ΡΩΜΟΣ ΦΙΛΥΡΑΣ
ΦΑΛΗΡΟ
Στο Φάληρο, πάλι, το παλιό, να περπατούσα ένα πρωί,
πάλι σαν πρώτα, ανάπαυσι, να βρω, στη φυλλωσιά του,
να μη με ξέρουν οι πολλοί, αθόρυβα, λίγοι, απλοί, μικροί,
να βρίσκουνται στο πλάι μου και στην παλιά εμπασιά του.
Στην πλάζ, οι λίγοι, των ζουρ-φίξ να σεργιανούν
τρισεκλεκτοί,
μιά τάξις άλλη, φίφτυ-του και φάιν, αφροκρεμία,
της παληάς της όπερας, του τραίνου εκείνου, οι ανασειστοί
κόλποι, λαιμοί, το κύλισμα φουστών, στη νηνεμία.
Ζακέττες έξωμες, λαμέ και σιλουέττες, παρυφές,
τουαλέττες οι παληές των δεσποινών κι’ οι νέες,
αφράτες χάρες, θέλγητρα κι’ οι ανεκδιήγητες υφές,
που, κλώθει, η κίνησι, η ζωή, τα μύρα, οι αζουλέες.
Τα θερινά θεάματα, οι λούνες παρκ κι’ οι ατραξιόν,
τα κοσμικά βαριετέ, τα μπαρ, με τις κελνερίνες,
τα οτέλ, τα μάγα απρεμιντί, τα προλονζέ, το νέο φριξιόν
κι’ οι παλιές οι τραχηλιές, βελούδα, οι νέες Σειρήνες.
Η βραδυνή συγκέντρωσι, το κυριακάτικο πρωί,
το μεσημέρι, από τις τέντες κάτω κι’ η ορχήστρα
που ανακρούει το νέο μποστόν, κανδρίλλιες, φοξ, τη μαγική,
φιγούρα του λανσιέ, κι’ ο Αράπης, με τα σείστρα.
Στο γλυστερό το πάτωμα, σάλας ευρύχωρης, πλατειάς,
που στ’ αργορρύθμιστο ένα φοξ, σ’ αγκάλιαζα, ω ωραία,
γλυκειά σαν ραντισμένοι οποί ουσίας τεχνόκρουστης, ως στιάς,
πυρφόρο αστραποβόλημα και... φευγαλέα, μοιραία.
Τώρα, πού πήγαν οι χαρές, πού πήγαν τα ζεφύρια;
σε ποιά γωνιά, μ’ αφήσατε, τόσοι ξανθοί ευγενείς,
του φθινοπώρου ο ερχομός, τ’ αρχαία μου νικητήρια,
και σε κοινωνίαν αγλαή, σε κάνουν, να πονής;
Αντί, όταν πέφτει μάραμα στα φύλλα κι’ όταν φύγη,
το θερινό αναγάλλιασμα, στις ριγηλές πνοές,
του υγρού βορριά, να γίνεται τόσο στενή και λίγη,
η άζηστη ζήσι, χθαμαλές υπάρξεις, φυτοζωές.
Σ’ άταφη στέππα, σύσσωμες, μολεύουν το χυμό μας,
το θρίαμβο και τη δόξα μας, κρουνούς και προβολείς,
σε τέναγος βρωμολιμνιάς, στο βάλτο, τον κανθό μας,
μολύνουν, ενώ τόσο φως, ήλιε ξανθέ, αμολείς.
Από το βιβλίο: Ρώμος Φιλύρας, «Πορτραίτα και κειμήλια»,
Ανέκδοτα ποιήματα με τη φροντίδα του Ναπ[ολέοντος] Παπαγιωργίου, Κισσός, Αθήνα
1981, σελ. 50-51.