Δευτέρα 31 Μαρτίου 2014

ΑΧ, ΜΕΣΑ ΣΕ ΤΟΥΤΗ ΤΗ ΣΙΩΠΗ




ΦΟΡΟΥΓ ΦΑΡΡΟΓΖΑΝΤ (1935-1967)


[ΑΧ, ΜΕΣΑ ΣΕ ΤΟΥΤΗ ΤΗ ΣΙΩΠΗ]

Αχ, μέσα σε τούτη τη σιωπή
και με αυτήν εδώ τη διαύγεια
να γινόσουν χώμα μες στην αγκαλιά μου,
ναι, μέσα σε τούτη τη σιωπή,
και με αυτήν εδώ τη διαύγεια
μες στην αγκαλιά μου
και κάτω απ’ την ομπρέλα των μαλλιών μου,
όσο του νέου μου κορμιού το έδαφος σε πίνει
σαν βροχούλα απαλή
ή σαν χάδι της σελήνης.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΣΤΟ ΠΑΣΑΛΙΜΑΝΙ




Ανάρτησή μου στο γιουτιούμπ

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΣΤΡΑΤΟΣ ΠΑΓΙΟΥΜΤΖΗΣ


ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΣΤΟ ΠΑΣΑΛΙΜΑΝΙ

Μια νύχτα κάτω στο Πασαλιμάνι
μια νόστιμη Σμυρνιά
μικρούλα που σεκλέτι μού ’χει βάλει
και πόνο στην καρδιά.

Μου λέει: «Τρέξε στη βαρκούλα κι έλα,
σε θέλω συντροφιά,
να πάμε μια τσαρκούλα στην Καστέλα
στην όμορφη βραδιά.»

Η βάρκα θα πηγαίνει αγάλι-αγάλι
στα κύματα, γλυκά
σε πλάνο θα μας φέρει ακρογιάλι
σε μέρη μαγικά.



Στίχοι – μουσική: Βασίλης Τσιτσάνης.
Τραγούδι του 1938.

ΜΑΡΙΟ ΛΟΥΤΣΙ!




MARIO LUZI


COME TU VUOI

La tramontana screpola le argille,
stringe, assoda le terre di lavoro,
irrita l'acqua nelle conche; lascia
zappe confitte, aratri inerti
nel campo. Se qualcuno esce per legna,
o si sposta a fatica o si sofferma
rattrappito in cappucci e pellegrine,
serra i denti. Che regna nella stanza
è il silenzio del testimone muto
della neve, della pioggia, del fumo,
dell'immobilità del mutamento.

Son qui che metto pine
sul fuoco, porgo orecchio
al fremere dei vetri, non ho calma
né ansia. Tu che per lunga promessa
vieni ed occupi il posto
lasciato dalla sofferenza
non disperare o di me o di te,
fruga nelle adiacenze della casa,
cerca i battenti grigi della porta.
A poco a poco la misura è colma,
a poco a poco, a poco a poco, come
tu vuoi, la solitudine trabocca,
vieni ed entra, attingi a mani basse.

E' un giorno dell'inverno di quest'anno,
un giorno, un giorno della nostra vita.

Κυριακή 30 Μαρτίου 2014

Η ΒΡΟΧΗ




JORGE LUIS BORGES


Η ΒΡΟΧΗ

Και ξαφνικά έχει ξεβγαλθεί και αστράφτει η εσπέρα
καθώς μια λεπτολόγα πέφτει και σχολαστική
βροχή. Πέφτει ή έπεφτε, μιας κι η βροχή είναι κατιτί
που σου θυμίζει πως συνέβη μι’ άλλη μέρα.

Να πέφτει την ακούς, και σού ’ρχονται από πέρα
πανάρχαιοι καιροί, καιροί που η μοίρα η τυχηρή
στον κόσμο έν’ άνθος βρήκε νά ’χει ουσία πορφυρή:
το ρόδο, που άλικη ειμαρμένη το εκαρτέρα.

Αυτή η βροχή απ’ τα κρύσταλλα θαμπή κυλάει
και από χαρά στις φτωχογειτονιές μεθάει
στων μαύρων σταφυλιών τη βραδυνή πλεκτάνη.

Η μεσαυλή πια δεν υπάρχει. Η μουλιασμένη
εσπέρα, αχ, του πατέρα μου τη λατρεμένη
φωνή μού φέρνει, ωσάν να μην έχει πεθάνει.


Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


**************************


LA LLUVIA

Bruscamente la tarde se ha aclarado
Porque ya cae la lluvia minuciosa.
Cae o cayó. La lluvia es una cosa
Que sin duda sucede en el pasado.

Quien la oye caer ha recobrado
El tiempo en que la suerte venturosa
Le reveló una flor llamada rosa
Y el curioso color del colorado.

Esta lluvia que ciega los cristales
Alegrará en perdidos arrabales
Las negras uvas de una parra en cierto

Patio que ya no existe. La mojada
Tarde me trae la voz, la voz deseada,
De mi padre que vuelve y que no ha muerto.


ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΝΥΧΤΑ




ΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ


ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΝΥΧΤΑ

Όπου νά ’ναι θα κλείσει το στερνό παραθύρι στην άκρη της
   βροχής.
Κατακαθίζει το νερό στα σκαλοπάτια.
Τί ξένο που είναι απόψε το τσίγκινο τραπέζι κάτω απ’ τη
   μαρκίζα
γυμνό και ξεχασμένο δίχως τον ίσκιο των χεριών της.
Κανείς. Ένα δημοτικό φανάρι μουσκεύει μες στη νύστα του.

Πίσω απ’ τα σακιά με το τσιμέντο νυχτοπερπάτητο σκοτάδι
σκυφτό σκοτάδι και η σκουριά που αχνογυαλίζει στα βρεγμένα
   συρματόσκοινα.

Ώρα να πιάσει βάρδια το φεγγάρι.

Σαββατόβραδο κ’ οι ταβέρνες κλειστές
μουλιάζει ο χρόνος στο καπέλο του ζητιάνου
οι δρόμοι αποτραβιούνται σε άδειες κάμαρες
και μόνο εκεί στο μαξιλάρι μένουνε
ακόμα μένουνε τα αποχτενίδια του ύπνου της.

Μια συνοδεία νοτισμένα αστέρια έστριβε απ’ τη γωνιά της
   χαραυγής.
Απίθωσα στα χείλη της το αλάτι της αγάπης.
Ύστερα μας έπαιρνε το κύμα. Ταξιδεύαμε μαζί
σαν μια φωνή που σβήνει στο πηγάδι.

Ένα μικρό φεγγάρι σκαλωμένο μες στα σύννεφα
ένα μικρό φεγγάρι σύννεφο.

Ξύπναγε σαν φύτρωνε στην άκρη του γιαλού
ένα κοχύλι φρέσκος ήλιος.
Καλημέρα. Ένα μικρό φεγγάρι
έσβηνε στη φωνή της.

Έβλεπα τα χέρια και είταν μονάχα δυό
μέτραγα τα μάτια μου και είταν μονάχα δυό
μουλιάζουν τώρα μες στο καπέλο του ζητιάνου
μονάχα δυό.

                  1947


Από το βιβλίο: Άρης Αλεξάνδρου, «Ποιήματα (1941-1974)», Β΄ έκδοση, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1981, σελ. 28-29.

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΕΔΜΟΥΝΔΟ ΡΙΒΕΡΟ




ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο EDMUNDO RIVERO


CAMPANA DE PLATA

Campana
¡La furca y un grito!... El barrio que duerme...
Y sangra en su daga la luz de un farol...
Después tu silbido, maleva canyengue,
campana de plata del taita ladrón.

Campana de plata del taita ladrón.

Campana
Decile a esa otra —¡la guacha!— si puede
seguirte en lo oscuro como lo hago yo...
Es mi alma, malevo, la que campanea
y "¡Guarda!" —te avisa—, "¡Cuidao, corazón!"

Y "¡Guarda!" —te avisa—, "¡Cuidao, corazón!".

Campana
Malhaya la hembra que quiere robarme,
de puro envidiosa nomás, tu querer...
¡Más grandes mis besos los hizo tu daga
que puso, de un tajo, en mi boca un clavel...

Que puso, de un tajo, en su boca un clavel...

Campana
Por la flor de sangre que abrió tu cuchillo
te juro, mi vida, la vas a pagar
con penitenciaria, con celos, con muerte...
¡Que a mí el sabalaje me ha visto llorar!

¡Que a ella el sabalaje la ha visto llorar!

Campana
Campana de plata...
Por ser sangre de tu sangre
fue una campana de plata
para tí mi corazón...
Campana de plata...
¡Por esta cruz te lo jura
que sabrá hacerse pedazos
pa' cobrarse, malevo, tu traición!

¡La furca y un grito!... El barrio que duerme...
¡Y sangra en su daga la luz de un farol!...
Después tu silbido, maleva canyengue,
campana de plata del taita ladrón.
Decile a esa otra—¡la guacha!—si puede
seguirte en lo oscuro como lo hago yo...
Es mi alma, malevo, la que campanea
y "¡Guarda!” —te avisa—, "¡ Cuidao, corazón!"



Στίχοι: Samuel Linnig.
Μουσική: Carlos Vicente Geroni Flores.

ΖΑΝ ΡΙΣΠΕΝ!






JEAN RICHEPIN (1849-1926)


AMOURS FOUS

Amants, enlacez-vous d’une étreinte farouche !
Serrez, à les broyer, vos seins contre vos seins !
Comme un couple noué de serpents abyssins,
Collez-vous peau à peau, mordez-vous bouche à bouche !

Cherchez à vous manger le cœur ! Touche qui touche !
Que vos hoquets d’amour soient des glas de tocsins !
Que vos yeux, flamboyants de désirs assassins,
Fassent un chaud creuset du creux de votre couche !

Amants, abîmez-vous l’un dans l’autre ! Mêlez
Vos regards éperdus, vos crins échevelés,
Vos salives, vos pleurs, vos sueurs ! Impossible !

Vous voulez, avec deux êtres, faire un seul moi ?
Vous vous traverserez sans rencontrer la cible.
Vous vous consumerez sans vous fondre… Alors, quoi ?



Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Almudena Fernandez.

ΑΣΚΗΣΗ




ΘΕΩΝΗ ΚΟΤΙΝΗ (1967)


ΑΣΚΗΣΗ

Ξύλο εχέμυθο.
Εμπιστεύεται το χέρι σου.
Πάει μαζί με τα δάχτυλα
που ψάχνουνε πέρασμα.
Δεν αντιστέκεται.
Καλή λαβή
σαν χειραψία.
Οδηγεί
στην ατσάλινη κόψη.
Μαχαίρι ευθύβολο.
Ο κίνδυνος.
Σαν οικειότητα.



Από το βιβλίο: Θεώνη Κοτίνη, «Ωσεί κήπος», Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2014, σελ. 48.


Σάββατο 29 Μαρτίου 2014

ΜΙΚΡΗ ΠΡΑΣΙΝΗ ΘΑΛΑΣΣΑ




ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ


ΜΙΚΡΗ ΠΡΑΣΙΝΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ
Που θά ’θελα να σε υιοθετήσω
Να σε στείλω σχολείο στην Ιωνία
Να μάθεις μανταρίνι και άψινθο
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ
Στο πυργάκι του φάρου το καταμεσήμερο
Να γυρίσεις τον ήλιο και ν’ ακούσεις
Πώς η μοίρα ξεγίνεται και πώς
Από λόφο σε λόφο συνεννοούνται
Ακόμα οι μακρινοί μας συγγενείς
Που κρατούν τον αέρα σαν αγάλματα
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ
Με τον άσπρο γιακά και την κορδέλα
Να μπεις απ’ το παράθυρο στη Σμύρνη
Να μου αντιγράψεις τις αντιφεγγιές στην οροφή
Από τα Κυριελέησον και τα Δόξα σοι
Και με λίγο Βοριά λίγο Λεβάντε
Κύμα το κύμα να γυρίσεις πίσω
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ
Για να σε κοιμηθώ παράνομα
Και να βρίσκω βαθιά στην αγκαλιά σου
Κομμάτια πέτρες τα λόγια των Θεών
Κομμάτια πέτρες τ’ αποσπάσματα του Ηράκλειτου



Από τη συλλογή: «Το φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη ομορφιά» (1971).
Από το βιβλίο: Οδυσσέας Ελύτης, «Ποίηση», Ίκαρος, Αθήνα 2002, σελ. 213.


Ο ΝΟΤΟΣ




ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ


Ο ΝΟΤΟΣ
QUESTIONE MERIDIONALE
ΠΟΥ ΘΑ ’ΛΕΓΕ ΚΑΙ Ο ΓΚΡΑΜΣΙ

  Στη Φλωρεντία μια φίλη ρώτησα Ιταλίδα
ο Νότος πούθε αρχίζει. «Από τη Ρώμη κάτω
ο νότος», μού ’πε, «πέφτει – η Ρώμη μέσα! Νά το
το χώρισμα στο χάρτη...» Μού ’δειξε· δεν το είδα.
  Στη Ρώμη ρώτησα ξανά με την ελπίδα
να μάθω πού ακριβώς ο Νότος ξεκινά. «Το
λοιπόν», μου λέει ένας φίλος ιταλός, «στο πιάτο
τον έχεις, αν στην αουτοστράντα βγεις βολίδα
  για Νάπολη! Απ’ το βενζινάδικο και πέρα
τον Νότο θά ’βρεις. Τράβα!...» Βία Τολέδο· μέρα
ζεστή, γλυκιά· ρωτώ τυχαία, σα λανσελότος
  μοντέρνος, μία κυρία ευειδή αν τυχόν γνωρίζει
να με πληροφορήσει ο Νότος πούθε αρχίζει.
«Io sono il Sud!» μου λέει σεμνά: «Εγώ είμαι ο Νότος»

  Τη λέγανε Λουτσία, και –ναι– είταν τέλειο
  το πρότυπο της γυναικός. Και έως ότου
  τί γίνεται εδώ ιδώ, μ’ ένα της γέλιο
  αστράφτει εμπρός μου εκεί το φως του Νότου!

          Νάπολη, 12 Οκτωβρίου 2005



Από το βιβλίο: Γιώργος Κεντρωτής, «Με απ’ όλα μέσα», Τυπωθήτω, Αθήνα 2006, σελ. 102.

Ο ΑΛΒΕΡΤΟ ΚΟΡΤΕΣ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΜΠΟΡΧΕΣ




Ο ALBERTO CORTEZ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΜΠΟΡΧΕΣ 


LA LLUVIA

Bruscamente la tarde se ha aclarado
Porque ya cae la lluvia minuciosa.
Cae o cayó. La lluvia es una cosa
Que sin duda sucede en el pasado.

Quien la oye caer ha recobrado
El tiempo en que la suerte venturosa
Le reveló una flor llamada rosa
Y el curioso color del colorado.

Esta lluvia que ciega los cristales
Alegrará en perdidos arrabales
Las negras uvas de una parra en cierto

Patio que ya no existe. La mojada
Tarde me trae la voz, la voz deseada,
De mi padre que vuelve y que no ha muerto.

ΠΑΟΛΑ ΜΑΛΑΒΑΖΙ!


PAOLA MALAVASI


COSE PICCOLE

Nel novero delle cose piccole
metterei la piantina che ho comprato al mercato.
Estati che valgono una vita e torte di compleanno tonde
come la solitudine.
Nel novero dei minimi particolari
ci sono la foglia che è spuntata ieri e il momento in cui
dalle mie mani e dal forno elettrico
lievitarono un profumo di mollica e la crosta del pane.
Le radici rinnegate, gli orchestrali piumati
che danno la sveglia al mattino
e aumentano via via che cresce la quercia.
Poi l’albero delle albicocche, quando a giugno
si macchia di frutta e non sai perché.
La consolante disperazione, non l’indifferenza.
L’alfabeto del dolore, imparato con lezioni private memorabili.
Nel novero delle cose piccole
c’è questa vita di assolo, allegretti, foglie che si aprono sempre,
farina che resuscita senza miracolo, e polvere era.
Segni scompaginati dal vento.
Però con un senso del ritmo e forse anche del metro.

ΛΕΥΚΟΣ ΙΠΠΟΣ




ΤΑΣΟΣ ΔΕΝΕΓΡΗΣ


ΛΕΥΚΟΣ ΙΠΠΟΣ

Οι καλπασμοί σπαθιών αιχμές
Απ’ του εδάφους τις σχισμές
Διάχυτος βόγκος στον αέρα
Μετράει το φως κλείνει τη μέρα
Οι άγκυρες του πληγωμένου σκάφους
Ίδιοι σταυροί πάνω στους τάφους

Απρίλης 1953


Από το βιβλίο, Τάσος Δενέγρης, «Ακαριαία», ύψιλον / βιβλία. Αθήνα 1985, σελ. 15.

ΜΑΞ ΖΑΚΟΜΠ!




MAX JACOB


POÈME

Quand le bateau fut arrivé aux îles de l'Océan Indien, on s'aperçut qu'on n'avait pas de cartes. Il fallut descendre. Ce fut alors qu'on connut qui était à bord: il y avait cet homme sanguinaire qui donne du tabac à sa femme et le lui reprend. Les îles étaient semées partout. En haut de la falaise, on aperçut à de petits nègres avec des chapeaux melon: "Ils auront peut-être des cartes." Nous prîmes le chemin de la falaise: c'était une échelle de corde; le long de l'échelle, il y avait peut-être des cartes! des cartes même japonaises! Nous montions toujours. Enfin, quand il n'y eut plus d'échelons (des cancres en ivoire quelque part), il fallut monter avec les poignets. Mon frère l'Africain s'en acquitta très bien, quant à moi, je découvris des échelons où il n'y en avait pas. Arrivés en haut, nous sommes sur un mur; mon frère saute. Moi, je suis à la fenêtre! Jamais je ne pourrai me décider à sauter: c'est un mur de planches rouges. "Fais le tour", me crie mon frère l'Africain. Il n'y a plus ni étages, ni passagers, ni bateau, ni petit nègre: il y a le tour qu'il faut faire. Quel tour! c'est décourageant.


Το υλικό της άνάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Brandy Melville.

Παρασκευή 28 Μαρτίου 2014

ΤΟ ΔΙΑΖΕΥΚΤΙΚΟΝ «Ή»




ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ


ΤΟ ΔΙΑΖΕΥΚΤΙΚΟΝ «Ή»

     ...ο δ’ έβραχε χάλκεος Άρης,
     οσσόν τα’ εννεάχιλοι επίαχον ή δεκάχιλοι
     ανέρες εν πολέμω...
          Ιλιάδα, Ε 859-861

Όταν το δόρυ του Διομήδη, οδηγημένο απ’ της θεάς το χέρι,
μπήχτηκε στα πλευρά τ’ άγριου θεού, του κρανοφόρου, ο Άρης τότε
τέτοια βρυχήθηκε ιαχή που κατατρόμαξαν Αχαιοί και Τρώες,
γιατί ’ταν (λέει ο Ποιητής) σάμπως ν’ αλάλαζαν εννέα ή δέκα
χιλιάδες πολεμόχαροι πολεμιστές μαζί.
               Ω, αυτό το «ή» –
έκφραση περιπαιχτικής και ευγενικής ταυτόχρονα ακριβολογίας,
αμφίθυμο χαμόγελο μιας αμετάδοτης και αμέτοχης σοφίας
που στρέφει σκωπτικά προς τον εαυτό της και τους άλλους
γνωρίζοντας καλά πως ακατόρθωτη είναι
η ακρίβεια, πως ακρίβεια δεν υπάρχει, (γι’ αυτό κι ασυχώρετο
το ύφος το πομπικό της βεβαιότητας, – ο θεός να μας φυλάει).
«Ή», διαζευκτικό, σεμνή συνέπεια στο μυστήριο της αοριστίας,
βαθιά ανταπόκριση στην πολλαπλότητα ουσιών και φαινομένων,
μ’ εσένανε βολεύουμε κι εμείς τις δυσκολίες του βίου και του ονείρου,
τις τόσες αποχρώσεις και εκδοχές του μαύρου έως το αόρατο άσπρο.

                Καρλόβασι, 18.VΙ.69


Από την ποιητική συλλογή: «Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα» (1972).
Από το βιβλίο: Γιάννης Ρίτσος, «Ποιήματα», τ. Ι, Κέδρος, Αθήνα 1989, σελ. 94.




ΕΩΣ ΟΤΟΥ ΟΛΑ ΝΑ ΣΒΗΣΟΥΝ




ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΗΛΙΑΣ (1982)


ΕΩΣ ΟΤΟΥ ΟΛΑ ΝΑ ΣΒΗΣΟΥΝ

Διότι πάλι δεν θά ’μια
στις λεύκες το άφθαρτο ασήμι,
χυμένη γύρη στο λεπτό δάκρυ της μέρας.
Δεν θά ’μαι του δειλινού η αγκαλιά,
η αυλή στο ξέπλυμα της σκόνης,
τα χέρια μου που ξύπναγαν τις ρίζες να χορεύουν.

Να μεγαλώνει πρέπει η χαρά των άλλων,
να μεγαλώνει η χαρά μου ωσότου
φτάσει το γέλιο ως τη νύχτα της μητέρας
και στο σκοτάδι η ανάσα μου επιστρέψει
άγγιγμα των χεριών της.

Διότι πάλι δεν θά ’μια λάμψη χάδι των νερών
ρήγμα στο σώμα κι απροσδόκητη φωνή,
ο ήχος, η απόκρισή του.
Δεν θά ’μια η αόρατη σκέπη του ύπνου
στα μαύρα πέταλα το βράδυ, η τρυφερή ματιά
κισσός στα χέρια, στον λαιμό
της πιο λευκής ημέρας.

Να μεγαλώνει πρέπει η χαρά των άλλων,
να μεγαλώνει η χαρά μου ωσότου
ανοίξω χώρο μες στην νύχτα και για μένα
κι ο ίσκιος που στο φως τώρα με βρέχει
γίνει παιχνίδι σε καμένο μεσημέρι.



Από το βιβλίο: Αλέξανδρος Μηλιάς, «Στην αψίδα των νεκρών θριάμβων», Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2014, σελ. 9.


ΓΚΥΝΤΕΡ ΒΑΪΖΕΝΜΠΟΡΝ!




GÜNTHER WEISENBORN (1902-1969)


AHNUNG

Wer am Tisch sitzt und ißt,
hört schon vor der Tür
die Schritte derer,
die ihn hinaustragen werden.

Der die Lampe andreht, weiß,
seine Hand wird kalt
wie die Klinke sein,
eh der Nächste die Lampe ausdreht

Wer sich früh anzieht,
ahnt, daß er Ostern
mit diesem Anzug
unter der Wiese liegt.

Wer den Wein trinkt, weiß,
dieser Rausch wird
sein Hirn nicht mehr erreichen,
sondern auslaufen wie ein Ei.

Leicht ist der Schrei
der eiligen Schwalben.
Sie sind rasch , aber rascher
als sie ist das Ende.

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΜΑΡΙΟ ΛΑΤΙΛΛΑ




ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο MARIO LATILLA


TANGO DI MARILÙ

Quando al mattino ti vedo affacciar,
con i tuoi riccioli d'oro
tutta la notte sei stata a danzar
io vado invece al lavoro!
Tu mi sorridi e mi tenti, perché ...
Cosa ti importa di me?

Marilù, Marilù,
non è amore l'amor che vuoi tu!
Marilù, Marilù,
tu non sai che cos'è la virtù.
Eri un fiore che fu profumato,
ma il profumo a ciascuno l'hai dato.
Marilù, Marilù,
all'amor non pensiamoci più!

So che conosci eleganti signor,
che i baci pagano in oro...
Io non conosco che il rude lavor,
quello è il mio solo tesoro!
Vorrei una donna, ma non come te!
La voglio tutta per me!

Marilù, Marilù,
non è amore l'amor che vuoi tu.
Marilù, Marilù,
col denaro tentarmi vuoi tu.
Vuoi pagarti un capriccio d'amore.
ma il denar non compra il mio onore.
Marilù, Marilù,
all'onore ci tengo di più!

ΘΥΕΛΛΑ




ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΑΡΣΕΝΙΟΥ


ΘΥΕΛΛΑ

Ακρωτήρι.
Πετάγεται ένας ακέφαλος
πατά το μπουτόν και σερβίρει
γελάει με τα χέρια και πόδια του
φυσάει με τον αφαλό του.
Τί αέρας.

Το χαλάζι έχει περάσει στο σπίτι.
Στερεώνεται σαν ύλη μέλισσας
οργανικό και γλυκερό.
Το μαζεύει με το πόδι η βικτοριανή υποψήφια
ξέρει να φυλά μυστικά.
Ο τόπος σκουρόχρωμος σαν τη βασίλισσα
τα λαμπρά εκείνα χαρτιά.



Από το βιβλίο: Ελισάβετ Αρσενίου, «Χιλιάδα», Τυπωθήτω, Αθήνα 2011, σελ. 41.


Πέμπτη 27 Μαρτίου 2014

ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΛΑΚΗ ΠΑΠΠΑ





ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΛΑΚΗΣ ΠΑΠΠΑΣ


ΕΚΤΟΡΑΣ ΚΑΙ ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ

Από το Τρωικό κάστρο η Ανδρομάχη
στον Έκτορα που κίναε για τη μάχη
φώναξε με φωνή φαρμακωμένη:
«Στρατιώτη μου, τη μάχη θα κερδίσει,
όποιος πολύ το λαχταρά να ζήσει.
Όποιος στη μάχη πάει για να πεθάνει,
στρατιώτη μου για πόλεμο δεν κάνει»

Έτσι κι εμένα η κόρη του Γαβρίλη
σαν έφευγα στις 20 τ' Απρίλη
μου φώναξε ψηλά από το μπαλκόνι:
«Στρατιώτη αν θες τη μάχη να κερδίσεις,
μια κοπελίτσα κοίτα ν' αγαπήσεις.
Όποιος το γυρισμό του όρκο δεν κάνει,
στρατιώτη μου, τον πόλεμο το χάνει»



Στίχοι: Ιάκωβος Καμπανέλλης.
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις.

ΑΝΤΙΟ




ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ


ΑΝΤΙΟ

Κάποτε μια νύχτα θ’ ανοίξω τα μεγάλα κλειδιά των τραίνων για να περάσουν οι παλιές μέρες
οι κλειδούχοι θά ’χουν πεθάνει, στις ράγιες θα φυτρώνουν μαργαρίτες απ’ τα παιδικά μας πρωινά
κανείς δεν έμαθε ποτέ πως έζησα, κουρασμένος από τους τόσους χειμώνες
τόσα τραίνα που δεν σταμάτησαν πουθενά, τόσα λόγια που δεν ειπώθηκαν,
οι σάλπιγγες βράχνιασαν, τις θάψαμε στο χιόνι
που είμαι; γιατί δεν παίρνω απάντηση στα γράμματά μου;
κι αν νικηθήκαμε δεν ήταν απ’ την τύχη ή τις αντιξοότητες, αλλά απ’ αυτό το πάθος μας για κάτι πιο μακρινό
κι ο αγέρας που κλείνει απότομα τις πόρτες και μένουμε πάντοτε έξω
όπως απόψε σε τούτο το ερημικό τοπίο που παίζω την τυφλόμυγα με τους νεκρούς μου φίλους.

Όλα τελειώνουν κάποτε. Λοιπόν, αντίο! Τα πιο ωραία ποιήματα δεν θα γραφτούν ποτέ….



Από την ποιητική συλλογή: «βιολέτες για μια εποχή» (1985).
Από το βιβλίο: Τάσος Λειβαδίτης, «Ποίηση», τόμος τρίτος, Κέδρος, Αθήνα 1988, σελ. 255.

ΠΡΙΝ ΑΠ’ ΤΗ ΘΕΡΙΝΗ ΒΡΟΧΗ




RAINER MARIA RILKE


ΠΡΙΝ ΑΠ’ ΤΗ ΘΕΡΙΝΗ ΒΡΟΧΗ

Άξαφνα, απ’ όλο το πράσινο, στο πάρκο,
δεν ξέρεις τί, ένα Κάτι τι, έχει ξεχωρίσει·
να έρχεται, νιώθεις, πιο κοντά στα παραθύρια
κι’ άφωνο νά ’ναι. Θερμό και δυνατό μονάχα

το φλάουτο της βροχής ηχεί μέσα απ’ τους κλάδους
και σε κάποιον Ιερώνυμο πηγαίνει ο νους σου:
μιά μοναξιά, μιά ευλάβεια, τόσον αναβρύζει
απ’ τη φωνήν αυτή, που από τη μπόρα

θα εισακουστεί. Της κάμαρας οι τοίχοι
μακρυά μας, με τα κάντρα, τραβηχτήκαν,
σαν να μην έπρεπε ν’ ακούν ό,τι εμείς λέμε.

Τα ξέθωρα ταπέτα, τότε, καθρεφτίζουν
το φως το αμφίβολο των απογευμάτων
εκείνων που, παιδιά, μας εφόβιζαν.



Μετάφραση: Άρης Δικταίος.
Από το βιβλίο: Ράινερ Μαρία Ρίλκε, «Εκλογή από το ποιητικό του έργο», μετάφραση Άρης Δικταίος, Κάδμος, Αθήνα 1957, σελ. 101.


*************


VOR DEM SOMMERRREGEN

Auf einmal ist aus allem Grün im Park
man weiß nicht was, ein Etwas, fortgenommen;
man fühlt ihn näher an die Fenster kommen
und schweigsam sein. Inständig nur und stark

ertönt aus dem Gehölz der Regenpfeifer,
man denkt an einen Hieronymus:
so sehr steigt irgend Einsamkeit und Eifer
aus dieser einen Stimme, die der Guß

erhören wird. Des Saales Wände sind
mit ihren Bildern von uns fortgetreten, a
ls dürften sie nicht hören was wir sagen.

Es spiegeln die verblichenen Tapeten
das ungewisse Licht von Nachmittagen,
in denen man sich fürchtete als Kind.