Τρίτη 30 Απριλίου 2013

Η ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

 

BERTOLT BRECHT



Η ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ


Η Υπηρεσία Λογοτεχνίας διανέμει ως γνωστόν το χαρτί
στους εκδοτικούς οίκους της Δημοκρατίας, και δίνει
τόνους απίστευτα πολλούς αυτού του σπάνιου υλικού
για να τυπωθούνε έργα καλοδεχούμενα.
Καλοδεχούμενα
είναι έργα με ιδέες ήδη γνωστές
στην Υπηρεσία Λογοτεχνίας,
γνωστές από τις εφημερίδες. Αυτή η πρακτική,
που φανερώνει και των εφημερίδων μας το επίπεδο,
θα μπορούσε να οδηγήσει
σε μεγάλες εξοικονομήσεις χαρτιού,
αν η Υπηρεσία Λογοτεχνίας επέτρεπε
για κάθε ιδέα των εφημερίδων μας να εκδίδεται
ένα και μόνο ένα βιβλίο. Δυστυχώς όμως
επιτρέπει την εκτύπωση όλων σχεδόν των βιβλίων
με όσες ιδέες βγάζουνε οι εφημερίδες.
Κι έτσι πάντοτε λείπει το χαρτί
για να εκδοθούν τα έργα που γράφουν
κάποιοι μεγάλοι μάστορες του λόγου.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑΣ




ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ


ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑΣ

Μπλεγμένες εξοχικές διασκεδάσεις κι ώρες εργασίας
κέντρα κατάφωτα στα τέρματα, ολοσκότεινες συνοικίες
λάβαρα της επίσημης τελετής, πλακάτ κρυμμένα για τη διαδήλωση
δρόμοι που καταλήγουν απαραιτήτως κάπου
σπίτια αμέτρητα, δωμάτια χωρισμένα σαν κελιά
με κάγκελα με σίδερα, χωρισμένοι άνθρωποι
από τυφλές ανάγκες, αστυνομικές διώξεις
το εργατικό κέντρο σιωπηλό με τη φρουρά του
κι οι προκηρύξεις να γλιστράν κάτω απ’ τις πόρτες
προλετάριοι λένε, ένα αυτοκίνητο σπαθίζει το σκοτάδι,
κάποιος τρέχει, το βήμα του χαφιέ, προλετάριοι ενωθείτε,
τα βήματα των μεθυσμένων, πότε χτιστήκαν τόσα σπίτια;
Κρυμμένη γιορτή πίσω από τη μεταμφίεση ανθέων
που περιμένει να την ξαναβρούμε.



Από την ποιητική συλλογή «Μαθητεία» (1956-1959).
Από το βιβλίο: Τίτος Πατρίκιος, «Ποιήματα, ΙΙ (1953-1959)», Κέδρος, Αθήνα 19989, σελ. 95.

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΜΑΡΙΟ ΠΟΜΑΡ




ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο MARIO POMAR
DEL BARRIO DE LAS LATAS

Del barrio de las latas
se vino pa’ Corrientes
con un par de alpargatas
y pilchas indecentes.
La suerte tan mistonga
un tiempo lo trató,
hasta que al fin, un día,
Beltrán se acomodó.

Y hoy lo vemos por las calles
de Corrientes y Esmeralda,
estribando unas polainas
que dan mucho dique al pantalón.
No se acuerda que en Boedo
arreglaba cancha’e bochas,
ni de aquella vieja chocha,
por él, que mil veces lo ayudó.

Y allá, de tarde en tarde,
haciendo comentarios,
las viejas, con los chismes
revuelven todo el barrio.
Y dicen en voz baja,
al verlo un gran señor:
“¿Tal vez algún descuido
que el mozo aprovechó?”

Pero yo que sé la historia
de la vida del muchacho,
que del barrio de los tachos
llegó por su pinta hasta el salón,
aseguro que fue un lance
que quebró su mala racha,
una vieja muy ricacha
con quien el muchacho se casó.



Στίχοι: Emilio Fresedo.
Μουσική: Raúl De los Hoyos.

Δευτέρα 29 Απριλίου 2013

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ 150 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΚΑΙ 80 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΚΑΒΑΦΗ




Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ (1863-1933)


ΗΓΕΜΩΝ ΕΚ ΔΥΤΙΚΗΣ ΛΙΒΥΗΣ

Άρεσε γενικώς στην Aλεξάνδρεια,
τες δέκα μέρες που διέμεινεν αυτού,
ο ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης
Aριστομένης, υιός του Μενελάου.
Ως τ’ όνομά του, κ’ η περιβολή, κοσμίως, ελληνική.
Δέχονταν ευχαρίστως τες τιμές, αλλά
δεν τες επιζητούσεν· ήταν μετριόφρων.
Aγόραζε βιβλία ελληνικά,
ιδίως ιστορικά και φιλοσοφικά.
Προ πάντων δε άνθρωπος λιγομίλητος.
Θάταν βαθύς στες σκέψεις, διεδίδετο,
κ’ οι τέτοιοι τόχουν φυσικό να μη μιλούν πολλά.

Μήτε βαθύς στες σκέψεις ήταν, μήτε τίποτε.
Ένας τυχαίος, αστείος άνθρωπος.
Πήρε όνομα ελληνικό, ντύθηκε σαν τους Έλληνας,
έμαθ’ επάνω, κάτω σαν τους Έλληνας να φέρεται·
κ’ έτρεμεν η ψυχή του μη τυχόν
χαλάσει την καλούτσικην εντύπωσι
μιλώντας με βαρβαρισμούς δεινούς τα ελληνικά,
κ’ οι Aλεξανδρινοί τον πάρουν στο ψιλό,
ως είναι το συνήθειο τους, οι απαίσιοι.

Γι’ αυτό και περιορίζονταν σε λίγες λέξεις,
προσέχοντας με δέος τες κλίσεις και την προφορά·
κ’ έπληττεν ουκ ολίγον έχοντας
κουβέντες στοιβαγμένες μέσα του.

ΠΑΒΕΖΕ!





CESARE PAVESE


RISVEGLIO
 
Lo ripete anche l'aria che quel giorno non torna.
La fìnestra deserta s'imbeve di freddo
e di cielo. Non serve riaprire la gola
all'antico respiro, come chi si ritrovi
sbigottito ma vivo. E' finita la notte
dei rimpianti e dei sogni. Ma quel giorno non torna.
Torna a vivere l'aria, con vigore inaudito,
l'aria immobile e fredda. La massa di piante
infuocata nell'oro dell'estate trascorsa
sbigottisce alla giovane forza del cielo.
Si dissolve al respiro dell'aria ogni forma
dell'estate e l'orrore notturno è svanito.
Nel ricordo notturno l'estate era un giorno
dolorante. Quel giorno è svanito, per noi.
Torna a vivere l'aria e la gola la beve
nella vaga ansietà di un sapore goduto
che non torna. E nemmeno non torna il rimpianto
ch'era nato stanotte. La breve finestra
beve il freddo sapore che ha dissolta l'estate.
Un vigore ci attende, sotto il cielo deserto.

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΠΙΝΟ ΜΑΟΥΡΟ




Ανάρτησή μου στο γιουτιούμπ

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο PINO MAURO: 'A MEGLIO GUAPPARIA

Κυριακή 28 Απριλίου 2013

ΜΙΚΡΟΜΟΡΦΗ ΤΑΡΑΧΗ


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΚΑΒΕΛΑΚΗΣ


ΜΙΚΡΟΜΟΡΦΗ ΤΑΡΑΧΗ

Σχήμα μυθικό αρχέγονης μαύρης τρύπας
Κάθε έγκλημα πολιτικό
Που οι αιώνες το ταΐζουν
Με μάννα αρχεγονικά
Πάντα να σαρκοβορεί
Στο σώμα της πρωτοτοκίας
Του ανόμοιου
Μια μακρόμορφη ταραχή
Σε όλα τα σχήματα ομοιομορφίας
Ξυπνά με γνώσεις
Για να πορευτεί με διαγνώσεις
Και να κοιμηθεί με από-γνώσεις
Σκαλοπατώντας μέσα σε φως
Και σκοτάδι όταν άστρο πρωινό
Χάνεται μέσα σε φως
Κι άστρο βραδινό αναγεννάται
Μέσα στο σκοτάδι



Από το βιβλίο: Δημήτρης Κακαβελάκης, «Αταξία γήινης σαγήνης», Εκδόσεις Μανδραγόρας, Αθήνα 2012, σελ. 15.

Σάββατο 27 Απριλίου 2013

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ ΤΟ 1937 ΠΕΘΑΝΕ Ο ΑΝΤΟΝΙΟ ΓΚΡΑΜΣΙ




PIER PAOLO PASOLINI 


Η ΤΕΦΡΑ ΤΟΥ ΓΚΡΑΜΣΙ


I

Δεν είν’ του Μάη, όχι, ο αέρας τούτος που βρομάει
και κάνει σκοτεινότερο τον σκοτεινό τον Κήπο
των Ξένων, μα και πιο εκτυφλωτικόν, ως ξαμολάει

τυφλές αιθριάσεις πότε-πότε… ο ουρανός αυτός, με
σαλιάρικες πνοές πάνω από τις κίτρινες σοφίτες
σαν ημικυκλικά μαγνάδια, ανοιγοκλείνεται, ώσμε

τα τυρκουάζ βουνά να σκιάσει του Λατίου και τις κοίτες
του Τίβερη… Ηρεμία, μια θανάσιμη γαλήνη,
αδιάφορη, ίδια με του πεπρωμένου τους σωρείτες,

σκορπίζει φθινοπωρινός ο Μάης, την αφήνει
στ’ αρχαία τείχη. Μέσα του η μονοτονία διαμένει
του κόσμου, και στα τέλη της δεκαετίας θε να γίνει

συντρίμμια ο γνήσιος και βαθύτερός μας κόπος, και θα μένει
σ’ εμάς και πάλι τη ζωή να φτιάξουμε·
σιωπή: η σιωπή άγονη, άγονη και σαπισμένη…

Εσύ είσουν νέος τότε, εκείνονε το Μάη· το λάθος
τ’ ονόμαζαν ζωή τότε, τον ιταλικό τον Μάη, και ζούσε
ακόμα, εφούντωνε για τη ζωή μια ζέση ακόμα, πάθος·

όχι επιπόλαιος σαν τους πατέρες μας· κι αν σ’ εξαντλούσε
μια χάλια υγεία, εσύ –όχι σαν πατέρας, μα σαν αδελφός
σεμνός– το ισχνό σου χέρι τό ’σερνες, κι εκείνο εκτελούσε

(αλλά όχι, όχι για εμάς: εσύ, νεκρός, κι εμείς, νεκροί
επίσης, ναι, στον νοτισμένο κήπο, εδώ, μαζί σου)
τα σχέδια εκείνου του ιδεώδους που έκτοτε φωτίζει

ετούτη τη σιωπή. Μα δεν μπορείς (σου λέω: κοιμήσου),
παρά σε τούτον μόνο εδώ (το βλέπεις, αι;) τον τόπο
τον ξένο, εξόριστος, ν’ αναπαυθείς. Μια πλήξη στην αυλή σου

συχνάζει πατρικιακή. Άχρωμοι και μαραμένοι
οι χτύποι φτάνουνε καμμιά φορά έως εσένα των σφυριών
απ’ τα μηχανουργεία του Τεστάτσιο στην εξαντλημένη

εσπέρα: κάτω από άθλια στέγαστρα γυμνή μια δίνη
τενεκεδιών και παλιοσίδερων, και, δές το, τρέχει
ένα χαμίνι τραγουδώντας, κι έτσι, ορίστε, κλείνει

τη μέρα του, κι εδώ τριγύρω τώρα πια σταμάτησε να βρέχει.



II

Δυό κόσμοι ζουν σε εκεχειρία εντελώς ατάκτου τύπου…
με επιλογές και αφοσιώσεις… και άλλον ήχο εν τέλει
δεν έχουν πλην αυτόν του ζοφερού, άθλιου κήπου,

κι ωστόσο ευγενικού, όπου πεισματάρα η απάτη θέλει
ο θάνατος τους πόνους της ζωής να μαλακώνει.
Στων σαρκοφάγων τις σειρές, στις γκρίζες πλάκες, τέλη

σημαίνουσες, η κάθε επιγραφή καταδηλώνει,
εν συντομία και βεβήλως, τί έχει απομείνει
απ’ το εγκόσμιο τούτο γένος… τί επιβιώνει.

Από ένα πάθος ξέφρενο αναμμένα, που τα ντύνει,
τα οστά, και ασκανδάλιστα όντως, καίν σ’ αυτές τις κώχες:
οστά πλουσίων ξένων καίνε σάμπως σε καμίνι·

πριγκήπων ειρωνείες ζούνε κάτω απ’ τις μολόχες…
μα και παιδεραστών… ζουν και βομβίζουν τα καμένα
κορμιά τους ασταμάτητα στις σκόρπιες τεφροδόχες…

κορμιά αποτεφρωμένα μεν, μα εισέτι μη εξαγνισμένα.
Εδώ του θάνατου η σιωπή παρέχει μαρτυρία
υπέρ σιωπής πολιτικής ανθρώπων που –για μένα–

εμείναν άνθρωποι, και υπέρ πραγμάτων που από ανία
του Πάρκου εξαλλοιώνανε την πλήξη, ενώ η πόλη εκείνη
που αδιάφορη κυκλώνει ετούτη την ανία, εν μέσω

τρωγλών και εκκλησιών, ασεβής, παρά τον οίκτο, σβήνει
τη λάμψη της. Το χώμα της, παχύ
απ’ τις τσουκνίδες και κακό απ’ τα χορτάρια, δίνει

τροφή στα κυπαρίσσια τούτα τα λιγνά, σ’ αυτή
τη μαύρην υγρασία που χαλάει τους τοίχους γύρω,
και στα χλωμά ζιγκζάγκ του πύξου, ενώ το βράδυ, εκεί

σαν πέφτει, ξέθωρες οσμές τα κάνει όλα και μύρο
φυκιών… αυτό το χόρτο το άοσμο ως είναι νείρεται…
φτωχό, άθλιο χόρτο εκεί όπου απλώνεται μενεξεδιά

η ατμόσφαιρα, με μέντας ρίγη εμπύρετα
ή σάπιου άχυρου, ένα ήρεμο πρελούδιο βραχύ
της καθημερινής μελαγχολίας που αποσύρεται

στην άτονη της νύχτας αγωνία. Και τραχύ
απ’ τον καιρό, απαλό απ’ την ιστορία υπάρχει, κείται
το χώμα εντός ετούτων των τειχών… και ζει σε ταραχή

ανάκατη με χώματα άλλα και ιδρώνει: τούτη
η υγρότητα θυμίζει μι’ άλλην· και αντηχούν στην πλάση
–γνωστές από τροχιές και πλάτη γεωγραφικά είτε

κι απ’ ορίζοντες που τ’ αγγλικά αγκαλιάζουν δάση
τις λίμνες που ’χουνε σπαρθεί στον ουρανό σαν οπτασίες
και τα λιβάδια που ’ν’ σαν φωσφορίζοντα μπιλιάρδα ή σαν

σμαράγδια: «And O ye Fountains…»– οι ικεσίες
των ευσεβών πιστών…



III

Βλέπω ένα κόκκινο κουρέλι σαν κι εκείνο που τους
λαιμούς των παρτιζάνων τύλιγε ή έπεφτε στους ώμους
τους· δίπλα εκεί, στη λήκυθο, είναι, στην κερένια γη, δύο

γεράνια, που ’χουνε αλλιώτικο το κόκκινο όμως.
Εκεί είσαι εσύ, εξόριστος και με άκαμπτη μια χάρη,
καθόλου –ναι– καθολική, ανάμεσα στους ξένους

νεκρούς: του Γκράμσι η τέφρα… Με ανάμικτα τα βάρη
ελπίδας και παλιάς αμφιβολίας έχω φτάσει
εδώ, όπου η εσπέρα η χάσικη στην τύχη μ’ έχει βγάλει,

στο μνήμα σου, στο πνεύμα σου. Μπορεί κανείς να εικάσει
πως κείται εδώ, με πνεύματα άλλα ελεύθερα. (Ή βγαίνει
κάτι άλλο, εκστατικό ίσως και συνάμα μάλλον, κατά βάση,

πιο ταπεινό;: θανάτου και ηδονής μια μεθυσμένη
συμβίωση ακριβώς μέσα στην εφηβεία…)
Σ’ αυτή τη χώρα, που ’ναι με το πάθος σου δεμένη

το ασίγαστο, το μέγα, νιώθω πόσο είναι αδικία
–εδώ, μες στη γαλήνη των μνημάτων– και συνάμα
τί δίκαιο –στη μοίρα την ανήμερή μας– τα βιβλία

σου έγραψες… τις πιο καλές σου τις σελίδες… τόμοι…
στις μέρες της δολοφονίας σου. Ενθάδε ανήκει…
ενθάδε κείται η μαρτυρία τής σποράς που ακόμη

δεν έγινε για την ηγεμονία. Νά τοι οι κρίκοι
της αλυσίδας των νεκρών: τους είχε φάει το ταμάχι…
η πλεονεξία που ’θαψε τη λάμψη και τη φρίκη

βαθιά μες στους αιώνες· και μαζί, ως μανία και ως μάχη,
ακούμε από μακριά των αμονιών τη δόνηση, πνιχτή,
υπόκωφη, θλιμμένη να πετά ώς εδώ απ’ τη ράχη

τής ταπεινής τής γειτονιάς, το τέλος ν’ αναγγείλει.
Στον τόπο τούτον στέκομαι κι εγώ… φτωχός… με ρούχα
που τα κιαλάρουν στις βιτρίνες οι φτωχοί

στην άξεστη των φώτων λάμψη· πέταξα όσην που ’χα
βρόμα από πάνω μου των δρόμων και του τραμ που μπαίνει
στα μάτια, κι έσβησα τη συμπαρομαρτούσα μπόχα

που μου χαλάει τις μέρες μου. Σπανίζει και μικραίνει
της σχόλης μας ο χρόνος μες στον βασανιστικό
αγώνα για το επιούσιο καρβέλι. Κι αν συμβαίνει

τον κόσμο ν’ αγαπώ, είναι για έναν λόγο απλό και βίαιο
και αφελή: οφείλεται σε αγάπη ερωτική – ακριβώς
το ίδιο όπως, μπερδεμένο παιδαρέλι εγώ, έναν καιρό

τον εμισούσα, οσάκις το αστικό κακό εντός
μου τον αστό προσέβαλλε. Και τώρα, διασπασμένος
–εδώ, μ’ εσένα– ο κόσμος, άραγε δεν φαίνεταί σου πως

το τμήμα που κατέχει από την εξουσία
είν’ αντικείμενο μνησικακίας και οιονεί κρυφίας
περιφρονήσεως; Μα και χωρίς την αυστηρότητά σου

εσένα εγώ, αφού δεν επιλέγω, υπάρχω. Ζω στην αβουλία
των ψόφιων χρόνων του μεταπολέμου. Και αγαπώ
τον κόσμο που μισώ –στην αθλιότητά του εντός

χαμένος, προπηλακισμένος– για ένα σκοτεινό
και ερεβώδες σκάνδαλο συνειδησιακό…



IV

Το σκάνδαλο του να αντιφάσκω· να είμαι και μαζί σου και,
ναι, εναντίον σου: μαζί σου στην καρδιά, στο φως·
μα και εναντίον σου στα σκοτεινά μου σπλάχνα. Ανίσως και

για τους πατρόθεν ταξικούς μου ειρμούς προδοτικός
–στο πνεύμα απλώς… σε μια σκιά του αγώνα μου… διανοία–
ξέρω ότι προσκολλήθηκα σ’ αυτούς υπό το καθεστώς

ενστίκτου λαύρου, μιας αισθητικής μανίας… με τη μία·
μα και των προλετάριων με γοήτευσε η ζωή,
που αρθρώνει τρόπο προγενέστερό σου και μου είν’ θρησκεία,

και που είναι και χαρά, άσχετη με τη χιλιόχρονη
την πάλη μας γι’ αυτόν· τη φύση του αγαπώ, όχι τη
συνείδησή του· είναι η δύναμη η αρχετυπική

του ανθρώπου, που την έχασε σαν έγινε άνθρωπος,
στην πράξη πάνω, δίνοντάς της τής νοσταλγίας μέθη
και φως ποιητικό· δεν ξέρω τίποτ’ άλλο εγώ να πω

παρά μόνο ό,τι δίκαιο είναι, πλην όπως το αλέθει
η μη ειλικρίνειά μου – μι’ αγάπη αφηρημένη,
ναι, που καμμιά θλιβή συμπάθεια δεν τη γνέθει…

Φτωχός σαν τους φτωχούς, με την καρδιά προσκολλημένη
κι εγώ σαν κι εκεινούς σε ταπεινωτικές ελπίδες·
και σαν κι αυτούς ομοίως έχω μια ζωή κι εγώ σακατεμένη

απλώς και μόνο για να ζω. Στις παννυχίδες
μου, ζώντας μι’ απελπιστική κατάσταση αποκλήρου,
κατέχω κάτι πιο πολύτιμο (και εσύ το είδες)

απ’ όλες τις ιδιοκτησίες των αστών – εξ ολοκλήρου
το απόλυτο. Όμως όπως ακριβώς κατέχω εγώ
την ιστορία, έτσι με κατέχει και εκείνη: πλήρως.

Κι αν έχω φωτιστεί, το φως πού χρησιμεύει;…



V

Δεν λέω για το άτομο, για ’κείνο το φαινόμενο
των αισθησιακών και αισθηματικών παθών
– βίτσια άλλα έχει ετούτο, και άλλο είναι τ’ όνομά του,

και η μοίρα είναι άλλη των δικών του αμαρτιών…
Κι αν τα κοινά μας προπατορικά αμαρτήματα
μα και οι πραγματικές μας αμαρτίες έχουν ομαδόν

βαθιά του χωνευτεί, δεν τού ’χουνε συγχωρηθεί τα κρίματα,
οι πράξεις του οι εντός, μήτε οι απέξω, που εις μάτην
τον βίο του σαρκώνουν… (ναι, τα ανομήματα…)

από καμμιά θρησκεία, που μέσα στη ζωή μας είναι κάτι
σαν υποθήκη του θανάτου: τίτλος ιδρυμένος
να εξαπατά το φως και να φωτίζει την απάτη.

Το πτώμα του εν Βεράνω να ταφεί είναι προορισμένο·
καθολική μαζί του η πάλη του· και την καρδιά του
την κανονίζει ιησουίτικο ένα μένος…

μανία μάλλον που όλα τα ρυθμίζει ως να μπορέσει
ακόμα πιο βαθιά να φτάσει· πονηρία βιβλική
έχει η συνείδησή του… πάθος… και μια ζέση

ειρωνική και φιλελεύθερη… και φως αγροίκο
μες στου επαρχιακού δανδή τη σιχαμάρα ή την υγεία…
βαθιά, ώς τις έσχατες τις λεπτομέρειες, θέλει να αχθεί,

εκεί που σβήνουν, στα κτηνώδη σώψυχα, η Εξουσία
και η Αναρχία… Ιδού, προστατευμένο
από αρετές ακάθαρτες και εκστατική κακία,

μια επίμονη αφέλεια υπερασπιζόμενο
(μα και με τί ευσυνειδησία!) ζει το εγώ: ένα εγώ πες
εν ζωή, που τη ζωή φωτίζει, και έχει φυλαγμένο

στο στήθος το αίσθημα ενός βίου που ’ναι λήθη… λησμονιές
θλιβές και βίαιες… Αχ, πώς
καταλαβαίνω εγώ, βουβός μες στις υγρές ριπές

του ανέμου, ανάμεσα στα κουρασμένα εδώ (τί κόπωση!)
τα κυπαρίσσια, εδώ, όπου η Ρώμη στέκει πλάι σου βουβή,
εκείνη την επιγραφή με τ’ όνομα σαφώς

να λέει Σέλλεϋ… Πώς νιώθω, ω πώς!, τον στρόβιλο
των αισθημάτων, το καπρίτσιο το ακραιφνώς ελληνικό
μες στην καρδιά του βορινού ευπατρίδη

ταξιδευτή, που τον ερούφηξε όλο το τυφλό
γαλάζιο του Τυρρηνικού Πελάγους· νιώθω και τη σαρκική
χαρά της περιπέτειας, κίνητρο αισθητικό,

παιδιάστικο. Εξαντλημένη η Ιταλία
–σ’ ενός τεράστιου τζιτζικιού σαν νά ’ναι την κοιλιά–
την άσπρη της ανοίγει διάπλατα ακτογραμμή

(σκορπώντας μες στο Λάτιο τα μπαρόκ κοπάδια τα θολά
των πεύκων της) μα και τα κιτρινούτσικα τα ξέφωτα
με ρόκες και με ρείκια, που λαγοκοιμάται αχνά

με κορδωμένο μέλος μες στα ράκη του ένα όνειρο
του Γκαίτε: ο νεαρός απ’ την Τσοτσάρα – σφύζει
από ορμή… Έχει σκοτεινιάσει στη Μαρέμμα απ’ τους υπέροχους

τους οχετούς στα χόρτα, αλλά το σκότος το φωτίζει
η χαρά της χαρουπιάς και δείχνει μονοπάτια
που ανεπιγνώστως με τα νιάτα του γεμίζει

ο γελαδάρης. Μόσχοι κι ευωδιές τυφλές στις ξεραμένες
στροφές της Βερσιλίας, που απόθεσε, τυφλή κι αυτή,
στη θολωμένη θάλασσα, στους στόκους που γυαλίζουν,

ψηφιδωτά ελαφρά, ερανίσματα από κάποιαν εξοχή
πασχαλινή, τοπίο εξ ολοκλήρου ανθρώπινο,
εκθέτοντάς τα ζοφερότατα στο Τσινκουάλε, εκεί

που κουβαριάζονται οι Άλπεις οι Απουανές, καμένες,
με γυάλινο το μπλε στο ροζ τους πάνω… Βράχια μες στο βράδυ,
απότομα και ανάστατα, σαν από μύρων πανικό,

σκϊάζουν τη Ριβιέρα τη γλυκιά, την απαλή σα χάδι,
εκεί όπου του ήλιου η λαύρα το πρωί μάχεται την αύρα
ποιά θε να δώσει τρυφεράδα πιο καλή στο λάδι

της θάλασσας… Και ολόγυρα βομβίζουν σαν ανάβρα
χαράς τα ασύνορα τα ντραμς του σεξ και του φωτός:
έτσι από παλιά η Ιταλία τό ’χει συνηθίσει – μαύρα

να βάζει· πεθαμένη νά ’ναι ενόσω ζει, καθώς
κραυγάζουνε θερμοί
από λιμάνια εκατοντάδες τ’ όνομα τού καθενός

συντρόφου τους οι μουσκεμένοι νεαροί
με σκούρες φάτσες μελαψές
σε βοτσαλάκια και σε κήπους που ’χουν γαϊδουράγκαθα

και σε μικρές –μες στη βρομιά– ακρογιαλιές.

Κι εσύ, αστόλιστε νεκρέ, άραγε θα μου ζητήσεις
ν’ αφήσω πίσω πια το απελπισμένο μου το πάθος
ο κόσμος νά ’μαι και στον κόσμο να μετριέμαι επίσης;



VI

Να φεύγω τώρα… πάω… σ’ αφήνω μες στο λυπημένο
το βράδυ, που αν και λυπημένο, πέφτει με ύφος
γλυκό σ’ εμάς τους ζωντανούς, με φως κερένιο,

και πήζει εδώ στη γειτονιά γινόμενο ημίφως…
και την ταρακουνάει. Την κάνει πιο μεγάλη, την αδειάζει
τριγύρω, ενώ από πιο μακριά, της πυρπολεί (ω, τί γρίφος!)

μια ζωή παράφορη, όπου το βραχνό ρουκούλημα μαζί
του τραμ και των ανθρώπινων κραυγών στη ντόπια
τη διάλεκτο απαρτίζουνε κοντσέρτο σιγανό

και απόλυτο. Κι εσύ το ακούς σαν τα όποια
εκείνα μακρινά όντα που γελούν, φωνάζουν ζώντας
στα οχήματά τους, στ’ άθλια τους καλύβια

όπου χαλάν και τρων το επισφαλές, το λίγο
και το κερματιζόμενο της ύπαρξής τους δώρο –
τούτ’ η ζωή άλλο τίποτα δεν είναι πάρεξ ένα ρίγος·

μια παρουσία υλική, συλλογική στον χώρο·
της κάθε αληθινής θρησκείας βλέπεις ποιό το λάθος
και ποιά η έλλειψη· όχι τη ζωή, μα της επιβίωσης τον όρο

–που είναι ίσως πιο εύθυμη από τη ζωή στο βάθος-βάθος–
ομοίως όπως σ’ έναν λαό κτηνών, στο μυστικό
τους οργασμό δεν ανιχνεύεται άλλο πάθος

απ’ αυτό της καθημερινής δουλειάς – και μόνο αυτό:
ο ζήλος τούτος, αν και ταπεινός, στην ταπεινή φθορά
μιαν αίσθηση γιορτής προσδίδει. Κι όσο πιο μάταιο

–σε τούτο το κενό της ιστορίας, στα βουερά
διαλείμματα, εκεί που σωπαίνει η ζωή– το όποιο
ιδανικό, τόσο ευκρινέστερη είναι και γλυκιά

η εξαίρετη, η ξεραμένη και οιονεί αλεξανδρινή
φιληδονία που φτιασιδώνει
τα πάντα τέλεια και τ’ ανάβει, όταν εδώ κι εκεί,

στον κόσμο, κάτι πέφτει, κι έτσι σέρνεται, πλακώνει
ο κόσμος στο μισόφωτο και ξαναμπαίνει
σε άδειες πλατείες, σε πτοημένα εργοστάσια, σαν το πιόνι…

Ανάψαν πια τα φώτα… λάμπουν… φωτισμένη
η Via Zabaglia, η Via Franklin, όλο εκείνο το λαύρο
Τεστάτσιο, ακόσμητο στους πρόποδες να περιμένει

ενός βουνού απορριμμάτων, του Τίβερη οι όχθες με το μαύρο,
το πέρ’ απ’ το ποτάμι παρασκήνιο, και το Μοντεβέρντε,
επάνω του, αόρατο στους ουρανούς ν’ αναλαμβάνεται.

Διαδήματα με φώτα που όλο χάνονται
αστραφτερά και κρύα από μια θλίψη
θα έλεγες θαλασσινή… Σε λίγο είναι ώρα δείπνου·

στη γειτονιά τα λιγοστά λεωφορεία αστράφτουνε·
τσαμπιά οι εργάτες κρέμονται στις θύρες της εισόδου· μάζα
ανθρώπινη οι φαντάροι που τραβά, μα δίχως βιάση,

προς το βουνό που υψώνεται ανάμεσα σε μπάζα,
σε λούμπες και σωρούς σκουπίδια ξεραμένα,
μες στο σκοτάδι που φυλάει κρυμμένες τις τροτέζες

να περιμένουν θυμωμένες, με μισοβγαλμένα
τσόκαρα, πάνω στη βρομιά την αφροδίσια· και όχι μακριά,
ανάμεσα σε χαμοκέλλες και παλάτια στολισμένα,

σάμπως ανάμεσα σε δύο κόσμους, παίζουνε
παιδιά ελαφριά σαν νά ’ν’ παιδάκια κρεμαστά στο αγέρι
το εαρινό, που έχει πια γλυκάνει· από νεανικιά

αλαφράδα καιόμενοι, μες στη μαγιάτικη ρωμαϊκή
εσπέρα, στη γιορτή που ξεκινά, στα πεζοδρόμια,
σφυρίζουν κάτι νεαροί μαυρειδεροί·

και πέφτουν τα ρολλά των γκαραζιών ουρλιάζοντας
χαρούμενα, όταν επί τέλους το σκοτάδι
πεσμένο διαχυθεί να γαληνέψει τη βραδιά·

και στης Piazza Testaccio τους πλατάνους σκύβει
ο άνεμος, και σβήνει ευθύς με ρίγη θύελλας,
και γίνεται καλός, γλυκός, ακόμα κι αν τη τζίβα

ανακατεύει με τους τόφους των Σφαγείων, όπου
μεθάει με σάπιο αίμα ξεσηκώνοντας από παντού
απόβλητα και μυρουδιές μιζέριας.

Μια οχλοβοή η ζωή – και όσοι είν’ εκεί χαμένοι
τη χάνουν με ορατή γαλήνη,
αν έχουν την καρδιά τους ευχαριστημένη.

Τους βλέπεις… πάμπτωχοι… γλεντούν τα βράδια. Κι έχει γίνει
πανίσχυρος για τούτους τους αδύναμους ο μύθος, και καθώς
ξαναγεννιέται πάντα… Εγώ, όμως… (τί άλλο μού ’χει μείνει;)
που ξέρω πως ο μύθος μες στην ιστορία ζει όση
ζωή έχει, δεν θα μπορέσω, άραγε, ποτέ με πάθος
να ενεργήσω, αφού ξέρω ότι η ιστορία μας πάει… έχει τελειώσει;


                    1954



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

ΠΑΙΖΕΙ Ο ΕΝΡΙΚΕ ΦΡΑΝΣΙΝΙ




ΠΑΙΖΕΙ Ο ENRIQUE FRANCINI: SENSIBLERO

ΕΛΕΝΗ ΕΛΕΝΑΡΑ



ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΑΝΤΩΝΗΣ ΝΤΑΛΓΚΑΣ: ΕΛΕΝΗ ΕΛΕΝΑΡΑ

Παρασκευή 26 Απριλίου 2013

LONDON CALLING



THE CLASH: LONDON CALLING

ΑΛΦΡΕΤ ΛΙΧΤΕΝΣΤΑΪΝ!




ALFRED LICHTENSTEIN


CAPRICCIO

So will ich sterben:
Dunkel ist es. Und es hat geregnet.
Doch du spürst nicht mehr den Druck der Wolken,
Die da hinten noch den Himmel hüllen
In sanften Sammet.
Alle Straßen fließen, schwarze Spiegel,
An den Häuserhaufen, wo Laternen,
Perlenschnüre, leuchtend hängen.
Und hoch oben fliegen tausend Sterne,
Silberne Insekten, um den Mond –
Ich bin inmitten. Irgendwo. Und blicke
Versunken und sehr ernsthaft, etwas blöde,
Doch ziemlich überlegen auf die raffinierten,
Himmelblauen Beine einer Dame,
Während mich ein Auto so zerschneidet
Daß mein Kopf wie eine rote Murmel
Ihr zu Fügen rollt...

Sie ist erstaunt. Und schimpft dezent. Und stößt ihn
Hochmütig mit dem zierlich hohen Absatz
Ihres Schuhchens
In den Rinnstein –

Ο ΛΑΜΠΗΣ



ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ: Ο ΛΑΜΠΗΣ

ΑΔΙΑΚΡΙΣΙΑ


ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΡΟΜΠΟΤΗΣ


ΑΔΙΑΚΡΙΣΙΑ

Περπατάς βιαστικά
ν’ αποφύγεις τα βλέμματα
τ’ αμήχανα λόγια
όταν συναντάς κάποιον.

Κι όμως όλοι γνωρίζουν.
Ακούς τα βαριά τους βήματα
ν’ ανεβαίνουν τις σκάλες.

Δεν προλαβαίνεις να κρυφτείς.



Από το βιβλίο: Γεράσιμος Ρομποτής, «Άδεια όστρακα (ποιήματα και μεταφράσεις)», Εκδόσεις Γαβριηλιάδης, Αθήνα 2012, σελ. 32.

Πέμπτη 25 Απριλίου 2013

ΤΑ ΜΑΤΟΚΛΑΔΑ ΣΟΥ ΛΑΜΠΟΥΝ



ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ: ΤΑ ΜΑΤΟΚΛΑΔΑ ΣΟΥ ΛΑΜΠΟΥΝ

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΡΟΒΕΡΤΟ ΦΛΟΡΙΟ




ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ROBERTO FLORIO: DAME MI LIBERTAD


ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝ Ο ΣΤΡΑΤΟΣ ΠΑΓΙΟΥΜΤΖΗΣ ΚΑΙ Ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ


ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝ Ο ΣΤΡΑΤΟΣ ΠΑΓΙΟΥΜΤΖΗΣ ΚΑΙ Ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ: ΜΙΑ ΚΑΙ Η ΖΩΗ ΘΑ ΣΒΗΣΕΙ

ΜΗ ΑΝΑΜΕΝΟΜΕΝΟ


ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΛΙΕΡΑΚΗΣ


ΜΗ ΑΝΑΜΕΝΟΜΕΝΟ

Κάποιος τ’ οραματίστηκε
κάθισε και σχεδίασε
αυτιά και μάτια εύφορα
σπόρους εκτινασσόμενους
σώματα με φολίδες
Ετελεύτησαν οι στάσεις
Ζήτωσαν οι μεταστάσεις
Εν αρχή ην το χάος
και το χάος εν τέλει έσεται
προ της Αρχής



Από το βιβλίο: Απόστολος Παλιεράκης, «Μεταποίηση σε στιγμές διαρκείας (Imiteleis)», εκδόσεις Μανδραγόρας, Αθήνα 2011, σελ. 31.

Τετάρτη 24 Απριλίου 2013

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΧΟΡΧΕ ΦΑΛΚΟΝ



ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο JORGE FALCÓN: VOLVIÓ UNA NOCHE

ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΩΝ ΔΑΚΡΥΩΝ


ΕΦΗ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ


[ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΩΝ ΔΑΚΡΥΩΝ]

Στην Κοιλάδα των Δακρύων
μπήκε σέρνοντας ένα καρότσι
ώριμα σταφύλια.

Κλάψτε για μένα, τους είπε.

Κρασί ποτήρια γέμιζε
μεσάνυχτα.



Από το βιβλίο: Έφη Καλογεροπούλου, «Άμμος», Ποείν, Αθήνα 2013, σελ. 17.

Τρίτη 23 Απριλίου 2013

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΜΕΡΣΕΔΕΣ ΣΙΜΟΝΕ




ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η MERCEDES SIMONE: EL AGUACERO

ΤΟ ΠΟΤΙΣΜΑ ΤΟΥ ΚΗΠΟΥ

 

BERTOLT BRECHT



ΤΟ ΠΟΤΙΣΜΑ ΤΟΥ ΚΗΠΟΥ


Ω πότισμα του κήπου, που ενθαρρύνεις το πράσινο!
Πότισε τα διψασμένα δέντρα! Δώσ’ τους κι άλλο νερό,
μην το τσιγκουνεύεσαι! Και μην ξεχάσεις τα χαμόδεντρα,
ακόμα και τα άκαρπα, τα εξαντλημένα και τα στέρφα!
Και μη μου παραμελείς και τα ζιζάνια ανάμεσα στα άνθη –
και λόγου διψάνε! Και μην ποτίζεις μόνο
τα φρέσκα χόρτα ή την ξεζουμισμένη χλόη… –
και στο γυμνό το χώμα πρέπει εσύ δροσιά να δώσεις!



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Κυριακή 21 Απριλίου 2013

ΓΙΑ ΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΘΛΙΒΕΡΗ ΕΠΕΤΕΙΟ




ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ


ΑΝΕΦΙΚΤΗ ΣΤΑΣΗ

Να μείνεις κάπου, να σταθείς· να ρίξεις το παλιό πανωφόρι
πάνω στα γόνατά σου· να κρατήσεις στο χέρι τη χτένα
χωρίς να χτενιστείς – έτσι κοιτάζοντας στο τζάμι
ν’ αναβοσβήνει η πέτρα του δαχτυλιδιού σου, εκείνη
που άναβε εδώ και χρόνια με μικρές, θλιμμένες πυρκαγιές
τόσο όμορφα, ανόητα ποιήματα, χωρίς τίτλους και στίξη,
που, ανύποπτα όλα, υπονοούσαν την ελευθερία.



Από την ποιητική συλλογή «Διάδρομος και σκάλα» (1970).
Από το βιβλίο: Γιάννης Ρίτσος, «Ποιήματα», τ. Ι΄, Κέδρος, Αθήνα 1989, σελ. 243.

ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΒΑΡΝΑΛΗ


Εκδήλωση στη Θεσσαλονίκη σήμερα για το βιβλίο του Ηρακλή Κακαβάνη.

Σάββατο 20 Απριλίου 2013

Η ΒΡΟΧΗ


FEDERICO GARCÍA LORCA


Η ΒΡΟΧΗ

Έχει η βροχή ένα μυστικό αόριστο και τρυφερούλι
και κάτι από υπνηλία υποτακτική και αγαπημένη·
μια μουσική λειψή και πενιχρή ξυπνάει μαζί της
κι η κοιμισμένη τού τοπίου ψυχή μεμιάς δονείται.

Είν’ ένας ασπασμός γαλαζωπός που παίρνει η Γαία,
ο μύθος ο πρωτόγονος που πραγματοποιείται:
του κρύου ουρανού η επαφή με το ήδη γερασμένο χώμα
στης αμφιλύκης την πραότητα που δεν κοπάζει.

Είν’ της οπώρας η αυγή: αυτή που φέρνει τ’ άνθη,
και μας φωτίζει των Ωκεανών το Άγιο Πνεύμα·
αυτή που τη ζωή απάνω στα σπαρμένα χύνει
και πόνο μέσα στην ψυχή για ’κείνα που δεν ξέρει·

η νοσταλγία η τρομερή για μιά ζωή χαμένη
και το μοιραίο αίσθημα πως ήρθαμε αργά στον κόσμο,
ή η φαντασίωση η ασίγαστη απίθανου όρθρου
στην ταραχή που με της σάρκας συγγενεύει χρώμα.

Ξυπνάει ο έρωτας μες στη γκριζάδα του ρυθμού του,
και ο εντός μας ουρανός αίμα άλικο αποκτά θριάμβου,
μα η αισιοδοξία μας σε λύπη παραλλάσσει,
καθώς κοιτάζει τις σταγόνες τις νεκρές στα τζάμια.

Σταγόνες: σαν τα μάτια του απείρου που θωρούνε
το ίδιο το άπειρο κενό που ως μάνα τούς γεννούσε.

Σταγόνες λυώνουν πάνω στην κρυστάλλινη θαμπάδα
και κάνουνε με τη βροχή πληγές Θεού από διαμάντια.
Είν’ του νερού ποιήτριες κι ο στοχασμός τους είδε
ό,τι αγνοεί ο ποταμός και τα παραποτάμια του όλα.

Ω σιωπηλή βροχή χωρίς βασανισμούς και ανέμους,
βροχή μειλίχια και όλο φως γλυκό και κουδουνάκια,
βροχή καλή και ειρηνική, η μόνη που αληθεύεις,
στα πράγματα σαν πέφτεις πάνω με οδυρμούς και θρήνους.

Και ναι, ω βροχή φραγκισκανή, που κουβαλάς στις στάλες
ψυχές διαυγών σιντριβανιών και ταπεινούλες κρήνες!
Σαν κατεβαίνεις σιγανά να πέσεις στα χωράφια,
τα ρόδα της καρδιάς μου με τους ήχους σου ανοίγεις.

Το άσμα το πρωτόγονο που ψέλνεις στη σιωπή μου
και η ιστορία η ηχηρή που διηγείσαι στα κλαράκια
θρηνητικά τα σχολιάζει η έρημη καρδιά μου
σ’ ένα πεντάγραμμο βαθύ και μαύρο δίχως κλείδα.

Γαλήνιας μιάς βροχής τη θλίψη στην καρδιά μου φέρνω,
την απραγματοποίητη κι ανέλπιδη τη θλίψη,
και βλέπω στον ορίζοντα έν’ αστέρι φωτισμένο,
πλην η καρδιά μου να βγώ να τό ’δω μ’ εμποδίζει.

Ω σιωπηλή βροχή που σ’ αγαπάνε τα δεντράκια,
στο πιάνο μου είσαι μιά ηδονή που όλον με αναστατώνει:
στα στήθη μου ομίχλες όμοιες δίνεις και αντηχήσεις
μ’ αυτές που τη νωθρή ψυχή ξυπνάνε του τοπίου.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


****************************


LA LLUVIA


La lluvia tiene un vago secreto de ternura,
algo de soñolencia resignada y amable,
una música humilde se despierta con ella
que hace vibrar el alma dormida del paisaje.

Es un besar azul que recibe la Tierra,
el mito primitivo que vuelve a realizarse.
El contacto ya frío de cielo y tierra viejos
con una mansedumbre de atardecer constante.

Es la aurora del fruto. La que nos trae las flores
y nos unge de espíritu santo de los mares.
La que derrama vida sobre las sementeras
y en el alma tristeza de lo que no se sabe.

La nostalgia terrible de una vida perdida,
el fatal sentimiento de haber nacido tarde,
o la ilusión inquieta de un mañana imposible
con la inquietud cercana del color de la carne.

El amor se despierta en el gris de su ritmo,
nuestro cielo interior tiene un triunfo de sangre,
pero nuestro optimismo se convierte en tristeza
al contemplar las gotas muertas en los cristales.

Y son las gotas: ojos de infinito que miran
al infinito blanco que les sirvió de madre.

Cada gota de lluvia tiembla en el cristal turbio
y le dejan divinas heridas de diamante.
Son poetas del agua que han visto y que meditan
lo que la muchedumbre de los ríos no sabe.

¡Oh lluvia silenciosa, sin tormentas ni vientos,
lluvia mansa y serena de esquila y luz suave,
lluvia buena y pacifica que eres la verdadera,
la que llorosa y triste sobre las cosas caes!

¡Oh lluvia franciscana que llevas a tus gotas
almas de fuentes claras y humildes manantiales!
Cuando sobre los campos desciendes lentamente
las rosas de mi pecho con tus sonidos abres.

El canto primitivo que dices al silencio
y la historia sonora que cuentas al ramaje
los comenta llorando mi corazón desierto
en un negro y profundo pentagrama sin clave.

Mi alma tiene tristeza de la lluvia serena,
tristeza resignada de cosa irrealizable,
tengo en el horizonte un lucero encendido
y el corazón me impide que corra a contemplarte.

¡Oh lluvia silenciosa que los árboles aman
y eres sobre el piano dulzura emocionante;
das al alma las mismas nieblas y resonancias
que pones en el alma dormida del paisaje!

ΜΑΡΟΥΧΑ ΒΙΕΪΡΑ


MARUJA VIEIRA (1922)


CAMPANARIO DE LLUVIA

Te buscaba en la sombra. Lentamente surgía
tu mirada lejana, leve flor de horizontes.
Era clara, serena….Con amor la sentía
transitar el camino de mis ojos insomnes.

No fue un eco ni un sueño. Fue la brisa en al árbol
que me trajo tu acento con perfume de savia
y creció por mis venas y se fue deslizando
con temblor de caricias al llegar a mis manos.

Nada más….en la torre desgranó la campana
un rosario de tiempo claro, fino y distante.
Como niebla de aroma se quedó entre mis labios
la dulzura imposible de una frase: te amo.

Παρασκευή 19 Απριλίου 2013

ΠΑΙΖΕΙ Η ΟΡΧΗΣΤΡΑ ΤΟΥ ΡΟΒΕΡΤΟ ΦΙΡΠΟ



ΠΑΙΖΕΙ Η ΟΡΧΗΣΤΡΑ ROBERTO FIRPO: PILCHA BRUJA



ΝΥΚΤΕΡΙΝΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΙ


FEDERICO GARCÍA LORCA


ΝΥΚΤΕΡΙΝΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΙ

Στη μνήμη του ποιητή José de Ciria y Escalante

1

Ψηλά ανεβαίνει το φεγγάρι
και κάτω τρέχει ο άνεμος.

(Οι αργόσυρτες ματιές μου εμένα
τον ουρανό εξερευνούν.)

Φεγγάρι πάνω απ’ τα νερά,
φεγγάρι κάτω απ’ τον αέρα.

(Οι πεταχτές ματιές μου εμένα
τα χώματα εξερευνούν.)

Δυό κοριτσιών φωνές εφτάναν
στ’ αφτιά μου. Κι έτσι δίχως κόπο
απ’ το φεγγάρι του νερού
επήγα στ’ άλλο τ’ ουρανού.



2

Της νύχτας μπαίνει τό ’να μπράτσο
απ’ το τζαμόφυλλό μου μέσα.

Μαυρειδερό ’ναι και μεγάλο
και κρούει των νερών βραχιόλια.

Σε κρύσταλλο γαλάζιο επάνω
τον ποταμό έπαιζε η ψυχή μου.

Τα λαβωμένα τα λεπτάκια
κυλάγαν μέσ’ απ’ το ρολόι.




3

Απ’ το παράθυρό μου μέσα
προβέλνω, βγάζω το κεφάλι:
να μου το κόψει, βλέπω, θέλει
του άνεμου η λεπιδούλα.

Σε τούτη εδώ τη λαιμητόμο,
την τόσο αόρατη, έχω βάλει
κεφάλι που δεν έχει μάτια:
τους πόθους τους παλιούς μου όλους.

Μιά μυρωδιά από λεμόνι
εγιόμιζε στιγμές πελώριες
εκεί που άνεμος γινόταν
ανθάκι στου φωτός τις γάζες.




4

Στης στέρνας σήμερα τον πάτο
νεκρή μιά νεραϊδούλα βρήκαν.
Τη βγάλαν έξω από τη στέρνα,
τη σαβανώσανε στο χώμα.

Απ’ το κεφάλι ώς τα μούσκλια
ψαράκι πάει και της μιλάει.
Ο άνεμος τη λέει «μικρούλα»,
μα δεν μπορεί να την ξυπνήσει.

Η στέρνα τώρα πιά έχει λύσει
την κόμη της που ’ν’ από φύκια,
και στον αέρα έξω βγάζει
τα στήθη της που ’χουν βατράχια.

Θεός φυλάξοι! Το ζητάμε
απ’ των Νερών την Παναγίτσα
την κόρη να φυλάει της στέρνας
που ’χει στις λεμονιές πεθάνει.

Μετά θα βάλω στο πλευρό της
μικρές δυό νεροκολοκύθες
να τη βοηθάν να επιπλέει
στη θάλασσα, αχ, και στην αρμύρα.




Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.