Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2013
ΝΑ ΖΕΙ ΚΑΝΕΙΣ Ή ΝΑ ΜΗ ΖΕΙ
WILLIAM
SHAKESPEARE
ΝΑ ΖΕΙ ΚΑΝΕΙΣ Ή ΝΑ ΜΗ ΖΕΙ
Να ζει κανείς ή να μη ζει; – το ερώτημα αυτό είναι,
κι αν πρέπει νά ’ναι πιο ευγενές στο πνέμα να υπομένει
μοίρας αλύπητης πετριές, και σαϊτιές συνάμα,
είτε να πάρει τ’ άρματα στα βάσανα ενάντια
κι όρθιος κι αντιμέτωπος, εκείνα να νικήσει..
Θάνατος, ύπνος – τίποτ’ άλλο. Και μ’ έναν ύπνο παύουμε
Πόνους καρδιάς, σάρκας μαρτύρια…
Μετάφραση: Θεόδωρος Α. Πέππας.
*****************
TO BE OR
NOT TO BE
To be, or
not to be, that is the question —
Whether
’tis nobler in the mind to suffer
The slings
and arrows of outrageous fortune,
Or to take
arms against a sea of troubles,
And by
opposing end them. To die, to sleep —
No more;
and by a sleep to say we end
The
heart-ache and the thousand natural shock...
Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΑΣΗ
ΓΙΩΡΓΟΣ
ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ
Η
ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΑΣΗ *
Έχει δίκιο –γι’ άλλη μια φορά– ο
Μπρεχτ, όταν γράφει ότι και οι
ποικιλώνυμοι κρατούντες και ο πολύς ο
κόσμος θεωρούν την κριτική άγονη, ακριβώς διότι ξεκινούν από την ιδέα ότι η
κριτική είναι αδύναμη. Στο σχετικό
ποίημα (: Για την κριτική στάση, που
το έχει μεταφράσει στα ελληνικά ο Μάριος Πλωρίτης και που το διαβάζουμε στην
πασίγνωστη έκδοση του «Θεμελίου») ο ποιητής έχει δίκην εμφάσεως αραιώσει τα
γράμματα της λέξης αυτής που σημαίνει την παθολογία της κριτικής.
Έτσι είναι τα
πράγματα και, πάντως, έχει δώσει «δικαιώματα» γι’ αυτό η ίδια η Κριτική,
τουτέστιν το ιδεατό υπερσύνολο των θεραπόντων της. Οι κρίνοντες αναδεικνύονται
κατά κανόνα σε κόλακες και σε υμνητές των «κρινομένων» – τα κίνητρά τους
ποικίλλουν μεν, αλλά δεν είναι και τόσο μεγάλη η γκάμα τους: το ρεπερτόριο
εξαντλείται στην οπισθοβουλία τους ότι κάποια στιγμή θα είναι αυτοί
«κρινόμενοι» και θα βρεθούν να «κρίνονται» από κάποιον που έχουν ήδη «κρίνει».
Πώς να μην είναι, επομένως, αδύναμη η κριτική;
Τέτοια κριτική
δεν διαθέτει όντως «κράτος»: η ισχύς της είναι –ας μου επιτραπεί η οιονεί
αναιρετική ταυτολογία– ανίσχυρη. Και είναι ανίσχυρη, γιατί δεν μπορεί να
χωρίσει, γιατί αδυνατεί να διακρίνει. Ακριβώς επειδή η κριτική είναι λόγος (ήτοι πρωτίστως κλάσμα), διαιρετική πρέπει να είναι και η λογική της: όταν ο κρίνων διαιρεί,
στην ουσία κομματιάζει και διαλέγει· επ’ ουδενί σωρεύει τα πράγματα. Αυτό, εξ
άλλου, δηλοί και το έτυμον της λέξης διαιρώ:
χωρίζω και επιλέγω, τουτέστιν διακρίνω.
Άρα η κριτική, για να διαθέτει κράτος, πρέπει –για να δικαιολογεί το όνομά της–
να είναι διακριτική. Ό,τι θημωνιάζει και τσουβαλιάζει όλα τα πράγματα αδιακρίτως, δεν είναι κριτική – είναι
ακρισία.
Μετά διακρίσεως
πρέπει λοιπόν να εκφέρεται ο κριτικός λόγος: με πολύ οξείες γωνίες και εναντίον
της στρογγυλότητας. Να βασανίζει και ταυτόχρονα να θεραπεύει πρέπει η κριτική.
Αυτή είναι η τέχνη της – δεν είναι η από αιώνων τετριμμένη ωραιολογία ούτε ο
βερμπαλιστικός καθωσπρεπισμός ούτε η μεστή σιελορροίας ψευδευγένεια. Τα καλά
λόγια, για να είναι όντως καλά, δεν πρέπει να είναι του σωρού, αλλά της
διαφοράς. Από τα στοιχειώδη μαθηματικά γνωρίζουμε ότι η διαίρεση είναι κατ’
ουσίαν αφαίρεση· γι’ αυτό και ο διαιρετικός / επιλεκτικός λόγος της κραταιάς
κριτικής συστήνει όντως τη διαφορά,
παναπεί το άλλο.
Ο Μπρεχτ στο
ίδιο ποίημά του σημειώνει ενδεικτικά και συνάμα επιλεκτικά τέσσερεις διαφορές·
τέσσερεις καταστάσεις που συνιστούν διαφορετικότητες: το μέρωμα ενός ποταμού,
το μπόλιασμα ενός δέντρου, τη μόρφωση ενός ανθρώπου και την αλλαγή ενός κράτους.
Οι νέες αυτές καταστάσεις δεν προκύπτουν στα κουτουρού... εική και ως έτυχε...,
αλλά κατόπιν εμπεδώσεως κραταιού κριτικού λόγου· με την τελείωση του λόγου
επιτυγχάνεται η από όλους ορατή διαφορά,
γιατί πια έχουμε άλλον ποταμό, άλλο
δέντρο, άλλον άνθρωπο και άλλο κράτος.
Ειδικά μάλιστα
στο τελευταίο επιμένει ιδιαίτερα ο Μπρεχτ και, κλείνοντας το ποίημά του, λέει
ότι η οπλισμένη κριτική μπορεί και κράτη ακόμα να ξεθεμελιώσει, και δη να το
κάνει έτσι, ώστε να δίνει ταυτόχρονα και αψευδή δείγματα της τέχνης της.
* Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Φρέαρ", τχ. 3.
ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟΥΣ ΤΟΛΜΗΡΟΥΣ
BENJAMIN PÉRET
ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟΥΣ ΤΟΛΜΗΡΟΥΣ
Κάτω από τα βήματα του ορίζοντα
βαθουλώνει το πηγάδι του έρωτα
που ονομάζεται βίκος του καλόγερου
Ω πηγάδι που κάνεις ορατά τα αστέρια το μεσημέρι
και τον ήλιο μες στα μαλλιά των εποχών
περιμένω την ημέρα απλή σαν ένα φρούτο
όπου ανάλαφρα μια κάποια Αρκαδία
κατεβαίνοντας κατά μήκος του ορίζοντα
θα προσφέρει στα παιδιά της θανάσιμης έκλειψης
το παρθένο και γυμνό σώμα της
σημαδεμένο ανάμεσα στα στήθη με ένα εξισωτικό σύμβολο
Μετάφραση: Σωτήρης Λιόντος.
Από το βιβλίο: Μπενζαμέν Περέ, «Απαγορεύεται η αφισσοκόλλησις
και άλλα ποιήματα», Εισαγωγή – μετάφραση – σημειώσεις: Σωτήρης Λιόντος & Νίκος
Σταμπάκης, ύψιλον / βιβλία, Αθήνα 2007, σελ. 67.
ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΑΠΟΤΑΜΙΕΥΣΕΩΣ
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ ΚΗΛΑΗΔΟΝΗΣ
OIKONOMIA KANE
Οικονομία κάνε και σφίξε τα λουριά
τώρα που είσαι νέος νά 'χεις στα γηρατειά.
Οικονομία κάνε, τί θες τα περιττά,
τώρα που είσαι νέος, σώρευε τον παρά.
Φασούλι το φασούλι
γεμίζει το σακούλι,
φασούλι το φασούλι
γεμίζει το σακούλι σου.
Ομολογίες πάρε, παράς φέρνει παρά,
νά 'χεις σαν θα γεράσεις, όλα σου τα καλά.
Τί θες τώρα να ζήσεις, ζωή 'ναι και περνά
όμως σαν θα γεράσεις, θά 'χεις παρά με ουρά.
Φασούλι το φασούλι
γεμίζει το σακούλι,
φασούλι το φασούλι
γεμίζει το σακούλι σου.
τώρα που είσαι νέος νά 'χεις στα γηρατειά.
Οικονομία κάνε, τί θες τα περιττά,
τώρα που είσαι νέος, σώρευε τον παρά.
Φασούλι το φασούλι
γεμίζει το σακούλι,
φασούλι το φασούλι
γεμίζει το σακούλι σου.
Ομολογίες πάρε, παράς φέρνει παρά,
νά 'χεις σαν θα γεράσεις, όλα σου τα καλά.
Τί θες τώρα να ζήσεις, ζωή 'ναι και περνά
όμως σαν θα γεράσεις, θά 'χεις παρά με ουρά.
Φασούλι το φασούλι
γεμίζει το σακούλι,
φασούλι το φασούλι
γεμίζει το σακούλι σου.
Στίχοι: Γιάννης Νεγρεπόντης.
Μουσική: Λουκιανός Κηλαηδόνης.
Δίσκος : Μικροαστικά 1973.
Μουσική: Λουκιανός Κηλαηδόνης.
Δίσκος : Μικροαστικά 1973.
ΟΛΓΑ ΟΡΟΣΚΟ!
OLGA OROZCO (1920-1999)
EN TU INMENSA PUPILA
Me reconoces, noche,
me palpas, me recuentas,
no como avara sino como una falsa ciega,
o como alguien que no sabe jamás quién es la náufraga y quién
me palpas, me recuentas,
no como avara sino como una falsa ciega,
o como alguien que no sabe jamás quién es la náufraga y quién
la endechadora.
Me has escogido a tientas para estatua de tus alegorías,
sólo por la costumbre de sumergirme hasta donde se acaba el
Me has escogido a tientas para estatua de tus alegorías,
sólo por la costumbre de sumergirme hasta donde se acaba el
mundo
y perder la cabeza en cada nube y a cada paso el suelo debajo
y perder la cabeza en cada nube y a cada paso el suelo debajo
de los pies.
¿Y acaso no fui siempre tu hijastra preferida,
esa que se adelanta sin vacilaciones hacia la trampa urdida por
¿Y acaso no fui siempre tu hijastra preferida,
esa que se adelanta sin vacilaciones hacia la trampa urdida por
tu mano,
la que muerde el veneno en la manzana o copia tu belleza del
la que muerde el veneno en la manzana o copia tu belleza del
espejo traidor?
Olvidaron atarme al mástil de la casa cuando tú pasabas
para que no me fuera cada vez tras tu flauta encantada de ladrona
Olvidaron atarme al mástil de la casa cuando tú pasabas
para que no me fuera cada vez tras tu flauta encantada de ladrona
de niños,
y fue a expensas del día que confundí en tu bolsa la blancura y la nieve,
los lobos y las sombras.
Ahora es tarde para volver atrás y corregir las horas de acuerdo con
y fue a expensas del día que confundí en tu bolsa la blancura y la nieve,
los lobos y las sombras.
Ahora es tarde para volver atrás y corregir las horas de acuerdo con
el sol.
Ahora me has marcado con tu alfabeto negro.
Pertenezco a la tribu de los que se hospedan en radiantes tinieblas,
de los que ven mejor con los ojos cerrados y se acuestan del lado
Ahora me has marcado con tu alfabeto negro.
Pertenezco a la tribu de los que se hospedan en radiantes tinieblas,
de los que ven mejor con los ojos cerrados y se acuestan del lado
del abismo y alzan vuelo y no vuelven
cuando Tomás abre de par en par las puertas del evidente mediodía.
Tú fundas tu Tebaida en lo invisible. Tú no concedes pruebas.
Tú aconteces, secreta, innumerable, sin formular,
como una contemplación vuelta hacia adentro,
donde cada señal es el temblor de un pájaro perdido en un recinto
cuando Tomás abre de par en par las puertas del evidente mediodía.
Tú fundas tu Tebaida en lo invisible. Tú no concedes pruebas.
Tú aconteces, secreta, innumerable, sin formular,
como una contemplación vuelta hacia adentro,
donde cada señal es el temblor de un pájaro perdido en un recinto
inmenso
y cada subida un salto en el vacío contra gradas y ausencias.
Tú me vigilas desde todas partes,
descorriendo telones, horadando los muros, atisbando entre fardos
y cada subida un salto en el vacío contra gradas y ausencias.
Tú me vigilas desde todas partes,
descorriendo telones, horadando los muros, atisbando entre fardos
de penumbra;
me encuentras y me miras con la mirada del cazador y del testigo,
mientras descubro en medio de tus altas malezas el esplendor de
me encuentras y me miras con la mirada del cazador y del testigo,
mientras descubro en medio de tus altas malezas el esplendor de
una ciudad perdida,
o busco en vano el rastro del porvenir en tus encrucijadas.
Tú vas quién sabe adónde siguiendo las variaciones de la tentación
o busco en vano el rastro del porvenir en tus encrucijadas.
Tú vas quién sabe adónde siguiendo las variaciones de la tentación
inalcanzable,
probándote los rostros extremos del horror, de la extrema belleza,
la imposible distancia de los otros, el tacto del infierno,
visiones que se agolpan hasta donde te alcanza la oscuridad que tengo,
hasta donde comienzas a rodar muerte abajo con carruajes, con piedras
probándote los rostros extremos del horror, de la extrema belleza,
la imposible distancia de los otros, el tacto del infierno,
visiones que se agolpan hasta donde te alcanza la oscuridad que tengo,
hasta donde comienzas a rodar muerte abajo con carruajes, con piedras
y con perros.
Pero yo no te pido lámparas exhumadas ni velos entreabiertos.
No te reclamo una lección de luz,
como no le reclamo al agua por la llama ni a la vigilia por el sueño.
O habría de confiar menos en ti que en las duras, recelosas estrellas?
¡Hemos visto tantos misterios insolubles con sus blancos reflejos, aún
Pero yo no te pido lámparas exhumadas ni velos entreabiertos.
No te reclamo una lección de luz,
como no le reclamo al agua por la llama ni a la vigilia por el sueño.
O habría de confiar menos en ti que en las duras, recelosas estrellas?
¡Hemos visto tantos misterios insolubles con sus blancos reflejos, aún
a pleno sol!
Basta con que me lleves de la mano como a través de un bosque,
noche alfombrada, noche sigilosa, que aprenda yo lo que quieres decir,
Basta con que me lleves de la mano como a través de un bosque,
noche alfombrada, noche sigilosa, que aprenda yo lo que quieres decir,
lo que susurra el viento,
y pueda al fin leer hasta el fondo de mi pequeña noche en tu pupila
y pueda al fin leer hasta el fondo de mi pequeña noche en tu pupila
inmensa.
Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2013
ΤΗΣ ΑΓΝΟΤΗΤΑΣ ΜΠΑΛΛΑΝΤΑ ΣΕ ΚΛΙΜΑΚΑ ΜΕΙΖΟΝΑ
BERTOLT
BRECHT
ΤΗΣ ΑΓΝΟΤΗΤΑΣ ΜΠΑΛΛΑΝΤΑ ΣΕ ΚΛΙΜΑΚΑ ΜΕΙΖΟΝΑ
Αχ, λυώσανε και οι δυό μαζί και ομάδι
κι αυτός (δικιά του είναι) θαρρεί πως την ξεντύνει.
Συνδαύλισε το ξάναμμά τους το σκοτάδι
κι αυτή, μαζί του μόνη (σκέφτεται) έχει μείνει.
Το μέτωπο τής φίλησε, όπως κάνει η μάνα –
το κοριτσάκι μας δεν είταν δα πουτάνα,
μα κι ούτε εσκόπευε ποτέ τσουλί να γίνει.
Αχ, των χεριών, αχ, το γλυκό-γλυκό παιχνίδι!
τα φυλλοκάρδια της χτυπάν και παν να βγούνε!
Κουράγιο εκείνος για να βρει, νά!, αμφότεροι ήδη
στις προσευχές το ρίξανε να βοηθηθούνε,
Το μέτωπο τού φίλησε, όπως κάνει η μάνα –
το κοριτσάκι μας δεν είταν δα πουτάνα,
και καν κι αυτό δεν νόγαγε: πώς αρχινούνε...
Και προκειμένου αυτός να μην την ατιμάσει
(: να μην την διακορεύσει),
επήγε σ’ ένα σπίτι
και τού ’μαθε η κυρά να φτάνει δίχως βιάση
ως θέλει η φύση που γλεντά: τον έρωτα ήτοι.
Αυτή είχε ένα κορμί – και τ’ όνομά του Λήθη.
Αυτός, αν και ως ασκητής δεν εξησκήθη,
ιδού πρωτόδωσε τον όρκο του ερημίτη.
Την έγκαυσή της τώρα εκείνη για να σβήσει,
που αθέλητά του εντός της είχε ανάψει εκείνος,
το ανέθεσε σε κάποιον που της βρήκε λύση –
σε τύπο λαϊκό που ’χε κάτι και από κτήνος.
(Στο πρώτο χούφτωμά της σκίστηκε στα δύο·
στη σκάλα εγνώρισε χαρά τρελή το αιδοίο!)
Τη φίλαγε, τη δάγκωνε στο στόμα, στα ούλα –
κι εκείνη, που δεν είταν δα καλογριούλα,
πολύ ευφραινόταν, λες και παντού έρρεε οίνος.
Κατόπιν παίνευε ο πρώτος το μυαλό του
που ανέκαθεν σωστά ήξερε πώς να εκτιμάει:
στο μέτωπο φιλί, και αναμονή έως ότου
φανεί ένα φως στο τούνελ μιας νυχτιάς του Μάη... –
Νταβάς ο μεν, πουτάνα η δε, μα (φως σημάδι)
αιδοίο απά’ στο κούτελο, λεν, δεν συνάδει
με τα ήθη τα χρηστά, και αίσχος καταντάει.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
30 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1988: ΜΝΗΜΗ ΤΑΣΟΥ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗ
ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ
ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΑΣΟ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗ
Μας έδειξες πώς γινότανε η πόλη
που μέσα της αλλάζουμε κι εμείς
μας έδειξες πράγματα που τρομάζαμε
να παραδεχτούμε για οριστικά –
τους δρόμους μετά τη συντριβή της επανάστασης
τις πυρκαγιές που είχανε σβήσει στον γυρισμό
τη στάχτη, την γκρίζα σιγανή βροχή
τους παρατημένους έρωτες, τ’ αδέσποτα σκυλιά
στις άλλοτε γειτονιές μας, τους πεθαμένους
που μας επισκέπτονται τακτικά
στα καινούργια σπίτια μας.
Ήθελα να σου τα πω όλα αυτά
όχι πως δεν τά ’ξερες, αλλά το ανέβαλλα.
Με κάτι άλλο ήμαστε διαρκώς
Και οι δυό μας απασχολημένοι.
Από την ποιητική συλλογή: Η ηδονή των παρατάσεων (1992).
Από το βιβλίο: Τίτος Πατρίκιος, «Ποιήματα, IV (1988-202)», Κέδρος, Αθήνα 2007, σελ.
108.
ΦΙΛΙΠ ΣΟΥΠΩ!
PHILIPPE
SOUPAULT
L’ANÉMONE
QUI RÉGNAIT SUR LA MER
L’anémone qui
régnait sur la mer
Règne encore
c’est entendu
Mais si peu elle
est perdue
Elle est perdue
au fond des mers
Elle se souvient
de ses diamants
Suspendus à
l’arc-en-ciel
Suspendus dans la
rosée
Et les huitres
bâillent alentour
Pour lui offrir
des perles.
Mais l’anémone
qui régnait sur la mer
Ne règne presque
plus et l’ancre de fer
L’a mordue
cruellement et elle mourra tantôt
ΚΑΜΙΛΛΟ ΣΜΠΑΡΜΠΑΡΟ!
CAMILLO SBARBARO
DONNA FERMA SUL CANTO DELLA VIA
Donna ferma sul canto della via,
che dagli occhi non mostri di vedere,
non importuni con la voce, stai
nella strada dorata come pietra
sorda;
che dagli occhi non mostri di vedere,
non importuni con la voce, stai
nella strada dorata come pietra
sorda;
fossi la marionetta che s’affloscia
al muro, l’occhio vacuo, le braccia
penzoloni!
e se viva
sei, t’impuntassi innanzi a ognuno, muta
che indica col dito, nero il buco
della bocca…
al muro, l’occhio vacuo, le braccia
penzoloni!
e se viva
sei, t’impuntassi innanzi a ognuno, muta
che indica col dito, nero il buco
della bocca…
Senza paura non ti guardo, tanto
mi rassomigli; non viva, non morta;
donna ferma sul canto della via.
mi rassomigli; non viva, non morta;
donna ferma sul canto della via.
Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2013
ΚΟΠΩΣΗ
JINDŘICH
ŠTYRSKÝ (1899-1942)
ΚΟΠΩΣΗ
Οι δρόμοι που εβάδισε η Παυλίνα
Σαρώθηκαν από την άμμο
Οι δρόμοι αυτοί καλούνται πλάνες
Που ουδείς αντιλαμβάνεται
Και ουδείς να εξηγήσει δύναται
Μέχρι τα βράδια του Φθινόπωρου
Και ίσαμε την απελπισία
Δεν υπάρχει εδώ τίποτα ν’ αξίζει μια κόλλα χαρτί
Η τεχνική του έρωτα εξακολουθεί παραμένουσα άλλη
Διαφορετική
Θα γίνετε τα ωραιότερα ερείπια του κόσμου
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ
ΤΑΣΟΣ ΓΑΛΑΤΗΣ
ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ
Στη Θήβα ο Πίνδαρος, στην Αθήνα ο Σοφοκλής
στο Τζάντε και στην Κέρκυρα
ο κόντες Σολωμός και ο ποπολάρος Κάλβος.
Ο Δούκαρης στους Ποδαράδες, ο Σινόπουλος στον Περισσό
εγώ στην Καλογραίζα μαύρος από τον λιγνίτη
μα γιατί λοιπόν να κυνηγάμε την αιωνιότητα
δείτε καλύτερα τα πόδια σας
περπατήστε κάποια μέρα ώς τα Μάρμαρα,
θυμηθείτε λίγο
θυμηθείτε τα Πατσαβουρέικα, τους γύφτος
τα τσαντήρια.
Από το βιβλίο: Τάσος Γαλάτης, «Το φως του κόσμου», Τυπωθήτω,
Αθήνα 2013, σελ. 27.
ΧΙΟΝΟΣΚΟΝΗ
KRISZTINA TÓTH (1967)
ΧΙΟΝΟΣΚΟΝΗ
Πού πήγανε τριανταδύο χρόνια;
Πώς κύλησαν οι μέρες κι οι βδομάδες;
Πάει τέλειωσε
δεν έχει άλλο –
– το παρόν δανείζει χρόνο
(εκεί που δεν είμαι).
Αλλά το παρελθόν
είναι εκεί
τόσος χρόνος πέρασε, σχεδόν όλος.
Αλλά
δεν είναι μόνο αυτό που με ξαφνιάζει:
τόσο το φεγγάρι
όσο και ο ήλιος
έχουν φασκιώσει τη ζωή μου τώρα που πάγωσε –
ό,τι δεν έχω κάνει, τώρα το σχεδιάζω.
Από τη ζωή μου άλλωστε
έχω ζήσει τη μισή:
το πρόσωπό μου βλέπεται ακόμη,
το στήθος μου καλά κρατάει, τολμώ
να πω. Όλα εντάξει
ώς εδώ.
Υπάρχει κι ένα αγοράκι (το χρυσό μου!).
Ίσως ν’ αρχίσει να μιλάει εφέτος:
ιδού η φλυαρία
του χειμώνα.
Αλλά πού πήγαν άραγε όλα όσα πέρασα,
όλα αυτά τα χρόνια της χιονόσκονης;
Η σκόνη μου,
η ζέστη μου
ένα αγοράκι (το χρυσό μου!).
Ίσως ν’ αρχίσει να μιλάει εφέτος:
ιδού η φλυαρία
του χειμώνα.
Αλλά πού πήγαν άραγε όλα όσα πέρασα,
όλα αυτά τα χρόνια της χιονόσκονης;
Η σκόνη μου,
η ζέστη μου
έγιναν ένα με το διάστημα
ή μήπως άφησαν πίσω τους κάποιο ίχνος;
Ό,τι έμεινε
– είναι ν’ απορεί κανείς–
στα βάθη των λέξεων και των καρδιών
μα έτσι θα ξοφλήσει η ζωή μου;
Ή μήπως
Ακίνητη
Πίσω από αυτή την τόσο μπερδεμένη ζωή
που μόλις άγγιξα
θα ’ρθει μια μέρα, εκεί που θα στέκομαι,
η φώτιση για να την καταλάβω επιτέλους;
Μετάφραση: Γιώργος Βέης.
Από το βιβλίο: «Η κοινή
μας φούγκα – Ανθολογία νέων ούγγρων ποιητών», εισαγωγή Αλέξης Ζήρας, επιμέλεια
Ρούλα Κακλαμανάκη, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2010, σελ. 125-126.
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΜΑΝΟΛΟ ΕΣΚΟΜΠΑΡ
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο MANOLO
ESCOBAR
EL POROMPOMPERO
EL POROMPOMPERO
El trigo entre todas las flores
ha elegido a la amapola,
y yo elijo a mi Dolores,
Dolores, Lolita, Lola.
Y yo, y yo elijo a mi Dolores
que es la, que es la flor más perfumada,
Doló, Dolores, Lolita, Lola.
Porompom pón, poropo, porompom pero, peró,
poropo, porom pompero, peró,
poropo, porompom pon.
A los chicos de mi cara
les voy a poner un candao
por no ver las cosas raras
de este niñato chalao, por no,
por no ver las cosas raras de esé,
de ese niñato chalao que te,
que te apunta y no dispara.
El cateto de tu hermano
que no me venga con leyes,
es payo y yo soy gitano
que llevo sangre de reyes, que es pa,
que es payo y yo soy gitano, que lle,
que llevo sangre de reyes en la,
en la palma de la mano.
Verde era la hoja,
verde era la parra,
debajo del puente,
retumba,retumba, retumba...
ha elegido a la amapola,
y yo elijo a mi Dolores,
Dolores, Lolita, Lola.
Y yo, y yo elijo a mi Dolores
que es la, que es la flor más perfumada,
Doló, Dolores, Lolita, Lola.
Porompom pón, poropo, porompom pero, peró,
poropo, porom pompero, peró,
poropo, porompom pon.
A los chicos de mi cara
les voy a poner un candao
por no ver las cosas raras
de este niñato chalao, por no,
por no ver las cosas raras de esé,
de ese niñato chalao que te,
que te apunta y no dispara.
El cateto de tu hermano
que no me venga con leyes,
es payo y yo soy gitano
que llevo sangre de reyes, que es pa,
que es payo y yo soy gitano, que lle,
que llevo sangre de reyes en la,
en la palma de la mano.
Verde era la hoja,
verde era la parra,
debajo del puente,
retumba,retumba, retumba...
ΑΟΥΓΚΟΥΣΤΟ ΝΤΟΣ ΑΝΖΟΣ
AUGUSTO DOS ANJOS (1884-1914)
O MAR
O mar é triste como um cemitério;
Cada rocha é uma eterna sepultura
Banhada pela imácula brancura
De ondas chorando num alvor etéreo.
Cada rocha é uma eterna sepultura
Banhada pela imácula brancura
De ondas chorando num alvor etéreo.
Ah! dessas vagas no bramir funéreo
Jamais vibrou a sinfonia pura
Do Amor; lá, só descanta, dentre a escura
Treva do oceano, a voz do meu saltério!
Jamais vibrou a sinfonia pura
Do Amor; lá, só descanta, dentre a escura
Treva do oceano, a voz do meu saltério!
Quando a cândida espuma dessas vagas,
Banhando a fria solidão das fragas,
Onde a quebrar-se tão fugaz se esfuma,
Banhando a fria solidão das fragas,
Onde a quebrar-se tão fugaz se esfuma,
Reflete a luz do sol que já não arde,
Treme na treva a púrpura da tarde,
Chora a Saudade envolta nesta espuma!
Treme na treva a púrpura da tarde,
Chora a Saudade envolta nesta espuma!
Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2013
ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΛΟΥ ΡΗΗΝΤ
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο LOU REED
PERFECT DAY
Just a perfect day
Drink sangria in the park
And then later, when it gets dark
We go home
Just a perfect day
Feed animals in the zoo
Then later a movie, too
And then home
Oh, it's such a perfect day
I'm glad I spent it with you
Oh, such a perfect day
You just keep me hanging on
You just keep me hanging on
Just a perfect day
Problems all left alone
Weekenders on our own
It's such fun
Just a perfect day
You made me forget myself
I thought I was someone else
Someone good
Oh, it's such a perfect day
I'm glad I spent it with you
Oh, such a perfect day
You just keep me hanging on
You just keep me hanging on
You're going to reap just what you sow
You're going to reap just what you sow
You're going to reap just what you sow
You're going to reap just what you sow
Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΩΝ ΣΙΩΠΗΛΩΝ
ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΙΕΡΟΠΑΙΣ (1920-1945)
Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΩΝ ΣΙΩΠΗΛΩΝ
Χειμώνας
1941
Το τελευταίο φθινόπωρο ξεκίνησε
κι ήταν κάτι ακαθόριστο, σαν κόμπος στο λαρύγγι,
σα μιά θηλιά ήρθε στο λαιμό και δέθηκε.
Κι η κάθε κίνηση όλο πιότερο τη σφίγγει.
Της πείνας το φθινόπωρο που εκίνησε,
δίχως ρομαντισμό ήρθε να κουρσέψει,
κι όπως καβάλησε στο φορτηγό αυτοκίνητο,
μιά λεία από ανθρώπους πλούσια θα μαζέψει.
Τα ξένοιαστα παιδιά μαζεύει, που άφησαν
τα γελαστά απογεύματα και τα παιχνίδια,
τα παιδιά που γυρνούν στους δρόμους, ψάχνοντας
για φλούδες κι αποφάγια στα σκουπίδια.
Μαζεύει αυτούς που πάγωσε στα χείλια τους
το ανέκφραστο χαμόγελο, που τρέφει η απελπισία.
Μαζεύει τους νεκρούς... Γιατί όσοι σώπασαν,
αυτοί σκοτώνουν της ζωής τη σημασία.
Κι έτσι σε δρόμους σκοτεινούς, τραβούν και χάνονται
και μια θηλιά στο τέρμα τούς προσμένει,
και μια θηλιά για τον καθένα κρέμεται,
μα σφίγγεται και πνίγει όποιον σωπαίνει.
Μες στης σιωπής το πέλαγος το ακύμαντον
η απελπισία ενός λαού διαβαίνει.
Στο πέλαγο η φωνή του θάρρους σώπασε
κι όταν σωπαίνει ένας Λαός, πεθαίνει.
κι ήταν κάτι ακαθόριστο, σαν κόμπος στο λαρύγγι,
σα μιά θηλιά ήρθε στο λαιμό και δέθηκε.
Κι η κάθε κίνηση όλο πιότερο τη σφίγγει.
Της πείνας το φθινόπωρο που εκίνησε,
δίχως ρομαντισμό ήρθε να κουρσέψει,
κι όπως καβάλησε στο φορτηγό αυτοκίνητο,
μιά λεία από ανθρώπους πλούσια θα μαζέψει.
Τα ξένοιαστα παιδιά μαζεύει, που άφησαν
τα γελαστά απογεύματα και τα παιχνίδια,
τα παιδιά που γυρνούν στους δρόμους, ψάχνοντας
για φλούδες κι αποφάγια στα σκουπίδια.
Μαζεύει αυτούς που πάγωσε στα χείλια τους
το ανέκφραστο χαμόγελο, που τρέφει η απελπισία.
Μαζεύει τους νεκρούς... Γιατί όσοι σώπασαν,
αυτοί σκοτώνουν της ζωής τη σημασία.
Κι έτσι σε δρόμους σκοτεινούς, τραβούν και χάνονται
και μια θηλιά στο τέρμα τούς προσμένει,
και μια θηλιά για τον καθένα κρέμεται,
μα σφίγγεται και πνίγει όποιον σωπαίνει.
Μες στης σιωπής το πέλαγος το ακύμαντον
η απελπισία ενός λαού διαβαίνει.
Στο πέλαγο η φωνή του θάρρους σώπασε
κι όταν σωπαίνει ένας Λαός, πεθαίνει.
Από το βιβλίο: «Λευτέρης Ιερόπαις – Μια παρουσίαση από τον
Γιώργο Μαρκόπουλο», Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 1999, σελ. 22-23.
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΧΟΡΧΕ ΔΟΥΡΑΝ
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο JORGE DURÁN
SANGRE MALEVA
SANGRE MALEVA
La Boca,
Avellaneda, Barracas, Puente Alsina,
el bajo de Belgrano y en el mismo arrabal
fue siempre respetado el zurdo Cruz Medina,
por ser un buen amigo, muy noble y servicial.
Fue hombre entre los hombres, fue taita entre matones,
pasó su vida breve allá en el arrabal
donde se oyó de noche la ronda de botones
y en un café del barrio solloza un bandoneón.
Era un malevo sin trampas, sin padrinos ni agachada;
nada de compadrada, pero de temple y acción
Caseros lo vio jugarse sin achicar la parada,
y en el hampa está sentada su fama de gran varón.
Pero una noche de esas allá en Avellaneda,
guapiándole a la yuta por dentro el arrabal
sonaron cuatro tiros y sobre la vereda
caía Cruz Medina blandiendo su puñal.
Pronto saltó la bronca, cayó la policía,
y en un charco de sangre al malevo encontró,
herido mortalmente, rebelde en su agonía,
pero con voz de macho de esta manera habló:
«No me pregunten agentes, quien fue el hombre que me ha herido,
será tiempo perdido, porque no soy delator.»
Déjenme, no más, que muera, y de esto nadie se asombre,
que el hombre para ser hombre, no debe ser batidor.
el bajo de Belgrano y en el mismo arrabal
fue siempre respetado el zurdo Cruz Medina,
por ser un buen amigo, muy noble y servicial.
Fue hombre entre los hombres, fue taita entre matones,
pasó su vida breve allá en el arrabal
donde se oyó de noche la ronda de botones
y en un café del barrio solloza un bandoneón.
Era un malevo sin trampas, sin padrinos ni agachada;
nada de compadrada, pero de temple y acción
Caseros lo vio jugarse sin achicar la parada,
y en el hampa está sentada su fama de gran varón.
Pero una noche de esas allá en Avellaneda,
guapiándole a la yuta por dentro el arrabal
sonaron cuatro tiros y sobre la vereda
caía Cruz Medina blandiendo su puñal.
Pronto saltó la bronca, cayó la policía,
y en un charco de sangre al malevo encontró,
herido mortalmente, rebelde en su agonía,
pero con voz de macho de esta manera habló:
«No me pregunten agentes, quien fue el hombre que me ha herido,
será tiempo perdido, porque no soy delator.»
Déjenme, no más, que muera, y de esto nadie se asombre,
que el hombre para ser hombre, no debe ser batidor.
ΦΕΡΝΑΝΤΟ ΠΕΣΣΟΑ
FERNANDO PESSOA
SONHOS
Sonhos, sistemas, mitos, ideais…
Fito a água insistente contra o cais,
E, como flocos de um papel rasgado,
A ela dando-os como a um justo fado,
Sigo-os com olhos em que não há mais
Que um vão desassossêgo resignado.
Fito a água insistente contra o cais,
E, como flocos de um papel rasgado,
A ela dando-os como a um justo fado,
Sigo-os com olhos em que não há mais
Que um vão desassossêgo resignado.
Eles a mim como consolarão -
A mim, que de inquieto já nem choro;
Que na êrma mente e no êrmo coração
Sombras, só sombras, sombra, rememoro;
A mim, em tudo, sempre em vão,
Cansado até dos deuses que não são?
Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Olivia Palermo.
A mim, que de inquieto já nem choro;
Que na êrma mente e no êrmo coração
Sombras, só sombras, sombra, rememoro;
A mim, em tudo, sempre em vão,
Cansado até dos deuses que não são?
Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Olivia Palermo.
Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2013
ΔΙΑΛΕΞΗ
JOSÉ
EMILIO
PACHECO
ΔΙΑΛΕΞΗ
Επαίνεσα το ακροατήριό μου
Ανανέωσα την παρακαταθήκη του
από κοινούς τόπους,
ιδέες ανάλογες με τα σημερινά χρόνια.
Τα κατάφερα να τους κάνω
να γελάσουν μια-δυο φορές
και τελείωσα όταν άρχιζε η πλήη.
Πού τάχατες
να κρυφτώ για να ξεπλύνω τη ντροπή μου;
Μετάφραση: Γιώργος Ρούβαλης.
Από το βιβλίο: Jose Emilio Pacheco, «Εσχάτη προδοσία – Ανθολογία ποιημάτων 1958-2000»,
εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια Γιώργος Ρούβαλης, Ηριδανός, Αθήνα 2010, σελ. 64.
ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ ΚΑΡΛΟΣ ΓΟΥΙΛΛΙΑΜΣ!
WILLIAM
CARLOS WILLIAMS
WILLOW POEM
It is a
willow when summer is over,
a willow by
the river
from which
no leaf has fallen nor
bitten by
the sun
turned
orange or crimson.
The leaves
cling and grow paler,
swing and
grow paler
over the
swirling waters of the river
as if loth
to let go,
they are so
cool, so drunk with
the swirl
of the wind and of the river –
oblivious
to winter,
the last to
let go and fall
into the
water and on the ground.