνει πράγματα» μ’ αυτά.

Εσείς γιατί γράφετε κ. Αρμάο, ποιες είναι οι αγωνίες που θέλετε να μοιραστείτε με τους άλλους ομοτέχνους ή μη;
Αν και γνωρίζω πως το κοινό της ποίησης είναι κυρίως ποιητές, σπανίως απευθύνομαι σε ομοτέχνους. Έχω έναν συνομιλητή δίπλα μου (καμιά φορά και περισσότερους, όλους το ίδιο «επαρκείς», όσο φτάνει ο νους μου πάντα) και συνήθως συνεχίζω μια συζήτηση (σπάνια την ανοίγω) πάνω στα ηθικά ελλείμματα, το εύκολο προσπέρασμα καθόλου δεδομένων ευτυχημάτων, τον βιωματικό χρόνο, την αίσθηση της ευθύνης, τα πάθη, τους πόθους – όσα ζώνουν τους αρχαίους πυρήνες μέριμνας, ολάκερης της ανθρωπότητας.

Και κάτι τελευταίο: σ’ ένα από τα πολλά «πολιτικά» ποιήματα της συλλογής, όπου καταδικάζετε μέχρι υπερβολής κάθε μορφή βίας, ο «ακτιβιστής του ταξικού πολέμου» τοποθετείται «ανάμεσα σε αυτόχειρα και σε φονιά» και χαρακτηρίζεται ως «το ανεξέλεγκτο στα φυλλοκάρδια της χιονοστιβάδας». Είναι μια εξαίρεση αυτό;
Είναι, με μισή καρδιά. Και με την απαραίτητη προϋπόθεση της πρώτης ιδιότητας: του αυτόχειρα. Ο αφηρωισμός (εν γένει ύποπτη πρακτική) σε τέτοιες περιπτώσεις, δυστυχώς, είναι αδιανόητος χωρίς το θάνατο. Γι’ αυτό κι υπάρχει και ένα «Ελεγείο» για τον Χ. Τσουτσουβή. Η καθολική αξία που υποστηρίζεται πάντως, είδατε, είναι καταδίκη κάθε μορφής πόνου και αφαίρεσης ζωής. Από ανωριμότητα και έλλειψη συλλογικότητας δεν αξιοποιούμε τις υπάρχουσες δυνατότητες βελτίωσης της ζωής μας με μέσα ειρηνικά.

ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΔΗΜΗΤΡΗ ΑΡΜΑΟ



Σήμερα έφυγε από τη ζωή ο αδελφικός μου φίλος Δημήτρης Αρμάος, με τον οποίο συμπορευθήκαμε από το 1990 μέχρι σήμερα...



 
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΡΜΑΟΣ


ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΝ ΜΕΣΗ ΑΓΟΡΑ

Βάδιζε ως έγγιστα
Ένα-τριάντα ένα-πενήντα πάνω απ’ το έδαφος
Έπαιζε φως και σκόνη μες στα μάτια του

Η οθόνη πύκνωνε και αραίωνε

Σε αξύπνητο ύπνο εν πτήσει

Σαν το πουλί που τρέμει να κάτσει σε κλαδί

Μην κρεμαστεί
Με το κεφάλι κάτω.



Από το βιβλίο: Δημήτρης Αρμάος, «Βίαιες εντυπώσεις των ετών 1975-2007», ύψιλον/βιβλία, Αθήνα 2009, σελ. 13.

ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΑ ΚΥΘΗΡΑ


Τὸ μετάφρασμα ἀφιερώνεται στὴ μνήμη του πατέρα μου,
Δημήτρη Κεντρωτή,
τρία ἔτη ἀπὸ τὴν ἐκδημία του.

CHARLES BAUDELAIRE


ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΑ ΚΥΘΗΡΑ

Πασίχαρη ἡ καρδιά μου σὰν πουλὶ φτερούγιζε, πετοῦσε,
κι ἐλεύθερη στὰ ξάρτια ἀνάμεσα πλανάριζε, αἰωρεῖτο·
τὸ πλοῖο ἐκύλαε κάτω ἀπ᾽ τὰ παναίθρια οὐράνια, καὶ ἐκινεῖτο
σὰν ἄγγελος ποὺ μὲ τὸ φῶς τοῦ ἡλίου τὸ χρυσὸ μεθοῦσε.

Ποιό νά ᾽ν᾽ ἐκεῖνο τὸ θλιβὸ νησὶ τὸ μαῦρο; — Τὸ Τσιρίγο…
τὰ Κύθηρα, μᾶς εἶπαν· γῆ μὲ φήμη, γῆ τραγουδισμένη.
Ἄλλο Ἐλδοράδο πιὸ μπανὰλ γιὰ τοὺς νεάζοντες δὲν μένει.
Μά, ἂν δεῖτε, ἡ γῆς αὐτὴ εἶναι πάμπτωχη· τὸ χῶμα, πού ᾽χει, λίγο.

— Νησὶ ἐσύ, ὤ, τῶν τερπνῶν γιορτῶν καὶ τῆς καρδιᾶς τῶν μυστικῶν, ἡ
ἀρχαία θεὰ Ἀφροδίτη ἰσκιώνει ἐδῶ τὸ ὑπέροχό της φάσμα,
στὶς θάλασσες σὰν ἄρωμα ἀρμενίζει, σὰν αἰθέριο πλάσμα,
καὶ μ᾽ ἔρωτα καὶ λάγνος ἄφταστο τοὺς στοχασμοὺς φορτώνει.

Νησὶ τῆς πράσινης μυρτιᾶς μὲ μύρια τ᾽ ἄνθη μυρωμένα,
ὡραῖο καὶ ἀπ᾽ ὅλα τὰ ἔθνη σεβαστό, ἔκπαλαι δὲ καὶ ἐπ᾽ ἐσχάτων,
οἱ ψίθυροι, οἱ ἀναστεναγμοί, ἀπ᾽ τὰ στόματα ἕως τῶν ἐγκάτων
τὰ βάθη, θυμιάματος εἶναι κῆποι μὲ ρόδα ἀνοιγμένα

ἢ καὶ σὰν τὸ ρουκουλητὸ τῆς φάσσας, βογγερό, ἐναγώνιο!
— Τὰ Κύθηρα δὲν ἦσαν τίποτα: ἦσαν κάτι χέρσα ἐδάφη·
βραχώδης ἐρημιά. Κρωγμοὶ στριγκοὶ σὲ κόβαν σὰν ξυράφι.
Μὰ ἐγὼ σὰν νά ᾽βλεπα ἕνα πράγμα ἀλλόκοτο, μοναδικό, αἰώνιο.

Ναός, ναί, δὲν ἦταν στὸν ἰσκιότοπο κάποιου ἄλσους· ναί, δὲν ἤτα-
νε, ὄχι, ὅπου ἡ νεαρὰ ἱέρεια, ἡ φιλανθής, μὲ τ᾽ ἄνθη ἐρωτευμένη,
θὰ πήγαινε κρυφά, μὲ σῶμα φλογισμένο, ξαναμμένη,
στὶς αὖρες ν᾽ ἀφεθεῖ τὶς πλάνες μὲ μισάνοιχτην ἐσθήτα.

Μὰ νά! τὴν νῆσο παραπλέοντας, σὰν νά ᾽χαμε κολλήσει
φαινόταν στὸ γιαλό· τρομάζαν τὰ πουλιὰ μὲ τὰ πανιά μας
τὰ ὁλόλευκα· καὶ μιὰν ἀγχόνη ἀπ᾽ τὰ κλαδιὰ εἴδαμε μπροστά μας
νὰ κρέμεται καὶ νά ᾽ναι ὁλόμαυρη σὰν νά ᾽ταν κυπαρίσσι.

Ἁρπαχτικὰ ὄρνια στὸ ταΐνι τους, στοῦ δέντρου τους τὰ φύλλα,
μὲ λύσσα ξέσκιζαν τ᾽ ἀπομεινάρια κάποιου κρεμασμένου —
μαχαίρι τὰ χτυπήματα τοῦ ράμφους τους τοῦ σιχαμένου
αἷμα ἔκαναν νὰ βγεῖ ἀπ᾽ τοῦ κουφαριοῦ τὴ σκέλεθρη σαπίλα.

Τὰ μάτια του δυὸ μαῦρες τρύπες· ἡ κοιλιὰ σκαμμένη, κι εἶχε χύσει
τὸ βάρος ὅλο ἀπ᾽ τ᾽ ἄντερά του πάνω στ᾽ ἀδρανῆ μεριά του·
κι οἱ φτερωτοί του οἱ δήμιοι, σὰν βδελύγματα, ἀπ᾽ τὴ μπρὸς μεριά του
μὲ τῶν ραμφῶν τους τὶς μυτιὲς τὸν εἶχαν κιόλας εὐνουχίσει.

Κάτω ἀπ᾽ τὰ πόδια του μι᾽ ἀγέλη ἀπὸ τετράποδους δραγάτες
μ᾽ ἀνορθωμένα τὰ μουσούδια ἐκεῖ γυρόφερνε, ἀρουλιόταν·
κι ἀνάμεσά τους ἕνα κτῆνος μεγαλύτερο κουνιόταν
σὰ μπόγιας, μὲ λεφούσι ἀπὸ ἀγιουτάντες κι ἀπὸ παραστάτες.

Κυθήριε… Τσιριγώτη… γιὲ ἱλαροῦ οὐρανοῦ, πῶς σὲ σκυλεύουν!
Ἀμίλητος ὑπόμεινες τὶς προσβολές, τὶς ταπεινώσεις,
γιὰ τὶς λατρεῖες σου τὶς ἄτιμες λογαριασμὸ νὰ δώσεις
καὶ γι᾽ ἁμαρτίες, ποὺ τὸν ἐνταφιασμό σου ἀπαγορεύουν.

Τὰ πάθη σου, γελοῖε κρεμασμένε, ἄχ, εἶναι καὶ δικά μου!
Αἰστάνθηκα, παρατηρώντας τὰ αἰωρούμενά σου μέλη,
ἕνας νὰ μοῦ ἀνεβαίνει ἔμετος στὸ στόμα καὶ νὰ θέλει
νὰ βγεῖ ἔξω σὰν ποτάμι μ᾽ ὅλα τὰ παλιὰ τὰ βάσανά μου·

σ᾽ ἐσὲ τὴν ὄψη, φουκαρά, ποὺ ὡραῖο πράγμα μοῦ θυμίζει,
ἄχ, ἔνιωσα νὰ μπήγονται τὰ ράμφη ὅλα, ἔνιωσα τὶς γνάθους
τῶν αἱμοβόρων αἴλουρων καὶ τῶν κοράκων μετὰ πάθους
νὰ μοῦ μασοῦν τὶς σάρκες, κι ἡ ὄρεξή τους νὰ μὲ ξελιανίζει.

— Καθάριος ἄναβ᾽ ὁ οὐρανὸς· ἡ θάλασσά μας λάδι, κρύα.
Γιὰ μένα ὡστόσο γύρω μου ὅλα γύριζαν βαμμένα μ᾽ αἷμα,
ἀλίμονό μου! Καὶ σὰν μέσα σὲ χοντρὸ σουδάρι δέμα
εἶχε δεθεῖ ἡ καρδιά μου, ζώντας τούτη τὴν ἀλληγορία.

Τὸ μόνο πού ᾽βρα νά ᾽ν᾽ ὄρθιο στὸ νησί, Κυθέρεια, καὶ πλαντάζω
συμβολικὴ ἦταν μιὰ κρεμάλα, κι εἶχε τὴ δικιά μου εἰκόνα…
— Ἄχ, Κύριε καὶ Θεέ, δῶσ᾽ μου θάρρος, δύναμη: καὶ τοῦτα μόνα
θ᾽ ἀρκοῦν, καρδιὰ νὰ σκέφτομαι καὶ σῶμα δίχως ν᾽ ἀηδιάζω.


Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.


Η ΔΕΥΤΕΡΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑ




W.B. YEATS


Η ΔΕΥΤΕΡΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑ

Γυρίζοντας, διαγράφοντας όλο και πιο μεγάλους κύκλους
Το γεράκι δεν μπορεί ν’ ακούσει πια τον γερακάρη·
Τα πάντα διαλύονται· το κέντρο δεν κρατάει·
Ωμή αναρχία τώρα λύνεται στον κόσμο,
Απ’ το αίμα θολός λύνεται ο ποταμός, και παντού
Η τελετή της αθωότητας πνίγεται·
Οι καλύτεροι δίχως πεποίθηση, ενώ οι χειρότεροι
Ωθούνται από την ένταση του πάθους.

Σίγουρα κάποια αποκάλυψη σιμώνει·
Σίγουρα η Δευτέρα Παρουσία πλησιάζει.
Δευτέρα παρουσία! Δεν προφταίνει να βγει αυτός ο λόγος
Κι απ’ το Spiritus Mundi μια απέραντη εικόνα
Θολώνει τη ματιά μου: κάπου στην άμμο της ερήμου
Μορφή σε σώμα λέοντος και με ανθρώπου κεφαλή,
Ένα άδειο βλέμμα κι άσπλαχνο σαν ήλιος,
Σαλεύει με μηρούς αργούς, ενώ τριγύρω
Μ’ αγανάκτηση στριφογυρνούν σκιές πουλιών.
Πέφτει και πάλι το σκοτάδι· τώρα όμως ξέρω
Πως είκοσι αιώνες πετρωμένου ύπνου
Τους κέντρισ’ εφιάλτης που εκπορεύτηκε από λίκνο,
Και ποιο θεριό τραχύ –τώρα που ’φτασ’ η ώρα του–
Βαριά βαδίζει κατά τη Βηθλεέμ να γεννηθεί;



Μετάφραση: Σπύρος Ηλιόπουλος.
Από το βιβλίο: William Butler Yeats, «Μυθολογίες και οράματα», εισαγωγή – μετάφραση – σχόλια Σπύρος Ηλιόπουλος, Πλέθρον, Αθήνα 1983, σελ. 63.

Σάββατο 30 Μαΐου 2015

ΕΙΝΑΙ ΔΥΣΚΟΛΑ ΤΑ ΓΑΜΗΜΕΝΑ ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ


Είπε ο (μεταξύ πολλών άλλων και) λόγιος κ. Σταύρος Θεοδωράκης σε δημοσιογράφο:
"Η κυβέρνηση πρέπει να αλληλοπεισθεί - δεν ξέρω αν με καταλαβαίνεις..."

*****

Το μόνο που καταλαβαίνουμε, κυρ-Σταύρο, είναι ότι είναι δύσκολα τα γαμημένα τα ελληνικά.

ΚΑΙ ΠΑΝΤΟΤΕ Η ΑΥΤΗ / SEMPER EADEM




CHARLES BAUDELAIRE


ΚΑΙ ΠΑΝΤΟΤΕ Η ΑΥΤΗ /
SEMPER EADEM

«Από πού προέρχεται, για πές μου, αυτή η παράξενή σου θλίψη
που σκαρφαλώνει στον γκρεμό σαν κύμα μες στη νύχτια ασβόλη;»
– Αν να τρυγήσει εκίνησε η καρδιά και ο τρύγος έχει εκλείψει,
κακό είναι η ζωή μετά – κακό! Το μυστικό το ξέρουν όλοι:

είν’ ένας πόνος πάναπλος, χωρίς μυστήριο. Δες, καλή μου,
το πόσο μοιάζει στη χαρά σου – και όλοι σ’ είδαν νά ’χεις λάμψει.
Γι’ αυτό να πάψεις να ρωτάς, ωραία εσύ περίεργή μου!
Κι αν η φωνή σου γλυκολάμπει, να πάψει τώρα πρέπει η λάμψη!

Οπότε σώπα πια, ανίδεη ψυχή συνεπαρμένη
και στόμα παιδικό όλο γέλια! Απ’ τη Ζωή πιότερο μάς δένει
λεπτό ένα νήμα με τον Θάνατο, τον χώρο των μακάρων.

Άσ’ την καρδιά μου, ναι, άσ’ την να μεθύσει μέσα σ’ ένα ψέμα,
να βυθιστεί στα ωραία σου μάτια, σε ωραίου ονείρου ένα ρέμα,
τον ύπνο στη σκιά των αβρών σου να ευχαριστηθεί βλεφάρων!



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.