OCTAVIO PAZ
ΤΗΣ ΠΟΛΕΩΣ Η ΑΜΦΙΛΥΚΗ
1
Σκέλεθρα αβέβαια ο ήλιος τώρα καταπίνει·
και ως τάφρος χαίνει ο ουρανός χιλιοσπασμένη·
το φως νυχτώνει· γέρνει η μάντρα γκρεμισμένη·
κι η έρημός τους φτύνει σκόνη σα χαμψίνι.
Οι ξύπνιες φλαμουριές φρενάρουν, για να μείνει
βαθιά η σιωπηλή πλατεία νυχτωμένη:
στ’ απόκρυφα η γυναίκα στα τυφλά αγγιγμένη
και πληγωμένη απ’ το κενό που ανοιγοκλείνει.
Οι δρόμοι, όπου το τίποτα με ορμή εκβάλλει,
οι δρόμοι δίχως τέλος είναι σε ντελίριο
ομόλογο με του αόκνου στοχασμού το ήθος.
Όλα όσα με καλούν και με φωνάζουν πάλι
εντός σου τά ’χεις, πόλη, σαν κενό πειστήριο
που μέσα εθάφτηκε στο πέτρινό σου στήθος.
2
Βουβός, σαν σιωπηλός βραχότοπος, σκιώδης,
σαν ουρανός χοντρός πηχτός λασκαρισμένος,
πέφτει ο ουρανός από το βάρος του αρπαγμένος –
και λίθος και πηγάδι: κυνηγός λυσσώδης.
Το σούρουπο τον όλεθρό του ανάβει· χαώδεις
–στης τέφρας μέσα και στου χάσματος το γένος–
οι δρόμοι οι μολυβιοί απ’ τους γύψους, και με μένος
τους κοπανάει μια βιωτή βουβή και ιλιγγιώδης.
Η λέπρα η κάτωχρη, που ισορροπεί στην πέτρα,
τρεμίζει πάει γυρνάει στις μάντρες κάθε βράδυ,
στα φέρετρα με τη λευκή σατέν φαρέτρα.
Ο οικόσιτος και καθ’ ημέραν χάρος. Μόνες
πετιούνται μέσ’ απ’ το λιθόστρωτο σκοτάδι
οι πόρνες όντας της σκαιάς νυχτός πυλώνες.
3
Στην άκρη κάποιας όχθης έχω χαλαρώσει:
αγγίζω την καταστροφή που εντός μου εγίνη·
τις στάχτες και το τίποτα ακουμπώ στη δίνη,
που βρέχει ο ουρανός, στη σκοτεινή του πτώση.
Στον πάτο: σκιά ο καθρέφτης μέσα μου θ’ απλώσει
τις αύρες της φυγής που κίνηση μού δίνει·
φευγάλα: φάντασμα στρατός χιονιού θα πλύνει
αφές και χρώματα και οσμές προς πόση ή βρώση.
Αιμορραγεί ο ουρανός κοβάλτιο που θάλλει
σε θάλασσα κρημνώδη με ορυκτή αλισάχνη.
Ορθός εγώ, με άσφαλτο και πέτρες, την ειδή μου
να θρυμματίζεται παρατηρώ το ατσάλι.
Θαμποί νεκροί από μηχανής περνούν, και αδράχνει
φως όχι τη σκιά, αλλά το αληθινό κορμί μου.
4
(ΟΥΡΑΝΟΣ)
Ψύχος μεταλλικό και αδιάφορο μαχαίρι·
υψίπεδο μονήρες τ’ άστρα στερημένο·
χωράφι ξέφραγο παντούθε ατσαλωμένο·
ιδού ο ουρανός: τυφλή πηγή χωρίς πορτιέρη.
Αδιάβατα και ασάλευτα, όλο πείσμα μέρη
σαν τείχος δίχως μπουκαπόρτα, φυτεμένο
στη δίψα που σε τρώει για τον υπεσχημένο,
τον άλλον ουρανό, που σού ’φυγε απ’ το χέρι.
Γυαλιού έχει η γλώσσα μουδιασμένου απαίσια γεύση,
σιωπής αγκαθωτής στον άνεμο, με τύψεις
μιας άγρυπνης καρδιάς που έχει ήδη καταρρεύσει.
Κανείς δεν σε κινεί, ουρανέ, ούτε εντός σου μένει.
Καίει η ψυχή τις ρίζες σου που πας να κρύψεις
και μες στους μέσα σου βυθούς με αψάδα εμβαίνει.
5
Αθάνατος ο χρόνος τρέχει και κυλάει
και μόνη πάλλεται η άγονη εμμονή με βία·
του τίποτα κουφή λαχτάρα, αδιαφορία,
παλμός της άμμου, υδράργυρος που δεν νογάει.
Στυμμένος χρόνος απ’ το πνεύμα – ξεψυχάει·
η αθωότητα και τ’ όνειρο και η ηλικία·
μες στη συνείδησή μου βρίθει η ξηρασία,
η μάταιη υπογραφή του ανθρώπου που βογκάει.
Την όψη μου εγώ αποστρέφω: τ’ απόνερα είμαι
του εαυτού μου· μι’ απουσία απόλλυται δικιά του:
ηχώ σιωπής κραυγών μεγάλων και αγωνίας.
Τα πάντα φθείρονται, παγώνουν. Και νά, κείμαι
ως άνθρωπος που κατοικεί την ερημιά του,
μνημείο πάγου, ολοφυρμάτων και αμαρτίας.·····
6
Οι ώρες με την άυλη οδύνη: ο καταλύτης,
το βάρος το κενό που δεν βαραίνει. Τόνο
χρωμάτων τρόμου η δίψα δίνει που εξιλεώνω
μπρος στον καθρέφτη, στη γυαλένια αναλαμπή της
Πολλαπλασιάζεται η ύπαρξή μου σαν σωρείτης·
μετά σε μι’ ασεβή αντανάκλαση τελειώνω.
Τα πάντα φέρονται, άτεγκτο ποτάμι, μόνο
στου τίποτα τη βεβαιότητα, ώσπερ μήτις.
Κυλάω με το ποτάμι, ρέω προς τα εμένα,
προς όρια απόμερα, προς τέλη που δεν λήγουν:
σκληρά νερά, νερά θολά και γυμνωμένα
τρυπούν αργά ό,τι τη συνείδησή μου εκίνει
κι εντός μου αδιόρατη πληγή-πηγή μού ανοίγουν,
το ον με μι’ άγονη αγωνία να περιχύνει.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.