PIER PAOLO PASOLINI
Η ΤΕΦΡΑ ΤΟΥ ΓΚΡΑΜΣΙ
I
Δεν είν’ του Μάη, όχι, ο αέρας τούτος που βρομάει
και κάνει σκοτεινότερο τον σκοτεινό τον Κήπο
των Ξένων, μα και πιο εκτυφλωτικόν, ως ξαμολάει
τυφλές αιθριάσεις πότε-πότε… ο ουρανός αυτός, με
σαλιάρικες πνοές πάνω από τις κίτρινες σοφίτες
σαν ημικυκλικά μαγνάδια, ανοιγοκλείνεται, ώσμε
τα τυρκουάζ βουνά να σκιάσει του Λατίου και τις κοίτες
του Τίβερη… Ηρεμία, μια θανάσιμη γαλήνη,
αδιάφορη, ίδια με του πεπρωμένου τους σωρείτες,
σκορπίζει φθινοπωρινός ο Μάης, την αφήνει
στ’ αρχαία τείχη. Μέσα του η μονοτονία διαμένει
του κόσμου, και στα τέλη της δεκαετίας θε να γίνει
συντρίμμια ο γνήσιος και βαθύτερός μας κόπος, και θα μένει
σ’ εμάς και πάλι τη ζωή να φτιάξουμε·
σιωπή: η σιωπή άγονη, άγονη και σαπισμένη…
Εσύ είσουν νέος τότε, εκείνονε το Μάη· το λάθος
τ’ ονόμαζαν ζωή τότε, τον ιταλικό τον Μάη, και ζούσε
ακόμα, εφούντωνε για τη ζωή μια ζέση ακόμα, πάθος·
όχι επιπόλαιος σαν τους πατέρες μας· κι αν σ’ εξαντλούσε
μια χάλια υγεία, εσύ –όχι σαν πατέρας, μα σαν αδελφός
σεμνός– το ισχνό σου χέρι τό ’σερνες, κι εκείνο εκτελούσε
(αλλά όχι, όχι για εμάς: εσύ, νεκρός, κι εμείς, νεκροί
επίσης, ναι, στον νοτισμένο κήπο, εδώ, μαζί σου)
τα σχέδια εκείνου του ιδεώδους που έκτοτε φωτίζει
ετούτη τη σιωπή. Μα δεν μπορείς (σου λέω: κοιμήσου),
παρά σε τούτον μόνο εδώ (το βλέπεις, αι;) τον τόπο
τον ξένο, εξόριστος, ν’ αναπαυθείς. Μια πλήξη στην αυλή σου
συχνάζει πατρικιακή. Άχρωμοι και μαραμένοι
οι χτύποι φτάνουνε καμμιά φορά έως εσένα των σφυριών
απ’ τα μηχανουργεία του Τεστάτσιο στην εξαντλημένη
εσπέρα: κάτω από άθλια στέγαστρα γυμνή μια δίνη
τενεκεδιών και παλιοσίδερων, και, δές το, τρέχει
ένα χαμίνι τραγουδώντας, κι έτσι, ορίστε, κλείνει
τη μέρα του, κι εδώ τριγύρω τώρα πια σταμάτησε να βρέχει.
II
Δυό κόσμοι ζουν σε εκεχειρία εντελώς ατάκτου τύπου…
με επιλογές και αφοσιώσεις… και άλλον ήχο εν τέλει
δεν έχουν πλην αυτόν του ζοφερού, άθλιου κήπου,
κι ωστόσο ευγενικού, όπου πεισματάρα η απάτη θέλει
ο θάνατος τους πόνους της ζωής να μαλακώνει.
Στων σαρκοφάγων τις σειρές, στις γκρίζες πλάκες, τέλη
σημαίνουσες, η κάθε επιγραφή καταδηλώνει,
εν συντομία και βεβήλως, τί έχει απομείνει
απ’ το εγκόσμιο τούτο γένος… τί επιβιώνει.
Από ένα πάθος ξέφρενο αναμμένα, που τα ντύνει,
τα οστά, και ασκανδάλιστα όντως, καίν σ’ αυτές τις κώχες:
οστά πλουσίων ξένων καίνε σάμπως σε καμίνι·
πριγκήπων ειρωνείες ζούνε κάτω απ’ τις μολόχες…
μα και παιδεραστών… ζουν και βομβίζουν τα καμένα
κορμιά τους ασταμάτητα στις σκόρπιες τεφροδόχες…
κορμιά αποτεφρωμένα μεν, μα εισέτι μη εξαγνισμένα.
Εδώ του θάνατου η σιωπή παρέχει μαρτυρία
υπέρ σιωπής πολιτικής ανθρώπων που –για μένα–
εμείναν άνθρωποι, και υπέρ πραγμάτων που από ανία
του Πάρκου εξαλλοιώνανε την πλήξη, ενώ η πόλη εκείνη
που αδιάφορη κυκλώνει ετούτη την ανία, εν μέσω
τρωγλών και εκκλησιών, ασεβής, παρά τον οίκτο, σβήνει
τη λάμψη της. Το χώμα της, παχύ
απ’ τις τσουκνίδες και κακό απ’ τα χορτάρια, δίνει
τροφή στα κυπαρίσσια τούτα τα λιγνά, σ’ αυτή
τη μαύρην υγρασία που χαλάει τους τοίχους γύρω,
και στα χλωμά ζιγκζάγκ του πύξου, ενώ το βράδυ, εκεί
σαν πέφτει, ξέθωρες οσμές τα κάνει όλα και μύρο
φυκιών… αυτό το χόρτο το άοσμο ως είναι νείρεται…
φτωχό, άθλιο χόρτο εκεί όπου απλώνεται μενεξεδιά
η ατμόσφαιρα, με μέντας ρίγη εμπύρετα
ή σάπιου άχυρου, ένα ήρεμο πρελούδιο βραχύ
της καθημερινής μελαγχολίας που αποσύρεται
στην άτονη της νύχτας αγωνία. Και τραχύ
απ’ τον καιρό, απαλό απ’ την ιστορία υπάρχει, κείται
το χώμα εντός ετούτων των τειχών… και ζει σε ταραχή
ανάκατη με χώματα άλλα και ιδρώνει: τούτη
η υγρότητα θυμίζει μι’ άλλην· και αντηχούν στην πλάση
–γνωστές από τροχιές και πλάτη γεωγραφικά είτε
κι απ’ ορίζοντες που τ’ αγγλικά αγκαλιάζουν δάση
τις λίμνες που ’χουνε σπαρθεί στον ουρανό σαν οπτασίες
και τα λιβάδια που ’ν’ σαν φωσφορίζοντα μπιλιάρδα ή σαν
σμαράγδια: «And O ye Fountains…»– οι ικεσίες
των ευσεβών πιστών…
III
Βλέπω ένα κόκκινο κουρέλι σαν κι εκείνο που τους
λαιμούς των παρτιζάνων τύλιγε ή έπεφτε στους ώμους
τους· δίπλα εκεί, στη λήκυθο, είναι, στην κερένια γη, δύο
γεράνια, που ’χουνε αλλιώτικο το κόκκινο όμως.
Εκεί είσαι εσύ, εξόριστος και με άκαμπτη μια χάρη,
καθόλου –ναι– καθολική, ανάμεσα στους ξένους
νεκρούς: του Γκράμσι η τέφρα… Με ανάμικτα τα βάρη
ελπίδας και παλιάς αμφιβολίας έχω φτάσει
εδώ, όπου η εσπέρα η χάσικη στην τύχη μ’ έχει βγάλει,
στο μνήμα σου, στο πνεύμα σου. Μπορεί κανείς να εικάσει
πως κείται εδώ, με πνεύματα άλλα ελεύθερα. (Ή βγαίνει
κάτι άλλο, εκστατικό ίσως και συνάμα μάλλον, κατά βάση,
πιο ταπεινό;: θανάτου και ηδονής μια μεθυσμένη
συμβίωση ακριβώς μέσα στην εφηβεία…)
Σ’ αυτή τη χώρα, που ’ναι με το πάθος σου δεμένη
το ασίγαστο, το μέγα, νιώθω πόσο είναι αδικία
–εδώ, μες στη γαλήνη των μνημάτων– και συνάμα
τί δίκαιο –στη μοίρα την ανήμερή μας– τα βιβλία
σου έγραψες… τις πιο καλές σου τις σελίδες… τόμοι…
στις μέρες της δολοφονίας σου. Ενθάδε ανήκει…
ενθάδε κείται η μαρτυρία τής σποράς που ακόμη
δεν έγινε για την ηγεμονία. Νά τοι οι κρίκοι
της αλυσίδας των νεκρών: τους είχε φάει το ταμάχι…
η πλεονεξία που ’θαψε τη λάμψη και τη φρίκη
βαθιά μες στους αιώνες· και μαζί, ως μανία και ως μάχη,
ακούμε από μακριά των αμονιών τη δόνηση, πνιχτή,
υπόκωφη, θλιμμένη να πετά ώς εδώ απ’ τη ράχη
τής ταπεινής τής γειτονιάς, το τέλος ν’ αναγγείλει.
Στον τόπο τούτον στέκομαι κι εγώ… φτωχός… με ρούχα
που τα κιαλάρουν στις βιτρίνες οι φτωχοί
στην άξεστη των φώτων λάμψη· πέταξα όσην που ’χα
βρόμα από πάνω μου των δρόμων και του τραμ που μπαίνει
στα μάτια, κι έσβησα τη συμπαρομαρτούσα μπόχα
που μου χαλάει τις μέρες μου. Σπανίζει και μικραίνει
της σχόλης μας ο χρόνος μες στον βασανιστικό
αγώνα για το επιούσιο καρβέλι. Κι αν συμβαίνει
τον κόσμο ν’ αγαπώ, είναι για έναν λόγο απλό και βίαιο
και αφελή: οφείλεται σε αγάπη ερωτική – ακριβώς
το ίδιο όπως, μπερδεμένο παιδαρέλι εγώ, έναν καιρό
τον εμισούσα, οσάκις το αστικό κακό εντός
μου τον αστό προσέβαλλε. Και τώρα, διασπασμένος
–εδώ, μ’ εσένα– ο κόσμος, άραγε δεν φαίνεταί σου πως
το τμήμα που κατέχει από την εξουσία
είν’ αντικείμενο μνησικακίας και οιονεί κρυφίας
περιφρονήσεως; Μα και χωρίς την αυστηρότητά σου
εσένα εγώ, αφού δεν επιλέγω, υπάρχω. Ζω στην αβουλία
των ψόφιων χρόνων του μεταπολέμου. Και αγαπώ
τον κόσμο που μισώ –στην αθλιότητά του εντός
χαμένος, προπηλακισμένος– για ένα σκοτεινό
και ερεβώδες σκάνδαλο συνειδησιακό…
IV
Το σκάνδαλο του να αντιφάσκω· να είμαι και μαζί σου και,
ναι, εναντίον σου: μαζί σου στην καρδιά, στο φως·
μα και εναντίον σου στα σκοτεινά μου σπλάχνα. Ανίσως και
για τους πατρόθεν ταξικούς μου ειρμούς προδοτικός
–στο πνεύμα απλώς… σε μια σκιά του αγώνα μου… διανοία–
ξέρω ότι προσκολλήθηκα σ’ αυτούς υπό το καθεστώς
ενστίκτου λαύρου, μιας αισθητικής μανίας… με τη μία·
μα και των προλετάριων με γοήτευσε η ζωή,
που αρθρώνει τρόπο προγενέστερό σου και μου είν’ θρησκεία,
και που είναι και χαρά, άσχετη με τη χιλιόχρονη
την πάλη μας γι’ αυτόν· τη φύση του αγαπώ, όχι τη
συνείδησή του· είναι η δύναμη η αρχετυπική
του ανθρώπου, που την έχασε σαν έγινε άνθρωπος,
στην πράξη πάνω, δίνοντάς της τής νοσταλγίας μέθη
και φως ποιητικό· δεν ξέρω τίποτ’ άλλο εγώ να πω
παρά μόνο ό,τι δίκαιο είναι, πλην όπως το αλέθει
η μη ειλικρίνειά μου – μι’ αγάπη αφηρημένη,
ναι, που καμμιά θλιβή συμπάθεια δεν τη γνέθει…
Φτωχός σαν τους φτωχούς, με την καρδιά προσκολλημένη
κι εγώ σαν κι εκεινούς σε ταπεινωτικές ελπίδες·
και σαν κι αυτούς ομοίως έχω μια ζωή κι εγώ σακατεμένη
απλώς και μόνο για να ζω. Στις παννυχίδες
μου, ζώντας μι’ απελπιστική κατάσταση αποκλήρου,
κατέχω κάτι πιο πολύτιμο (και εσύ το είδες)
απ’ όλες τις ιδιοκτησίες των αστών – εξ ολοκλήρου
το απόλυτο. Όμως όπως ακριβώς κατέχω εγώ
την ιστορία, έτσι με κατέχει και εκείνη: πλήρως.
Κι αν έχω φωτιστεί, το φως πού χρησιμεύει;…
V
Δεν λέω για το άτομο, για ’κείνο το φαινόμενο
των αισθησιακών και αισθηματικών παθών
– βίτσια άλλα έχει ετούτο, και άλλο είναι τ’ όνομά του,
και η μοίρα είναι άλλη των δικών του αμαρτιών…
Κι αν τα κοινά μας προπατορικά αμαρτήματα
μα και οι πραγματικές μας αμαρτίες έχουν ομαδόν
βαθιά του χωνευτεί, δεν τού ’χουνε συγχωρηθεί τα κρίματα,
οι πράξεις του οι εντός, μήτε οι απέξω, που εις μάτην
τον βίο του σαρκώνουν… (ναι, τα ανομήματα…)
από καμμιά θρησκεία, που μέσα στη ζωή μας είναι κάτι
σαν υποθήκη του θανάτου: τίτλος ιδρυμένος
να εξαπατά το φως και να φωτίζει την απάτη.
Το πτώμα του εν Βεράνω να ταφεί είναι προορισμένο·
καθολική μαζί του η πάλη του· και την καρδιά του
την κανονίζει ιησουίτικο ένα μένος…
μανία μάλλον που όλα τα ρυθμίζει ως να μπορέσει
ακόμα πιο βαθιά να φτάσει· πονηρία βιβλική
έχει η συνείδησή του… πάθος… και μια ζέση
ειρωνική και φιλελεύθερη… και φως αγροίκο
μες στου επαρχιακού δανδή τη σιχαμάρα ή την υγεία…
βαθιά, ώς τις έσχατες τις λεπτομέρειες, θέλει να αχθεί,
εκεί που σβήνουν, στα κτηνώδη σώψυχα, η Εξουσία
και η Αναρχία… Ιδού, προστατευμένο
από αρετές ακάθαρτες και εκστατική κακία,
μια επίμονη αφέλεια υπερασπιζόμενο
(μα και με τί ευσυνειδησία!) ζει το εγώ: ένα εγώ πες
εν ζωή, που τη ζωή φωτίζει, και έχει φυλαγμένο
στο στήθος το αίσθημα ενός βίου που ’ναι λήθη… λησμονιές
θλιβές και βίαιες… Αχ, πώς
καταλαβαίνω εγώ, βουβός μες στις υγρές ριπές
του ανέμου, ανάμεσα στα κουρασμένα εδώ (τί κόπωση!)
τα κυπαρίσσια, εδώ, όπου η Ρώμη στέκει πλάι σου βουβή,
εκείνη την επιγραφή με τ’ όνομα σαφώς
να λέει Σέλλεϋ… Πώς νιώθω, ω πώς!, τον στρόβιλο
των αισθημάτων, το καπρίτσιο το ακραιφνώς ελληνικό
μες στην καρδιά του βορινού ευπατρίδη
ταξιδευτή, που τον ερούφηξε όλο το τυφλό
γαλάζιο του Τυρρηνικού Πελάγους· νιώθω και τη σαρκική
χαρά της περιπέτειας, κίνητρο αισθητικό,
παιδιάστικο. Εξαντλημένη η Ιταλία
–σ’ ενός τεράστιου τζιτζικιού σαν νά ’ναι την κοιλιά–
την άσπρη της ανοίγει διάπλατα ακτογραμμή
(σκορπώντας μες στο Λάτιο τα μπαρόκ κοπάδια τα θολά
των πεύκων της) μα και τα κιτρινούτσικα τα ξέφωτα
με ρόκες και με ρείκια, που λαγοκοιμάται αχνά
με κορδωμένο μέλος μες στα ράκη του ένα όνειρο
του Γκαίτε: ο νεαρός απ’ την Τσοτσάρα – σφύζει
από ορμή… Έχει σκοτεινιάσει στη Μαρέμμα απ’ τους υπέροχους
τους οχετούς στα χόρτα, αλλά το σκότος το φωτίζει
η χαρά της χαρουπιάς και δείχνει μονοπάτια
που ανεπιγνώστως με τα νιάτα του γεμίζει
ο γελαδάρης. Μόσχοι κι ευωδιές τυφλές στις ξεραμένες
στροφές της Βερσιλίας, που απόθεσε, τυφλή κι αυτή,
στη θολωμένη θάλασσα, στους στόκους που γυαλίζουν,
ψηφιδωτά ελαφρά, ερανίσματα από κάποιαν εξοχή
πασχαλινή, τοπίο εξ ολοκλήρου ανθρώπινο,
εκθέτοντάς τα ζοφερότατα στο Τσινκουάλε, εκεί
που κουβαριάζονται οι Άλπεις οι Απουανές, καμένες,
με γυάλινο το μπλε στο ροζ τους πάνω… Βράχια μες στο βράδυ,
απότομα και ανάστατα, σαν από μύρων πανικό,
σκϊάζουν τη Ριβιέρα τη γλυκιά, την απαλή σα χάδι,
εκεί όπου του ήλιου η λαύρα το πρωί μάχεται την αύρα
ποιά θε να δώσει τρυφεράδα πιο καλή στο λάδι
της θάλασσας… Και ολόγυρα βομβίζουν σαν ανάβρα
χαράς τα ασύνορα τα ντραμς του σεξ και του φωτός:
έτσι από παλιά η Ιταλία τό ’χει συνηθίσει – μαύρα
να βάζει· πεθαμένη νά ’ναι ενόσω ζει, καθώς
κραυγάζουνε θερμοί
από λιμάνια εκατοντάδες τ’ όνομα τού καθενός
συντρόφου τους οι μουσκεμένοι νεαροί
με σκούρες φάτσες μελαψές
σε βοτσαλάκια και σε κήπους που ’χουν γαϊδουράγκαθα
και σε μικρές –μες στη βρομιά– ακρογιαλιές.
Κι εσύ, αστόλιστε νεκρέ, άραγε θα μου ζητήσεις
ν’ αφήσω πίσω πια το απελπισμένο μου το πάθος
ο κόσμος νά ’μαι και στον κόσμο να μετριέμαι επίσης;
VI
Να φεύγω τώρα… πάω… σ’ αφήνω μες στο λυπημένο
το βράδυ, που αν και λυπημένο, πέφτει με ύφος
γλυκό σ’ εμάς τους ζωντανούς, με φως κερένιο,
και πήζει εδώ στη γειτονιά γινόμενο ημίφως…
και την ταρακουνάει. Την κάνει πιο μεγάλη, την αδειάζει
τριγύρω, ενώ από πιο μακριά, της πυρπολεί (ω, τί γρίφος!)
μια ζωή παράφορη, όπου το βραχνό ρουκούλημα μαζί
του τραμ και των ανθρώπινων κραυγών στη ντόπια
τη διάλεκτο απαρτίζουνε κοντσέρτο σιγανό
και απόλυτο. Κι εσύ το ακούς σαν τα όποια
εκείνα μακρινά όντα που γελούν, φωνάζουν ζώντας
στα οχήματά τους, στ’ άθλια τους καλύβια
όπου χαλάν και τρων το επισφαλές, το λίγο
και το κερματιζόμενο της ύπαρξής τους δώρο –
τούτ’ η ζωή άλλο τίποτα δεν είναι πάρεξ ένα ρίγος·
μια παρουσία υλική, συλλογική στον χώρο·
της κάθε αληθινής θρησκείας βλέπεις ποιό το λάθος
και ποιά η έλλειψη· όχι τη ζωή, μα της επιβίωσης τον όρο
–που είναι ίσως πιο εύθυμη από τη ζωή στο βάθος-βάθος–
ομοίως όπως σ’ έναν λαό κτηνών, στο μυστικό
τους οργασμό δεν ανιχνεύεται άλλο πάθος
απ’ αυτό της καθημερινής δουλειάς – και μόνο αυτό:
ο ζήλος τούτος, αν και ταπεινός, στην ταπεινή φθορά
μιαν αίσθηση γιορτής προσδίδει. Κι όσο πιο μάταιο
–σε τούτο το κενό της ιστορίας, στα βουερά
διαλείμματα, εκεί που σωπαίνει η ζωή– το όποιο
ιδανικό, τόσο ευκρινέστερη είναι και γλυκιά
η εξαίρετη, η ξεραμένη και οιονεί αλεξανδρινή
φιληδονία που φτιασιδώνει
τα πάντα τέλεια και τ’ ανάβει, όταν εδώ κι εκεί,
στον κόσμο, κάτι πέφτει, κι έτσι σέρνεται, πλακώνει
ο κόσμος στο μισόφωτο και ξαναμπαίνει
σε άδειες πλατείες, σε πτοημένα εργοστάσια, σαν το πιόνι…
Ανάψαν πια τα φώτα… λάμπουν… φωτισμένη
η Via Zabaglia, η Via Franklin, όλο εκείνο το λαύρο
Τεστάτσιο, ακόσμητο στους πρόποδες να περιμένει
ενός βουνού απορριμμάτων, του Τίβερη οι όχθες με το μαύρο,
το πέρ’ απ’ το ποτάμι παρασκήνιο, και το Μοντεβέρντε,
επάνω του, αόρατο στους ουρανούς ν’ αναλαμβάνεται.
Διαδήματα με φώτα που όλο χάνονται
αστραφτερά και κρύα από μια θλίψη
θα έλεγες θαλασσινή… Σε λίγο είναι ώρα δείπνου·
στη γειτονιά τα λιγοστά λεωφορεία αστράφτουνε·
τσαμπιά οι εργάτες κρέμονται στις θύρες της εισόδου· μάζα
ανθρώπινη οι φαντάροι που τραβά, μα δίχως βιάση,
προς το βουνό που υψώνεται ανάμεσα σε μπάζα,
σε λούμπες και σωρούς σκουπίδια ξεραμένα,
μες στο σκοτάδι που φυλάει κρυμμένες τις τροτέζες
να περιμένουν θυμωμένες, με μισοβγαλμένα
τσόκαρα, πάνω στη βρομιά την αφροδίσια· και όχι μακριά,
ανάμεσα σε χαμοκέλλες και παλάτια στολισμένα,
σάμπως ανάμεσα σε δύο κόσμους, παίζουνε
παιδιά ελαφριά σαν νά ’ν’ παιδάκια κρεμαστά στο αγέρι
το εαρινό, που έχει πια γλυκάνει· από νεανικιά
αλαφράδα καιόμενοι, μες στη μαγιάτικη ρωμαϊκή
εσπέρα, στη γιορτή που ξεκινά, στα πεζοδρόμια,
σφυρίζουν κάτι νεαροί μαυρειδεροί·
και πέφτουν τα ρολλά των γκαραζιών ουρλιάζοντας
χαρούμενα, όταν επί τέλους το σκοτάδι
πεσμένο διαχυθεί να γαληνέψει τη βραδιά·
και στης Piazza Testaccio τους πλατάνους σκύβει
ο άνεμος, και σβήνει ευθύς με ρίγη θύελλας,
και γίνεται καλός, γλυκός, ακόμα κι αν τη τζίβα
ανακατεύει με τους τόφους των Σφαγείων, όπου
μεθάει με σάπιο αίμα ξεσηκώνοντας από παντού
απόβλητα και μυρουδιές μιζέριας.
Μια οχλοβοή η ζωή – και όσοι είν’ εκεί χαμένοι
τη χάνουν με ορατή γαλήνη,
αν έχουν την καρδιά τους ευχαριστημένη.
Τους βλέπεις… πάμπτωχοι… γλεντούν τα βράδια. Κι έχει γίνει
πανίσχυρος για τούτους τους αδύναμους ο μύθος, και καθώς
ξαναγεννιέται πάντα… Εγώ, όμως… (τί άλλο μού ’χει μείνει;)
που ξέρω πως ο μύθος μες στην ιστορία ζει όση
ζωή έχει, δεν θα μπορέσω, άραγε, ποτέ με πάθος
να ενεργήσω, αφού ξέρω ότι η ιστορία μας πάει… έχει τελειώσει;
1954
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.