Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2014

ΟΙ ΤΑΦΟΙ ΤΩΝ ΠΡΟΓΟΝΩΝ ΜΑΣ




ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ


ΟΙ ΤΑΦΟΙ ΤΩΝ ΠΡΟΓΟΝΩΝ ΜΑΣ

Έπρεπε να φυλάμε τους νεκρούς μας και τη δύναμή τους μήπως
   καμμιάν ώρα
οι αντίπαλοί μας τους ξεθάψουν και τους πάρουν μαζί τους. Και,
   τότε,
χωρίς τη δική τους προστασία, διπλά θα κινδυνεύαμε. Πώς πια
   θα ζούσαμε
χωρίς τα σπίτια, τα έπιπλά μας, τα χωράφια μας, χωρίς,
   προπάντων,
τους τάφους των προγόνων μας, πολεμιστών ή σοφών; Ας
   θυμηθούμε
πώς οι Σπαρτιάτες κλέψανε τα οστά του Ορέστη απ’ την Τεγέα.
   Θά ’πρεπε
ποτέ οι εχθροί μας να μην ξέρουν πού τους έχουμε θαμμένους.
   Όμως,
πώς θα μπορούσαμε ποτέ να ξέρουμε ποιοί ’ναι οι εχθροί μας
ή πότε κι από πού θα εμφανιστούν; Όχι, λοιπόν, μεγαλόπρεπα
   μνήματα,
όχι φανταχτερά στολίδια – αυτά κινούν την προσοχή και το φθόνο.
   Οι νεκροί μας
δεν τά ’χουν διόλου ανάγκη, – ολιγαρκείς, σεμνοί κι αμίλητοι
   τώρα,
αδιαφορούν για το υδρομέλι, τ’ αναθήματα, τις μάταιες δόξες.
   Κάλλιο
μιά σκέτη πέτρα και μιά γλάστρα γεράνια, μυστικό σημάδι,
ή και καθόλου. Σαν πιο σίγουρο, ναν τους κρατούμε εντός μας,
   αν μπορούμε,
κι ακόμη πιο καλά μήτε κι εμείς να μη γνωρίζουμε πού κείνται.
Έτσι που γίνανε τα πράγματα στα χρόνια μας –ποιός ξέρει–
μπορεί κι οι ίδιοι εμείς ναν τους ξεθάβαμε, ναν τους πετούσαμε
   μια μέρα.

                Λέρος 20.ΙΙΙ.68



Από την ποιητική συλλογή: «Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα» (1972).
Από το βιβλίο: Γιάννης Ρίτσος, «Ποιήματα», τ. Ι, Κέδρος, Αθήνα 1989, σελ. 39.

ΘΑ ΣΕ ΠΑΙΔΕΨΩ




ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ: ΘΑ ΣΕ ΠΑΙΔΕΨΩ

ΨΥΧΡΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ




ΤΑΣΟΣ ΔΕΝΕΓΡΗΣ


ΨΥΧΡΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

Κλείστε τα φώτα
Σφαλίστε την πόρτα
Κλειστά τα παράθυρα
Κι ανοίχτε το ραδιόφωνο που παίζει εμβατήρια.

Φέρτε τους τοίχους και βάλτε κρέπια
Μαζέψτε ψωμιά και κάντε παξιμάδια
Χοντρέμποροι συνάξανε τα λάδια
Εμείς θα φάμε ψάρια με τα λέπια.

Νοέμβρης 1952


Από το βιβλίο, Τάσος Δενέγρης, «Ακαριαία», ύψιλον / βιβλία. Αθήνα 1985, σελ. 13.

Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014

ΝΕΡΑ ΚΑΘΑΡΙΑ ΚΑΙ ΓΛΥΚΑ, ΔΡΟΣΑΤΑ




FRANCESCO PETRARCA


ΝΕΡΑ ΚΑΘΑΡΙΑ ΚΑΙ ΓΛΥΚΑ, ΔΡΟΣΑΤΑ

Νερά καθάρια και γλυκά, δροσάτα,
όπου έβαζε το ωραίο βάζο
του αβρού κορμιού της η Μαδόννα, την τερπνή της φύση·
κι εσύ, χλωρό κλαδάκι που σ’ εκράτα
(σ’ αναθυμούμαι και όλο αναστενάζω)
του δέντρου, στον κορμό του που ’χε ολόκορμη ακουμπήσει,,
ενώ είχαν άνθη και βλαστοί κοσμήσει
με χάρη την εσθήτα της, και φράξει
τον δρόμο για το αγγελικό της στήθος·
κι εσύ αέρα ιερέ, γαλήνιε, που συνήθως
απ’ τ’ όμορφό της βλέμμα έπνεες του Έρωτα την τάξη:
γι’ ακούστ’ εδώ όλοι εσείς μαζί τί λένε
τα πονεμένα λόγια μου που ’ναι φωτιές και καίνε.

Αν έτσι μού ’χει προοριστεί η ειμαρμένη
(και αν για τον Ουρανό είναι δεδομένο)
τα μάτια τούτα ’δώ, που κλαίνε, ο Έρως ναν τα κλείσει,
τί βγαίνει, αν θα θωρεί κανείς τί μένει
απ’ το κορμί μου που ’ν’ εδώ θαμμένο,
ενώ η γυμνή ψυχή μου σπίτι θέλει να γυρίσει:
στον ουρανό! Κι ο θάνατός μου λύση
δεν θά ’τανε σκληρή, αν είχα ελπίδα
τη ζοφερή να διάβαινα τη στράτα·
αν και κατάκοπος ο νους, θα επάτα
τον δρόμο που με φέρνει πίσω στη γλυκιά πατρίδα:
λιμάνι απάνεμο ή ήσυχο χαντάκι,
οστά και σάρκα να γδυθώ, των πόνων μου τα ράκη.

Ο χρόνος ίσως έλθει, και ίσως γυρίσει
τ’ ανήμερο θεριό μ’ ευγενικό αέρα
στον θώκο του οίκτου, σε συνήθειες του παλιές και πάλι·
εκεί ίσως τότε θα μ’ αναζητήσει
σαν ’κείνη την ευλογημένη μέρα
που με τον πόθο της ματιάς της με είχε περιβάλει –
και (ω οίκτε, ω σπλάχνος!) ας μην αμφιβάλλει
εγώ πως είμαι αυτός που εγίνη χώμα
και σκόνη. Τότε ο Έρωτας θα κάνει
τον στόνο βάλσαμο να με γλυκάνει
και χάρη να μου δώσει μες στο ουράνιο της το στόμα,
και η μοίρα μου θ’ αλλάξει. Ω, πόσο θέλω
τα μάτια να σφουγγίζει να τη δω στ’ ωραίο της βέλο!

Από τα θαλερά κλαράκια σμήνη
ανθέων πέταγαν και πέφταν κάτω –
ω, τα θυμάμαι (σα βροχή!) μπροστά από τη θωριά της·
μα εκείνη ατάραχη είχε απομείνει,
σεμνή και μεγαλόπρεπη, στον πάτο
του φάσματος, ντυμένη τη νεφέλη του έρωτά της·
ανθάκια πλήθος ραίναν την ποδιά της
κι ανθάκια πλήθος την ξανθή της κόμη,
πες πέρλες... πες αμάλαγο χρυσάφι
στις λάμψεις μέσα βλέπω να τη βάφει·
φως έπεφτε στο χώμα, φως στα κύματα, κι ακόμη
φως άναβε ιλαρές τις γάζες του αέρος
σαν νά ’θελε να πει: «Εδώ ηγεμονεύει ο Έρως»!

Ξεμέτραγα όλο εδώ την ομορφιά της
και αμέτρητες φορές με τρόμο είπα:
«Του Παραδείσου η κόρη ετούτη γέννημα είναι τέλειο»!
Η στάση της και τ’ αναρρίγματά της
και η θεία της ειδή στο μάτι εχτύπα
αμέσως: η όψη, οι λέξεις, το χρυσό της χαμογέλιο.
Και ως δούλευαν στης λήθης την κυψέλη ο
καημός και ο πόθος, πώς μετά να φτιάσω
το αληθινό της είδωλο;! Και, ωιμένα,
λογάριαζα τον ουρανό για μένα
πατρίδα νά ’ναι και νοιαζόμουν πώς εκεί θα φτάσω!
Η χλόη – η βλάστηση χαρά μού δίνει·
στα χόρτα και στα δέντρα μόνο βρίσκω εγώ γαλήνη.

Τα κάλλη αν είχες που κατάστρωνα για σένα, ωδή μου,
με τόλμη θά ’βγαινες να πας σε τόπους
καλούς, τα δάση αφήνοντας, για νά ’βρεις τους ανθρώπους.


Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΝΟΥΟΒΑ ΚΟΜΠΑΝΙΑ ΝΤΙ ΚΑΝΤΟ ΠΟΠΟΛΑΡΕ




NUOVA COMPAGNIA DI CANTO POPOLARE

QUANDO FERNESCE ’A GUERRA E VENE ’O SOLE

Quando fernesce 'a guerra e vene 'o sole
vurria turnare a cammenare,
pe' chella strada a me cchiù cara
addò lu viento accarezz' 'o mare.
Ma nun è 'o vero me l'hanno ritto ca nun è 'o vero
si me n'addono, vurria durmire n'ata vota
e po' nun me scetare cchiù...
Nè chi vò, chi vò stu suonno nè chi vò?
Nè chi vò, chi vò cantare nè chi vò?
Comm' 'a viento de lu mare vene pe' te fa' sunnare,
tras' 'a dinto e nun te lassa cchiù...
Guerra tu sì busciarda, sì mariola,
te sì arrubbato 'nu piezz' 'e core,
te sì pigliata la fantasia,
se n'è fujuta 'sta vita mia...
E 'sta canzone ca je te canto è comm' 'a musica ca nun sona
ma se la voce mia va bbona i' canto e nun fernesco cchiù...
Nè chi vò, chi vò stu suonno nè chi vò?
Nè chi vò, chi vò cantare nè chi vò?
Comm' 'a viento de lu mare vene pe' te fa' sunnare
tras' 'a dint' e nun te lassa cchiù...

ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΗ ΝΥΧΤΑ




 ΣΠΥΡΟΣ ΤΣΑΚΝΙΑΣ


ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΗ ΝΥΧΤΑ

Εσύ τώρα πια δεν φοβάσαι
τις αλλαγές τις μεταπτώσεις
δεν σε τρομάζει τ’ ανεξιχνίαστο παρελθόν
η νάρκη του παγωμένου αγγέλου
που σβήνει καθώς η σβησμένη φωτιά
ανίκανη να ζεστάνει τα φτερά του
τον τυλίγει με τα νυσταγμένα βλέμματα της
εσύ
βολεμένος στη σοφίτα μιάς ξεχασμένης ιστορίας
προφυλαγμένος απ’ τους ανεμοστρόβιλους των ονείρων
αρκείσαι στη γλύκα μιας μακρινής μουσικής
που μπαίνει απ’ το φεγγίτη με τη μυρουδιά των ξινόμηλων
σαν τρυφερή δυστυχία που διώχνει τον πόνο
σαν εξημερωμένο αερικό
που τρίβεται στα κρύα πόδια σου
μ’ εμπιστοσύνη.



Από το βιβλίο: Σπύρος Τσακνιάς, «Τα ποιήματα, 1952-1992), Στιγμή, Αθήνα 2000, σελ. 319.

ΑΛΦΡΕ ΖΑΡΡΥ!




ALFRED JARRY


LE BAIN DU ROI

Rampant d'argent sur champ de sinople, dragon
Fluide, au soleil de la Vistule se boursoufle.
Or le roi de Pologne, ancien roi d'Aragon,
Se hâte vers son bain, très nu, puissant maroufle.

Les pairs étaient douzaine: il est sans parangon.
Son lard tremble à sa marche et la terre à son souffle;
Pour chacun de ses pas son orteil patagon
Lui taille au creux du sable une neuve pantoufle.

Et couvert de son ventre ainsi que d'un écu
Il va. La redondance illustre de son cul
Affirme insuffisant le caleçon vulgaire

Où sont portraicturés en or, au naturel,
Par derrière, un Peau-Rouge au sentier de la guerre
Sur son cheval, et par devant, la Tour Eiffel.

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΡΕΝΤΖΟ ΜΟΡΙ




ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο RENZO MORI


O BELLA BIONDA

Non c'è per sognare,
che un cantuccio in riva al mare:
"mira-mira-mi
"mira-mira-mar
"mira-mira-su
"mira-mira-giù
così ch'io ti possa baciar!
Con te voglio andare
sotto un cielo trapunto d'or:
"mira-mira-mi
"mira-mira-mar
"mira-mira-su
"mira-mira-giù
mentre forte ti stringo sul cuor.

(ritornello)
Oh! Com'è bello andar,
laggiù in riva al mar,
o bella bionda,
o bella bionda,
sei come l'onda
l'onda azzurrina del mar.
Tu mi trascini,
tu già indovini,
che questa è l'ora d'amar!
Oh! Com'è bello andar,
laggiù in riva al mar,
o bella bionda,
dalla rotonda
guardiamo l'onda
che fa la ronda sul mar.

Sei tu quella stella,
che la sera si specchia in mar:
"mira-mira-mi
"mira-mira-mar
"mira-mira-su
"mira-mira-giù
ma tu brilli ancora di più.
Laggiù, già ci aspetta
la barchetta del nostro amor
"mira-mira-mi
"mira-mira-mar
"mira-mira-su
"mira-mira-giù
l'onda canta e sospira il mio cuor.

Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2014

ΓΕΛΑΣ, ΒΡΕ ΚΕΡΑΤΑ ΦΙΛΟΣΟΦΕ;





FRANCISCO DE QUEVEDO


ΓΕΛΑΣ, ΒΡΕ ΚΕΡΑΤΑ ΦΙΛΟΣΟΦΕ;
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΥΠΑΙΝΙΣΣΕΤΑΙ ΜΕ ΚΟΜΨΟΤΗΤΑ ΟΤΙ ΤΟΥΤΗΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΟΙ ΔΥΣΤΥΧΙΕΣ ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΙ ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ’ΝΑΙ ΚΙΝΗΤΡΟ ΘΡΗΝΟΥ ΜΑ ΚΑΙ ΧΑΡΑΣ ΣΥΝΑΜΑ

Γιατί γελάς, φιλόσοφε και κερατά στη σκέψη;
Γιατί θρηνείς, φιλόσοφε, και αφήνεσαι να πέφτεις;
Μα μόνος σου δεν τό ’φτιαξες που πήγες κι επαντρεύτης
σαν τ’ άλλο παλιοτόμαρο που ’χει απ’ τα χτες χηρέψει;

Ποιά θλίψη σου γεννούν, αν τά ’χεις μόνος σου γυρέψει,
γαργαλητά και στραβομουτσουνιάσματα; Κι αν κλέφτης
ή ψεύτης είσαι, μήτε θρήνος μήτε γέλιο! Εσκέφτης
το καπηλειό μην έχει δόξα, και όχι ο νους σου δρέψει;

Μα για να μην κουράζεσαι, μα και για να μην τρέχεις
με μύθους τρομερούς και συμβουλές μπαγιατεμένες,
μα κι ούτε με συλλυπητήρια, που εσύ δεν τα αντέχεις,

του κόσμου τις απόψεις έχε τες συγχωρημένες:
οι γνώμες σαν τις αλεπούδες είναι! – Όπως κατέχεις,
χαρούμενες τις βλέπει ο ένας, και ο άλλος λυπημένες.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

ΡΕΝΕ ΣΑΡ!





RENÉ CHAR


FRAGMENT « 128 » DES FEUILLETS D’HYPNOS, 1943-1944

Le boulanger n’avait pas encore dégrafé les rideaux de fer de sa boutique que déjà le village était assiégé, bâillonné, hypnotisé, mis dans l’impossibilité de bouger. Deux compagnies de S.S. et un détachement de miliciens le tenaient sous la gueule de leurs mitrailleuses et de leurs mortiers. Alors commença l’épreuve.

Les habitants furent jetés hors des maisons et sommés de se rassembler sur la place centrale. Les clés sur les portes. Un vieux, dur d’oreille, qui ne tenait pas compte assez vite de l’ordre, vit les quatre murs et le toit de sa grange voler en morceaux sous l’effet d’une bombe. Depuis quatre heures j’étais éveillé. Marcelle était venue à mon volet me chuchoter l’alerte. J’avais reconnu immédiatement l’inutilité d’essayer de franchir le cordon de surveillance et de gagner la campagne.
Je changeai rapidement de logis. La maison inhabitée où je me réfugiai autorisait, à toute extrémité, une résistance armée efficace. Je pouvais suivre de la fenêtre, derrière les rideaux jaunis, les allées et venues nerveuses des occupants. Pas un des miens n’était présent au village. Cette pensée me rassura. À quelques kilomètres de là, ils suivraient mes consignes et resteraient tapis. Des coups me parvenaient, ponctués d’injures. Les S.S. avaient surpris un jeune maçon qui revenait de relever des collets. Sa frayeur le désigna à leurs tortures. Une voix se penchait hurlante sur le corps tuméfié : « Où est-il ? Conduis-nous », suivie de silence. Et coups de pied et coups de crosse de pleuvoir. Une rage insensée s’empara de moi, chassa mon angoisse. Mes mains communiquaient à mon arme leur sueur crispée, exaltaient sa puissance contenue. Je calculais que le malheureux se tairait encore cinq minutes, puis, fatalement, il parlerait. J’eus honte de souhaiter sa mort avant cette échéance. Alors apparut jaillissant de chaque rue la marée des femmes, des enfants, des vieillards, se rendant au lieu de rassemblement, suivant un plan concerté. Ils se hâtaient sans hâte, ruisselant littéralement sur les S.S., les paralysant « en toute bonne foi ». Le maçon fut laissé pour mort. Furieuse, la patrouille se fraya un chemin à travers la foule et porta ses pas plus loin. Avec une prudence infinie, maintenant des yeux anxieux et bons regardaient dans ma direction, passaient comme un jet de lampe sur ma fenêtre. Je me découvris à moitié et un sourire se détacha de ma pâleur. Je tenais à ces êtres par mille fils confiants dont pas un ne devait se rompre.

J’ai aimé farouchement mes semblables cette journée-là, bien au-delà du sacrifice. 



Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2014

ΠΑΝΕ ΑΠΟ ΜΕ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΗ ΘΛΙΜΜΕΝΗ





DANTE


ΠΑΝΕ ΑΠΟ ΜΕ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΗ ΘΛΙΜΜΕΝΗ

Πάνε από με στη χώρα τη θλιμμένη
Πάνε από με στην άσωστην οδύνη
Πάνε από με, μέσ’ στου χαμού τα γένη.
Του Πλάστη μου οδηγός η Δικαιοσύνη·
Μ’ έχει πλασμένη η θεϊκή εξουσία,
Η πρώτη αγάπη κι η τρανή σοφία.
Πλάσμα από με κανένα πριν δεν είδα
Εκτός αιώνιο· κι εγώ αιώνια στέκω.
Ξεχάστε όσοι περνάτε, κάθ’ ελπίδα.


Από την «Κόλαση», Άσμα ΙΙΙ.
Μετάφραση: Θεόδωρος Μακρής.

Από το βιβλίο: Θεοδώρου Σ. Μακρή, "Ποικίλες φωνές", Κέρκυρα 1990, σελ. 39.


*********


PER ME SI VA NE LA CITTÀ DOLENTE

Per me si va ne la città dolente,
per me si va ne l'etterno dolore,
per me si va tra la perduta gente.
Giustizia mosse il mio alto fattore:
fecemi la divina podestate,
la somma sapïenza e 'l primo amor
Dinanzi a me non fuor cose create
se non etterne, e io etterno duro.
Lasciate ogne speranza, voi ch'intrate.

Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2014

ΠΡΟΣΩΠΑ ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ




ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ


ΠΡΟΣΩΠΑ ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ

  Εκείνο το πρωί ξύπνησα με την αίσθηση ότι μες στον ύπνο μου είχα ανακαλύψει επιτέλους τί σημαίνει ευτυχία – μόνο που δε θυμόμουν τί ακριβώς  
  τ’ άλλα θα τα μάθαινα αργότερα μέσ’ από σκοτεινούς υπαινιγμούς ή αδιάφορα λόγια και συχνά αναρωτιόμουν: είμαστε τάχα αθώοι αυτού του εγκλήματος;
  Όμως η νύχτα με δρόμους μοναχικούς και τύψεις φτιάχνει έναν κόσμο ξένο, φανάρια υγρά μέσα στις γάζες των αποστάσεων, άνθρωποι που υπάρχουν και δεν υπάρχουν όπως όλοι μας, πόσα βιβλία αδιάβαστα ακόμα, πόσα κλειδιά ριγμένα στο ποτάμι κι οι νεκροί δεν πέθαναν αλλά τώρα ξέρουν την ώρα και δεν παρουσιάζονται όποτε νά ’ναι.
  Ο Ιάκωβος έκανε να με κρατήσει, «χάθηκαν όλα» του λέω, «μα αυτό είναι το συναρπαστικό» μου λέει – φίλοι παλιοί απ’ τον καιρό που είχαμε ακόμα την δύναμη να κλαίμε.
  Ύστερα μείναμε σιωπηλοί κοιτάζοντας τον καθρέφτη – υπήρχε εκεί κι ένα τρίτο πρόσωπο για το οποίο δεν θα μιλήσουμε ποτέ.
  Τώρα αν θυμάμαι κάτι απ’ τη ζωή μου είναι δυό τρία ήρεμα βράδια και λίγη μουσική απ’ το ανεκπλήρωτο – κι αυτά τα γλυκά λόγια που λέμε στον εαυτό μας όταν μας έχουν όλοι απαρνηθεί…



Από την ποιητική συλλογή: «βιολέτες για μια εποχή» (1985).
Από το βιβλίο: Τάσος Λειβαδίτης, «Ποίηση», τόμος τρίτος, Κέδρος, Αθήνα 1988, σελ. 264.


ΑΓΑΠΗ




ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΜΑΛΑΚΑΣΗΣ


ΑΓΑΠΗ

Ας μη γυρίζει ο λογισμός στα χρόνια εκείνα πίσω,
Κάλιο μια τέτοια θύμηση για πάντα να χαθή.
Ποιός ξέρει, τώρα θά ’τανε γραφτό να σ’ αγαπήσω,
Και τόσο που καμμιά ποτέ δεν έχει αγαπηθή.

Κι αν έφυγεν η νιότη σου, που θλίβεσαι για δαύτη,
Ως για πουλί που πέταξε μ’ άλλα μαζύ πουλιά,
Περσότερο από μι΄σ άνοιξη τον έρωτα μου ανάφτει
Του χινοπώρου τ’ άγγιγμα στα ωραία σου μαλλιά.

Κι ακόμη φτάνω ν’ αγαπώ σ’ εσέ μιάν άλλη εικόνα,
Τ’ ορκίζομαι στα μάτια σου που τόσο λαχταρώ,
Τον ήρεμο κι’ ανέφελο και το γλυκό χειμώνα,
Που στο χλωμό σου πρόσωπο μια μέρα θα θωρώ.

Και μάθε το, τις μελιχρές λαμπράδες του Δεκέμβρη,
Και τις φεγγαροσκέπαστες του Γενναριού ομορφιές,
Μήτε στις τρέλλες τ’ Απριλιού κανένας θα τις εύρει,
Μήτε και στις μονότονες του Μάη καλοκαιριές...



Από το βιβλίο: Μιλτιάδης Μαλακάσης, «Ποιήματα», εισαγωγή, φιλολογική επιμέλεια Γιάννης Παπακώστας, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2005, σελ. 183.

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ ΤΟ 1943 ΑΠΕΒΙΩΣΕ Ο ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΜΑΛΑΚΑΣΗΣ




ΡΗΓΑΣ ΓΚΟΛΦΗΣ


ΜΑΛΑΚΑΣΗΣ

Βαθύς, χαριτωμένος στίχος μάς υψώνει
στους λυρικούς της σκέψης ουρανούς.
Μες στην καρδιά φωλιάζεις, έρμο αηδόνι,
να σε πλανεύει το αίστημα κι ο νους.

Γητειές εδώ να κελαδείς κ’ εκεί φαρμάκια,
και να τα διαπερνά όλα, φως, ο λογισμός.
Της λιμνοθάλασσας πατρίδας μας πνοές κρινάκια,
ξεδιαλυμένος είστε πια χρησμός.

Συντρίμια ερώτων να ιστορείς και καλοκαίρια
με αγάπες – μέθη, πόνος και φιλί –
σπαταλημένα κι όμως πάντ’ ακέρια
στου πάθους μας τ’ αράγιστο γυαλί.

Και με τη μούσα να ιλαρώνεις τη στενή μας ζήση
πέρ’ από τις νοσταλγικές χαρές και τους θυμούς,
μα τον αιώνιο άνθρωπο νάχεις τραγουδήσει
μες στους μεσολογγίτικους καημούς.

Κ’ έτσι αλαφρές, αχνές, παραμυθένιες,
παιχνίδια σοβαρά και παιδιάτικά μιά μιά,
να περνούν και να μισεύουν πίκρες κι ένιες
στης θύμησής μας τη γλυκειά ερημιά.

Α, η τέχνη αυτή η αθάνατη της λύρας
μ’ όλα τα ξωτικά τα μυστικά της, να!
πώς απ’ το φόβο μάς λυτρώνει άγνωστης μοίρας
και με τα φίλτρα της πώς μας ξαναγεννά...



Από το βιβλίο: Ρήγας Γκόλφης, «Ποιήματα», επιμέλεια – εισαγωγή – σχόλια Κώστας Στεργιόπουλος, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2002, σελ. 506.


ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΟΣΚΑΡ ΦΕΡΡΑΡΙ




Ανάρτησή μου στο γιουτιούμπ


ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο OSCAR FERRARI

SERÁ UNA NOCHE

Yo sé que habrá una noche
feliz en mi existencia,
será la noche aquella
triunfal de mis amores,
cuando el cansancio de vivir
te haga volver.
Yo sé que habrá una noche
en que vendrás a mí.

Y yo tendré en mis labios risas,
más luz en mi mirada buena,
y en cada beso irá mi vida
tratando de calmar tu pena.
La noche en que retornes,
mi alma se vestirá con luz de estrellas,
y mi corazón será una flor
bajo un rocío de amor.

Por eso es que yo espero,
por eso es que yo sueño.
Yo sé que a la distancia
bendices mi recuerdo,
y alguna vez te vencerá
tanto sufrir,
entonces la nostalgia
te ha de llevar a mí.



Στίχοι: Manuel Enrique Ferradás Campos.
Μουσική: José Tinelli.
Τάνγκο του 1935.

Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2014

Η ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑ




PAUL ELUARD


Η ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑ

Η κουκουβάγια το κοράκι ο αγιούπας
Δεν πιστεύω σε άλλα πετεινά
Ο βαρύτερος δρόμος κρέμεται
Όλοι οι πύργοι στο τοπίο παιχνίδι των άστρων
Οι σκιές κακοτοποθετημένες λεηλατημένες σκόρπιες
Τα δενδρύλλια του ήλιου έχουν φλούδα καπνένια.

Το γυαλί τριχορροεί. Η ισχύς μου με τραντάζει
Με κάνει να τρεκλίζω. μακριά οι παγίδες για τα ζωντανά
Και ο αγαπών αλέες τέχνασμα για να τους ξεφύγει
Να μην τόνε τσακώσουνε.

Ασφαλώς και τα παιδιά είναι συνεργοί
Χέρια προσωπιδοφόρα τα παιδιά
Σβήνουν τα λειριά και τις φτερούγες.

Αγνότητα στα εννιά γέλια της θύρας
Το αδιάφανο τρέμισμα του ψαλιδιού που φοβίζει επί θύραις
Η νύχτα ποτέ της δεν είδε τίποτα η νύχτα παίρνει αέρα.

Όλοι οι ασπασμοί εσπάζονταν στην κοίτη.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


ΤΟ ΑΡΡΗΤΟ




ΤΑΣΟΣ ΓΑΛΑΤΗΣ


ΤΟ ΑΡΡΗΤΟ

Παρόν είναι το άρρητο
πλησιέστερο κι από την ερημιά του Πακιστανού
που έχει απλώσει τις ευτέλειές του
στην τρίτη στάση Χολαργού.

Με κυνηγούν νυχθημερόν
τα γεμάτα προσδοκία μάτια του
κάτι πρέπει να πάρω, τα χυδαία τιμαλφή
που μιμούνται τα αθάνατα πετράδια
όσα θάμπωσαν τους αλλοτινούς ποιητές
δεν μ’ αφήνουν ασυγκίνητο.

Αμέθυστοι, σμαράγδια και τοπάζια
μαργαριτάρια, κεχριμπάρια, διαμαντόπετρες
η χυδαία τους απομίμηση
δεν καταργεί το άρρητο
τα μάτια του ανέστιου μετανάστη
το διαβεβαιώνουν.



Από το βιβλίο: Τάσος Γαλάτης, «Νυχτερινή οξυγραφία», Τυπωθήτω, Αθήνα 2013, σελ. 21.

ΣΤΟ ΦΑΛΙΜΕΝΤΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ




ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΝΙΚΟΛΑΣ ΑΣΙΜΟΣ


ΣΤΟ ΦΑΛΙΜΕΝΤΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Θυμάμαι που σε κοίταζα στην άκρη του γκρεμού
ισορροπώντας τάραζες το λάθος του καιρού
παλλότανε το είναι σου ολόκληρο στο φως
την καθαρή ουσία σου ετρόμαζε ο λαός.

Στο φαλιμέντο του κόσμου αυτού
ο καβαλάρης εγώ τ' ουρανού
με τους ανθρώπους ζητάς επαφή
μα έχει σπάσει κι αυτή η κλωστή.

Τα χρόνια που περάσανε σ' αφήσανε πληγές
κουβάλαγες το τώρα σου και σ' άλλες εποχές
ενώθηκες σαν τίποτα με τον ωκεανό
και γνώρισες τ' απέραντο στον άλλο εαυτό.

Στο φαλιμέντο του κόσμου αυτού
ο καβαλάρης εγώ τ' ουρανού
της Αριάδνης το μίτο κρατάς
κι απ την αρρώστια τους και πάλι το σκας.

ΡΟΜΠΕΡ ΝΤΕΣΝΟΣ!




ROBERT DESNOS


L’OISEAU MÉCANIQUE

L'oiseau tête brûlée
Qui chantait la nuit
Qui réveillait l'enfant
Qui perdait ses plumes dans l'encrier
L'oiseau pattes de sept lieues
Qui cassait les assiettes
Qui dévastait les chapeaux
Qui revenait de Suresnes
L'oiseau, l'oiseau mécanique
A perdu sa clef
Sa clef des champs
Sa clef de voûte
Voilà pourquoi il ne chante plus.


Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2014

ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ



BERTOLT BRECHT


ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ

Το πυροβόλο όλο ξερνάει και η λόγχη σε τρυπάει·
και τα νερά ρουφάν τους ναύτες στων βυθών τα σκότη.
Αμ’ ο χιονιάς;... ο παγετός; Και ποιός θα σε γλυτώσ’;
Τα λόγια ετούτα είπε η γυναίκα στον στρατιώτη.

Αλλά ο στρατιώτης, που οπλισμένος πήγαινε τρεχάτος,
ταμπούρλα κι όχι λόγια άκουγε, όντας πια φευγάτος.
Περίπατος είναι η προέλαση – κι ας είν’ με μπότες!
Πάει η ανηφόρα στον Βορρά, η κατηφοριά στον Νότο.
Λεβέντης ο φαντάρος σου και παλικάρι πρώτο!
Τα λόγια τούτα λέγαν στη γυναίκα του οι στρατιώτες.

Το μετανιώνεις, και πικρά, σαν λόγια δεν ακούς σοφά,
τις συμβουλές που οι πιο μεγάλοι δίνουνε στη νιότη.
Κι αν υπεροπτικά μιλάς, σαν το σκυλί κι εσύ θα πάς.
Τα λόγια ετούτα είπε η γυναίκα στον στρατιώτη.

Αλλά ο στρατιώτης, που ’χε το μαχαίρι του στη ζώνη,
γελά· και στο γιοφύρι δίνει μια, κι εχάθη – σκόνη!
Νερά και διάσελα δεν τα φοβούνται οι ιππότες!
Φεγγάρι θά ’χει μια βραδιά, και συντροφιά μαζί σου
και πάλι θαν τον έχεις – λέγε το στην προσευχή σου!
Τα λόγια τούτα λέγαν στη γυναίκα του οι στρατιώτες.

Πετά η ψυχή σας η έρμη, σαν καπνός, και φεύγει η θέρμη·
με ηρωισμούς και τέτοια απλώς σας πρήζουν το συκώτι.
Αχ πόσο γρήγορα πετά ο καπνός! Να σε φυλάει ο Θεός!
Τα λόγια ετούτα είπε η γυναίκα στον στρατιώτη.

Μα ο στρατιώτης, που ’χε το μαχαίρι του στη ζώνη,
από μια γέφυρα έπεσε και χάθηκε και... – σώνει!
Ανακατεύεσαι στα πίτουρα; Σε τρώνε οι κότες!
Φεγγάρι βγήκε, μα κι αν βγήκε, εκείνη συντροφιά της
δεν τον είχε. Νεκρός στη μάχη κείται, μακριά της.
Τί λόγια πια να πούνε στη γυναίκα του οι στρατιώτες;

Επέταξε η ψυχή σου η έρμη κι έφυγε όλη η θέρμη
απ’ το ηρωικό κορμί σου. Μην ψάχνεις τί και διότι.
Το μετανιώνεις, και πικρά, σαν λόγια δεν ακούς σοφά
Τα λόγια ετούτα είπε η γυναίκα στον στρατιώτη.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


*************



Ο ERNST BUSCH ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ BERTOLT BRECHT ΚΑΙ HANNS EISLER


BALLADE VOM WEIB UND DEM SOLDATEN

Das Schießgewehr schießt, und das Spießmesser spießt
Und das Wasser frißt auf, die drin waten.
Was könnt ihr gegen Eis? Bleibt weg, 's ist nicht weis'!
Sagte das Weib zum Soldaten.

Doch der Soldat mit der Kugel im Lauf
Hörte die Trommel und lachte darauf:
Marschieren kann nimmermehr schaden!
Hinab nach dem Süden, nach dem Norden hinauf
Und das Messer fängt er mit den Händen auf!
Sagten zum Weib die Soldaten.

Ach, bitter bereut, wer des Weisen Rat scheut
Und vom Alter sich nicht läßt beraten.
Nur zu hoch nicht hinaus! Es geht übel aus!
Sagte das Weib zum Soldaten.

Doch der Soldat mit dem Messer im Gurt
Lacht' ihr kalt ins Gesicht und ging über die Furt
Was konnte das Wasser ihm schaden?
Wenn weiß der Mond überm Schindeldach steht
Kommen wir wieder, nimm es auf ins Gebet!
Sagten zum Weib die Soldaten.

Ihr vergeht wie der Rauch! Und die Wärme geht auch
Und es wärmten euch nicht seine Taten.
Ach, wie schnell geht der Rauch! Gott behüte ihn auch!
Sagte das Weib zum Soldaten.

Und der Soldat mit dem Messer am Gurt
Sank hin mit dem Speer, und mit riß ihn die Furt
Und das Wasser fraß auf, die drin waten.
Kühl stand der Mond überm Schindeldach weiß
Doch der Soldat trieb hinab mit dem Eis
Und was sagten dem Weib die Soldaten?

Er verging wie der Rauch, und die Wärme ging auch
Und es wärmten euch nicht seine Taten.
Ja, bitter bereut, wer des Weisen Rat scheut!
Sagte das Weib den Soldaten.

ΤΟ ΓΥΜΝΟ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟ ΣΤΗΘΟΣ




ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΔΡΙΒΑΣ


[ΤΟ ΓΥΜΝΟ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟ ΣΤΗΘΟΣ]

Το γυμνό γυναικείο στήθος
δίνει την υγεία στα μάτια
στο αίμα τροφή
τη νεότητα.

Οι λογισμοί αν χαθούνε
το φλογερό σου βλέμμα ατίθασο τούς φυγαδεύει
εξορία σ’ έρημο αφρικανική.
Μακρουλοί κροκόδειλοι σπιθόβολοι κροκάτοι
ραβδωτές θηριώδεις τίγρεις
φίδια και δηλητήρια και τροπικοί φιλήδονοι καρποί
το σώμα της γυναίκας
ένας μικρός παράδεισος σε μάχη κερδισμένος
φανερτωμένος για μια στιγμή.



Από το βιβλίο:  Αναστάσιος Δρίβας, «Μια δέσμη αχτίδες στο νερό», Πρόσπερος, Αθήνα 1978, σελ. 48.