Παρασκευή 31 Αυγούστου 2012

ΣΤΗ ΛΑΙΜΗΤΟΜΟ Η ΚΕΦΑΛΗ ΣΟΥ



ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΔΡΙΒΑΣ


[ΣΤΗ ΛΑΙΜΗΤΟΜΟ Η ΚΕΦΑΛΗ ΣΟΥ]

Στη λαιμητόμο η κεφαλή σου
μα κοπεί σε δυό
το ηλίθιο σώμα
να κοιμηθεί.

Εδώ στο ξύλινο κουτσό τραπέζι
ο ύπνος του θά ’ναι μισός.

Στη λαιμητόμο η κεφαλή σου
στο νεκροτομείο το σώμα σου
κι η ψυχή σου στο κενό.

Να κοιμηθείς ηλίθιο σώμα
να χορτάσεις τον ύπνο της πέτρας
τον ύπνο σε καιρό ενάντια βροχερό
Μητέρα δεν αγρυπνάει για σένα
μήτε σκυλί στην πόρτα
μήτε και νέφος στον ουρανό.


Δημοσιεύθηκε στο αθηναϊκό περιοδικό «Ο κύκλος», χρόνος Γ΄, τεύχος 2, 1935.

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΡΟΔΟΛΦΟ ΓΑΛΕ



ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο RODOLFO GALÉ


VIEJA POSTAL

Mirando fotografías, reliquias de mi pasado,
ayer quedé emocionado, frente a una vieja postal.
El "Pabellón de Las Rosas", en una tarde de gloria,
paseando en una victoria, yo con mi dulce mitad.

Ella de larga pollera, sombrero de alto plumón
y yo de negro a galera, de cuello duro y bastón.
Como han cambiado esa estampa, los años con su rodar,
hoy mi cabeza está blanca, no está mi dulce mitad.

Parece que tienen alma, las viejas fotografías,
mirándolas surgen días, y voces de su papel.
En éstas fotos reviven, mi juventud, mis amores,
Palermo lleno de flores, y el Buenos Aires de ayer.



Στίχοι: Horacio Sanguinetti.
Μουσική: Juan José Guichandut.

Πέμπτη 30 Αυγούστου 2012

ΕΡΝΣΤ ΓΙΑΝΤΛ: Η ΜΟΝΑΞΙΑ


ERNST JANDL


Η ΜΟΝΑΞΙΑ

Θά ’χει περάσει κάμποσος καιρός
αφότου πρωτοδιάβασα για μοναξιά,
γιατί η μοναξιά εδώ και χρόνια
δεν μου είναι τόσο μακρινή
έτσι που μόνο απ’ το χαρτί
ν’ ακούω για δαύτη.
μέρα και νύχτα τώρα η μοναξιά
δεν σταματά να μου παίρνει τ’ αυτιά.



Μετάφραση: Κώστας Κουτσουρέλης.
Από το αθηναϊκό περιοδικό «Πλανόδιον», τχ. 48, Ιούνιος 2010, σελ. 828.

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΑΛΒΕΡΤΟ ΚΑΣΤΙΓΙΟ



Ανάρτησή μου στο γιουτιούμπ

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ALBERTO CASTILLO


EL CARRERITO

¡Chiche! ¡Moro! ¡Zaino!Vamos, pingos, por favor,
que pa' subir el repecho
no falta más que un tirón.
¡Zaino! ¡Chiche! ¡Moro!
La barranca ya pasó,
y por verla tengo apuro
de llegar al corralón.

Y castigando muy suavemente
sobre las ancas del cadenero,
todas las tardes pasa el carrero
peón de la tropa «El Picaflor».
Va de compadre masticando un pucho,
y un clavelito del color del ceibo
lleva en la cinta de un chambergo
como regalo de un corazón.

¡Moro! ¡Chiche! ¡Zaino!
Y al llegar al corralón
pega un chiflido de alerta
y abre la china el portón.
¡Chiche! ¡Moro! ¡Zaino!
Ya la tarde se apagó,
pero en los ojos de ella
ha vuelto a salir el sol.

Desata alegre la caballada,
y tras la cena, corta y sencilla,
pulsa la viola y un tango ensilla
con el recuerdo de su canción.

¡Chiche! ¡Moro! ¡Zaino!
La barranca se acabó,
pero ya no tengo apuro
de llegar al corralón.



Στίχοι: Alberto Vacarezza.
Μουσική: Raúl De los Hoyos.
Τάνγκο του 1928.
Εκτέλεση του 1945.

Τετάρτη 29 Αυγούστου 2012

ΕΝΑ ΤΑΝΓΚΟ ΔΥΟ ΦΙΛΩΝ


ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΙΡΩΝΗΣ : ΤΑΝΓΚΟ
Ζωγραφική: Στάθης Ανδρουτσάκης

Δημοσιεύθηκε στο αθηναϊκό περιοδικό"ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑΣ", τχ. 42, Μάιος 2010, σελ. 10.

ΜΑΖΕΥΤΕΙΤΕ, ΡΕΕΕΕΕ!!!

Δεν είναι σεναριογράφος του ελληνικού σινεμά ο Αριστοφάνης, για να γράφει "ξεκαρδιστικές κωμωδίες"!... Μαζευτείτε!
ΜΑΖΕΥΤΕΙΤΕ, ΡΕΕΕΕΕ!!!

ΟΣΑ ΧΡΩΣΤΩ ΣΤΟΥ ΤΑΦΟΥ ΤΟΥΣ ΣΥΝΤΡΟΦΟΥΣ


DYLAN THOMAS


ΟΣΑ ΧΡΩΣΤΩ ΣΤΟΥ ΤΑΦΟΥ ΤΟΥΣ ΣΥΝΤΡΟΦΟΥΣ

Όσα χρωστώ στου τάφου τους συντρόφους
Κι όσα κληρονομήσαν οι νεκροί από κτήματα χλωμά
Κείτονται στο τυχερό οστό, το αιμάτινο φλασκί,
Όπως σκιρτάει η σέννα στις ρημαγμένες ρίζες πλάι.
Ω! όσα χρωστώ είναι όσα κληρονομεί η σάρκα,
Των πατεράδων μου οι έρωτες που τα νεύρα μου βροντάνε,
Των αδερφάδων μου τα δάκρυα που μες στην κεφαλή μου τραγουδάνε
Των αδερφών μου το αίμα που τις ανοιχτές πληγές μου αλμεύει

Κληρονόμος πύρινων φλεβών που κρατούν του έρωτα τη στάλα
Από το θάνατο σημαδεμένος, που έπεσε βρίσκοντας την πλήρωση στη μάχη,
Κληρονόμος σε αισθήσεις ομιλούσες που μονάχες
Τη σάρκα αναγνωρίζουν με θύμησης λαχτάρα,
Αγκαλιάζω ετούτη την κληρονομιά όπως
Τον οινόχρου ουρανό ο ήλιος, κι, όπως του φεγγαριού οι λαμπάδες,
Φωτίζουν τον καιρό μου. Είμαι κληρονόμος
Γυναικών που λόξεψαν το τελευταίο τους χαμόγελο,
Παιδιών που βύζαξαν πανώλη,
Νεαρών εραστών, που σ’ ένα φιλί πεθάναν
Όλες ετούτες τις αρρώστιες μες στο αίμα μου γιατρεύω,
Κι όλος αυτός ο έρωτας σπαρμένος θάμνος στην ανάσα.

Κι ύστερα, βλέμμα μου, ετούτη την ηλίθια τύχη δες
Και των νεκρών τις πόζες φυλλομέτρησε·
Νύχτα μέρα τη ρακένδυτη υδρόγειο ατενίζω
Με περισκόπια που θωρούν μέσ’ απ’ του τάφου τις σχισμές·
Νύχτα μέρα με τα ίδια κέρινα ρούχα τριγυρίζω
Που τα γέρικα πλευρά κερώνουν·
Όλη νύχτα η μοίρα μου στο σεντόνι της μισοκοιμάται.
Ύστερα, καρδιά μου, δες τον άλικο το θησαυρό,
Δες, φύτρα μου, το στάρι καθώς πέφτει·
Όλη νύχτα η μοίρα μου στο σεντόνι της μισοκοιμάται.



Μετάφραση: Ράνια Καραχάλιου.
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΤΕΦΛΟΝ», τχ. 1, Άνοιξη – Καλοκαίρι 2009, σελ. 27.


****************************


ALL THAT I OWE THE FELLOWS OF THE GRAVE

All that I owe the fellows of the grave
And all the dead bequeathed from pale estates
Lies in the fortuned bone, the flask of blood,
Like senna stirs along the ravaged roots.
O all I owe is all the flesh inherits,
My fathers' loves that pull upon my nerves,
My sisters tears that sing upon my head
My brothers' blood that salts my open wounds

Heir to the scalding veins that hold love's drop,
My fallen filled, that had the hint of death,
Heir to the telling senses that alone
Acquaint the flesh with a remembered itch,
I round this heritage as rounds the sun
His windy sky, and, as the candles moon,
Cast light upon my weather. I am heir
To women who have twisted their last smile,
To children who were suckled on a plague,
To young adorers dying on a kiss.
All such disease I doctor in my blood,
And all such love's a shrub sown in the breath.

Then look, my eyes, upon this bonehead fortune
And browse upon the postures of the dead;
All night and day I eye the ragged globe
Through periscopes rightsighted from the grave;
All night and day I wander in these same
Wax clothes that wax upon the aging ribs;
All night my fortune slumbers in its sheet.
Then look, my heart, upon the scarlet trove,
And look, my grain, upon the falling wheat;
All night my fortune slumbers in its sheet.

ΒΟΛΦΓΚΑΝΚ ΒΑΫΡΑΟΥΧ



WOLFGANG WEYRAUCH


ROSA, DIE FRANKFURTERIN

Beckmann, Maler, nahm sie in das Bild,
Synagoge, Litfaß-Säule, Platz
malen ist nicht schreiben. Fehlt der Satz
von der Rosa, die das Bild verhüllt.

Rosa war ein Mädchen, wie Ihr es seit,
Bürgerin aus Frankfurt an dem Main,
hatte alles, Busen, Schoß und Bein,
aber eines nicht: Gerechtigkeit.

Hatte wieder mehr als andere, Stern,
mit dem Zacken, gelb, ein Todespaß,
doch sie biß nicht in das gelbe Gras,
hatte doch das grüne Gras zu gern.

Sprang, zu Freunden, in das grüne Dach,
bis der Bomben Brand vom Himmel sprang;
wenn das Pack vom Judenmesser sang,
Rosa lag im Kohlenkasten wach.

Als der Krieg schon fast zuende war,
trieb der Hunger Rosa hoch. Und aus
wars mit ihr, und aus mit Mann und Maus,
Haut und Haar der ganzen Mörderschar.

Sind es alle? fragt der Schreiber sich,
wenn er mitten durch die Straßen streicht,
Rosas Mörder ist mein Wirt vielleicht,
und jetzt haßt er meinen Satz und mich.

Beckmann, Max, wir danken Dir Dein Bild,
Synagoge, Säule, Lampe, Draht,
gib uns einen guten Rat und gute Tat,
denn Du malest alles unverhüllt.

Seht, die Mauern, Fenster schief und krumm
seht das alte Bild: es irrt sich nicht,
unterm gelben Neonröhrenlicht
wird gefragt, die Frage läuft herum.

Schornstein, Zaun sind krumm und schief, und nur
Mond und Katze sind im Gleichgewicht.
Mensch, aus Faß und Brett mach Dein Gericht.
Stell Dich drauf. Du witterst Deine Spur.

Τρίτη 28 Αυγούστου 2012

ΔΕΝ ΑΣΤΕΙΕΥΕΤΑΙ


ΘΩΜΑΣ ΙΩΑΝΝΟΥ


ΔΕΝ ΑΣΤΕΙΕΥΕΤΑΙ

Το παρόν συνωστίζεται γύρω μου
Με πιέζει με το ογκώδες σώμα του
Δε μ’ αφήνει στιγμή
Να πάρω ανάσα

Ορθώνεται σαν τείχος από εικόνες
Βραχυκυκλώνει την όρασή μου
Στερώντας μου κάθε δυνατότητα
Να δω σε β’άθος χρόνου

Κι απ’ έξω απ’ το παρόν
Γυρνάει το μέλλον
Σαν άδικη κατάρα

Αυτό δεν αστειεύεται
Χτυπάει στο ψαχνό



Από το βιβλίο: Θωμάς Ιωάννου, «Ιπποκράτους 15», Εκδόσεις Σαιξπηρικόν, Θεσσαλονίκη 2011, σελ. 31.

Η ΜΑΙΡΗ ΛΩ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΜΑΝΟ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ



Η ΜΑΙΡΗ ΛΩ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΜΑΝΟ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ:
ΜΗΝ ΤΟΝ ΡΩΤΑΣ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ

Δευτέρα 27 Αυγούστου 2012

ΚΑΛΛΙΔΡΟΜΙΟΥ



ΝΙΚΟΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ


ΚΑΛΛΙΔΡΟΜΙΟΥ

Στη μεγάλη Κατερινούλα

Θα στο αφήσω το φως,
δεν το δικαιούμαι.
Εσυ δεν είσαι που πήρες ένα τενεκεδάκι απ' την υπόγα
και με συντροφιά τα κουνούπια,
έπλασες ενα δασος;
Εσύ είσαι... που πήρες μιαν ηδονή
και την έφτιαξες κατανόηση.
Σκαλιά, φέρετρα
Ξέσκισε τα ερωτικά βοηθήματα κορίτσι.
Ξύσιμο με τα νύχια της παραμύθας
Νανούρισες μετά, ένα κομματιασμένο παιδί.
Ξεφτύλισέ την κι άλλο
τη ψυχανάλυση των ευνούχων φλώρων.
Σε επισκέπτονται -όχι βέβαια εκδρομείς- του "δρόμου"
Εραστές φαντάροι
για να κάνετε μαζί παιδιά,
σιωπηλά... κανένας διάλογος στην πράξη.
Για σένα ιδρωμένοι,
φοβισμένοι,
με μολύνσεις που δεν έχουν καταγραφεί.
Είσαι ένας κούκος ρολόι

Κυριακή 26 Αυγούστου 2012

ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΙΚΟΛΑΟ ΚΑΛΑ



ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ


ΚΡΑΥΓΗ

          Του Ν. Καλαμάρη

Ήρθανε τα συνθήματα κι από το βέλο
Που σύρθηκε στα πόδια μας το βράδυ
Ξεπήδησε κι απλώθηκε φτερούγισμα
Μίας γεννωμένης παρουσίας.

Κι έτσι σιγά μ’ ακώλυτα και δίχως αμφιταλαντεύσεις
Σηκώθηκε το δάχτυλο σαν σμήνος υπερβέβαιο
Κι ορθόπλωρος εφάνη ταυτοχρόνως
Όλβος μακάρων που δεν είχε χτες ακόμη ξεκινήσει.

Λύθηκε τότες η σιωπή
Λύθηκε το σύρμα που μας συνέδεσε κι αυτό στους πόλους
Κι απ’ την πηγή ξεχύθηκε ραγδαία
Σαν αίμα μέσ’ σε γδούπο καρμανιόλας
Κραυγή στιπλνή

Στο δρόμο που διασταυρωθήκανε τα κάρα
Με τ’ άλλα οχήματα και με τα δάκρυα
Μίας τόσον ατελείωτης αναμονής
Δεν ήταν δυνατόν να γίνει διαφορετικά
Δεν ήταν δυνατόν να πάμε πίσω.



Από την ανέκδοτη ποιητική συλλογή «Προϊστορία ή Καταγωγή» (1933-34).
Αναδημοσιεύεται από το βιβλίο: Νίκος Σιγάλας, «Ο Ανδρέας Εμπειρίκος και η ιστορία του ελληνικού υπερρεαλισμού ή Μπροστά στην αμείλικτη αρχή της πραγματικότητας», Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2012, σελ. 273-4.

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΑΣΟΥΣΕΝΑ ΜΑΪΣΑΝΙ



Ανάρτησή μου στο γιουτιούμπ

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η AZUCENA MAIZANI


MARIONETA

Tenía aquella casa no sé qué suave encanto
en la belleza humilde del patio colonial
cubierto en el verano por el florido manto
que hilaban las glicinas, la parra y el rosal...

¡Si me parece verte! La pollerita corta,
sobre un banco empinadas las puntas de tus pies,
los bucles despeinados y contemplando absorta
los títeres que hablaban, inglés, ruso y francés.

-¡Arriba, doña Rosa!...
¡Don Pánfilo, ligero!...
Y aquel titiritero
de voz aguardentosa
nos daba la función.
Tos ojos se extasiaban:
aquellas marionetas
saltaban y bailaban
prendiendo en tu alma inquieta
la cálida emoción...

Los años de la infancia risueña ya pasaron
camino del olvido; los títeres también.
Piropos y promesas tu oído acariciaron...
te fuiste de tu casa, no se supo con quién.

Allá entre bastidores, ridículo y mezquino,
claudica el decorado sencillo de tu hogar...
Y tu, en el proscenio de un frívolo destino,
¡sos frágil marioneta que baila sin cesar!



Στίχοι: Armando Tagini.
Μουσική: Juan José Guichandut.
Τάνγκο του 1928.

Παρασκευή 24 Αυγούστου 2012

ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΜΙΧΑΛΗ ΜΕΝΙΔΙΑΤΗ



Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΕΝΙΔΙΑΤΗΣ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΔΙΟΝΥΣΗ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟ:
ΛΑΪΚΟΣ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗΣ (Η ΘΗΤΕΙΑ)

ΕΦΡΕΝ ΡΕΒΟΓΕΔΟ!

EFRÉN REBOLLEDO (1877-1929)


CLARO DE LUNA

Como un cisne espectral, la luna blanca
en el espacio transparente riela,
y en el follaje espeso, Filomela
melifluas notas de su buche arranca.

Brilla en el fondo oscuro de la banca
tu peinador de vaporosa tela,
y por las frondas de satín se cuela
o en los claros la nívea luz se estanca.

Después de recorrer el mármol frío
de tu pulida tez, toco una rosa
que se abre mojada de rocío;

todo enmudece, y al sentir el grato
calor de tus caricias, mi ardorosa
virilidad se enarca como un gato.

Η ΖΑΡΙΑ ΚΑΙ Η ΤΥΧΗ



STÉPHANE MALLARMÉ


UN COUP DES DÉS JAMAIS N’ABOLIRA LE HASARD

Το ποίημα εδώ.

Τετάρτη 22 Αυγούστου 2012

ΥΒ ΜΠΟΝΦΟΥΑ!



YVES BONNEFOY


VRAI CORPS

Close la bouche et lavé le visage,
Purifié le corps, enseveli
Ce destin éclairant dans la terre du verbe,
Et le mariage le plus bas s'est accompli.
      
Tue cette voix qui criait à ma face
Que nous étions hagards et séparés,
Murés ces yeux : et je tiens Douve morte
Dans l'âpreté de soi avec moi refermée.
      
Et si grand soit le froid qui monte de ton être,
Si brûlant soit le gel de notre intimité,
Douve, je parle en toi ; et je t'enserre
Dans l'acte de connaître et de nommer.

Τρίτη 21 Αυγούστου 2012

ΕΙΜΑΙ ΦΟΝΙΑΣ


ΠΑΝΑΓΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ


ΕΙΜΑΙ ΦΟΝΙΑΣ


Είμαι κουρέλι που παραδέρνει
μέσα στου πάθους τη ρεματιά.
Είμαι σελίδα π’ άνεμος παίρνει
από παλιάτσου χειρόγραφα.

Είμαι, όταν σβήνει κάθε τραγούδι
πλοίο με έρμα, λάθη βαριά.
Είμαι οπτασία λειψής φιγούρας
που ρότα ψάχνει προς τη χαρά.

Είμαι στ’ αλήθεια τόσο μονάχος
χωρίς ελπίδα και όνειρα
κι όταν ακούω να τραγουδάνε
αναρωτιέμαι που έφταιξα.

Είμαι ρετάλι παλιάς αγάπης.
απομεινάρι κάποιας φοράς
κι όταν ρωτάνε αν έχω φταίξει
τους απαντάω είμαι φονιάς.

ΛΟΥΙΣ ΘΕΡΝΟΥΔΑ!


LUIS CERNUDA (1902-1963)


NO DECÍA PALABRAS

No decía palabras,
acercaba tan sólo un cuerpo interrogante,
porque ignoraba que el deseo es una pregunta
cuya respuesta no existe,
una hoja cuya rama no existe,
un mundo cuyo cielo no existe.

La angustia se abre paso entre los huesos,
remonta por las venas
hasta abrirse en la piel,
surtidores de sueño
hechos carne en interrogación vuelta a las nubes.

Un roce al paso,
una mirada fugaz entre las sombras,
bastan para que el cuerpo se abra en dos,
ávido de recibir en sí mismo
otro cuerpo que sueñe;
mitad y mitad, sueño y sueño, carne y carne;
iguales en figura, iguales en amor, iguales en deseo.

Aunque sólo sea una esperanza,
porque el deseo es pregunta cuya respuesta
nadie sabe.

Δευτέρα 20 Αυγούστου 2012

ΑΛΕΧΑΝΔΡΑ ΠΙΣΑΡΝΙΚ!



ALEJANDRA PIZARNIK


LA JAULA

Afuera hay sol.
No es más que un sol
pero los hombres lo miran
y después cantan.

Yo no sé del sol.
Yo sé la melodía del ángel
y el sermón caliente
del último viento.
Sé gritar hasta el alba
cuando la muerte se posa desnuda
en mi sombra.

Yo lloro debajo de mi nombre.
Yo agito pañuelos en la noche y barcos sedientos de realidad
bailan conmigo.
Yo oculto clavos
para escarnecer a mis sueños enfermos.

Afuera hay sol.
Yo me visto de cenizas.

Κυριακή 19 Αυγούστου 2012

ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΑΣ ΛΕΝΕ ΟΙ ΑΛΑΦΟΥΖΟΙ


Αντιγράφω το σημερινό κύριο θέμα της "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ":

ΜΕ ΑΙΣΘΗΜΑ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

Δεν χωράει αμφιβολία ότι τα μέτρα που σχεδιάζει να λάβει η κυβέρνηση είναι εξαιρετικά επώδυνα για τους υπαλλήλους του δημόσιου τομέα και τους συνταξιούχους. Προφανώς είναι αναγκαία για να συμπληρωθεί το πακέτο των 11,6 δισ. που είναι «κλειδί» πλέον για την τήρηση των δεσμεύσεων απέναντι στους δανειστές μας και την παραμονή της χώρας στην Ευρωζώνη.
Δεν συζητείται ότι σε ομαλές περιόδους καμία κυβέρνηση δεν διανοείται να επιβαρύνει με τέτοιες αποφάσεις τους πολίτες, διακινδυνεύοντας την επιβίωσή της, αν μη τι άλλο. Ομως η σημερινή συγκυρία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί «ομαλή περίοδος». Και ακόμη περισσότερο, είναι βέβαιο ότι αν η Ελλάδα χρεοκοπήσει και οδηγηθεί στην έξοδο της Ευρωζώνης, οι συνέπειες θα είναι πολύ χειρότερες για τον ελληνικό λαό.
Από την άλλη πλευρά, η κυβέρνηση που ζητεί τόσες και τέτοιες θυσίες έχει υποχρέωση να δημιουργήσει αίσθηση δικαιοσύνης και αποτελεσματικότητας. Ειδάλλως, τα μέτρα δεν θα είναι υπερασπίσιμα ούτε από εκείνους οι οποίοι έχουν ταχθεί ανυποχώρητα υπέρ της ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας.


Αλήθεια, παιδιά; Τί υπέροχα, τί κόσμια που τα γράφετε! Τόσο "απλά" και τόσο "εύκολα" τα ξεστομίζετε τα πράγματα; Και με τί τακτ! Και πόσο χειρότερες θα είναι οι συνέπειες για τον ελληνικό λαό; ΑΥΤΟ δεν μας λέτε, Αλαφούζοι μας!

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΣΤΡΑΤΟΣ ΠΑΓΙΟΥΜΤΖΗΣ



ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΣΤΡΑΤΟΣ ΠΑΓΙΟΥΜΤΖΗΣ


ΤΙ ΣΟΥ ΛΕΕΙ Η ΜΑΝΑ ΣΟΥ ΓΙΑ ΜΕΝΑ

Τι σου λέει η μάνα σου για μένα
κι όλο με κοιτάς με μάτια δακρυσμένα
θέλει μ' άλλονε να κουβεντιάζεις
και εμένα πια να με ξεχάσεις
και εμένα θέλει πια να με ξεχάσεις

Έννοια σου και δε θα μου γλιτώσει
όλα τα σπασμένα αυτή θα τα πληρώσει
θα την κάνω εγώ ν' αναστενάζει
να πονεί να κλαίει και να φωνάζει
να πονεί να κλαίει και ν' αναστενάζει

Ό,τι θέλει αυτή δε θα μου κάνει
αν δε μετανιώσει πες της θα πεθάνει
δε θα της περάσει μη φοβάσαι
πάντα μες την αγκαλιά μου θά 'σαι
πάντα μες την αγκαλιά μου συ θε νά 'σαι


Στίχοι: Δήμητρα Σκαρβέλη.
Μουσική: Κώστας Σκαρβέλης.

Σάββατο 18 Αυγούστου 2012

ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ


ΝΙΚΟΣ-ΑΛΕΞΗΣ ΑΣΛΑΝΟΓΛΟΥ


ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ

Η σπατάλη μιάς άσκοπης μέρας στα υψώματα
η περιπλάνηση χωρίς συντρόφους μέσα στα σύδεντρα
ο κόλπος, ο ήλιος ανάμεσα, όλα αφροσύνη.
Τα χρόνια με σπρώχνουν αθέλητα πάνω στη θάλασσα
βλέπω τον ουρανό ξεκάθαρο χωρίς προπετάσματα
τις παιδουπόλεις απάτητες, χωρίς πεζοδρόμια τη γη

Τί ελευθερία καθώς η φωνή μου ραντίζει



Από το βιβλίο: Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, «Ο δύσκολος θάνατος», Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1985, σελ. 119.

Παρασκευή 17 Αυγούστου 2012

ΜΠΛΑΙΖ ΣΑΝΤΡΑΡ!


BLAISE CENDRARS


LETTRE

Tu m'as dit si tu m'écris
Ne tape pas tout à la machine
Ajoute une ligne de ta main
Un mot un rien oh pas grand chose
Oui oui oui oui oui oui oui oui

Ma Remington est belle pourtant
Je l'aime beaucoup et travaille bien
Mon écriture est nette est claire
On voit très bien que c'est moi qui l'ai tapée

Il y a des blancs que je suis seul à savoir faire
Vois donc l'oeil qu'à ma page
Pourtant, pour te faire plaisir j'ajoute à l'encre
Deux trois mots
Et une grosse tache d'encre
Pour que tu ne puisses pas les lire

Πέμπτη 16 Αυγούστου 2012

Η ΓΚΙΖΕΛΑ ΜΑΫ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΜΠΡΕΧΤ ΚΑΙ ΑΪΣΛΕΡ



Ανάρτησή μου στο γιουτιούμπ

BERTOLT BRECHT


LIED EINES FREUDENMÄDCHENS

Meine Herren, mit siebzehn Jahren
Kam Ich auf den Liebesmarkt
Und Ich habe viel erfahren
Böses gab es viel
Doch das war das Spiel
Aber manches hab ich doch verargt.
(Schlie
βlich bin ich ja auch ein Mensch.)

Gott sei Dank geht alles schnell vorüber
Auch die Liebe und der Kummer sogar.
Wo sind die Tränen von gestern Abend?
Wo ist der Schnee vom vergangenen Jahr?

Freilich geht man mit den Jahren
Leichter auf den Liebesmarkt
Und umarmt sie dort in Scharen.
Aber das Gefühl
Bleibt erstaundlich kühl
Wenn man damit allzuwenig kargt.
(Schlie
βlich geht ja jede Vorrat zu Ende.)

Gott sei Dank geht alles schnell vorüber
Auch die Liebe und der Kummer sogar.
Wo sind die Tränen von gestern Abend?
Wo ist der Schnee vom vergangenen Jahr?

Und auch wenn man gut das Handeln
Lernte auf der Liebesmess’:
Lust in Kleingeld zu verwandeln
Ist doch niemals leicht.
Nun, es wird erreicht.
Doch man wird auch alter unterdes.
(Schlie
βlich bleibt man ja nicht immer siebzehn.)

Gott sei Dank geht alles schnell vorüber
Auch die Liebe und der Kummer sogar.
Wo sind die Tränen von gestern Abend?
Wo ist der Schnee vom vergangenen Jahr?
Wo sind die Tränen von gestern Abend?
Wo ist der Schnee vom vergangenen Jahr?



Στίχοι: Bertolt Brecht.
Μουσική: Hanns Eisler.

Τετάρτη 15 Αυγούστου 2012

ΧΑΡΙΣ ΑΛΕΞΙΟΥ: ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ



ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΧΑΡΙΣ ΑΛΕΞΙΟΥ




ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ

Γεια και χαρά σας
Αγάπες μου, γεια χαρά σας
Ας ήταν όνειρο που είμαι μακριά σας
Η μοναξιά την καρδιά μου λιώνει
Τη ματώνει, τη ματώνει

Να δώσεις δυο φιλάκια στη μυριόκαλη
Κι αυτό το λουλουδάκι για σένα
Κι αύριο μην ξεχάσεις που ’ναι Κυριακή,
Να βάλεις τα καλά σου για μένα.
Σ’ αγαπώ πολύ, σ’ αγαπώ πολύ

Είχε μια γλύκα ο φετινός χειμώνας
Έβγαλε ανθάκια ακόμα κι ο στρατώνας
Χθες βγήκα και πήγα στο Βαγγέλη
Χαιρετίσματα σου στέλνει

Να δώσεις δυο φιλάκια στη μυριόκαλη
Κι αυτό το λουλουδάκι για σένα
Κι αύριο μην ξεχάσεις που ’ναι Κυριακή,
Να βάλεις τα καλά σου για μένα.
Σ’ αγαπώ πολύ, σ’ αγαπώ πολύ

Γράψε μου, θέλω να μάθω το πώς περνάτε
Και η Αννούλα μας αν με θυμάται
Γιατί η γαρδένια μου στο μπαλκόνι
Μαραζώνει, μαραζώνει

Να δώσεις δυο φιλάκια στη μυριόκαλη
Κι αυτό το λουλουδάκι για σένα
Κι αύριο μην ξεχάσεις που ’ναι Κυριακή,
Να βάλεις τα καλά σου για μένα.
Σ’ αγαπώ πολύ, σ’ αγαπώ πολύ



Στίχοι & Μουσική: Θωμάς Μπακαλάκος.

Δευτέρα 13 Αυγούστου 2012

Κυριακή 12 Αυγούστου 2012

ΟΚΤΑΒΙΟ ΠΑΣ : Η ΣΠΑΣΜΕΝΗ ΣΤΑΜΝΑ


OCTAVIO PAZ


Η ΣΠΑΣΜΕΝΗ ΣΤΑΜΝΑ

Ξεδιπλώνεται το μέσα βλέμμα, και ένας κόσμος ιλίγγου και πυρός
  στου ονειροπόλου γεννιέται το μέτωπο:  
ήλιοι γαλάζιοι, πράσινοι ανεμοστρόβιλοι, ράμφη φωτός που τρυπάνε
  κι ανοίγουνε τ’ άστρα σαν νά ’τανε ρόδια,  
ηλιοτρόπιο μονήρες, μάτι χρυσό που γυρνάει στο κέντρο μιας
  καμένης σπιανάδας,  
δάση ηχηρά κρυστάλλινα, δάση αντιλάλων και απαντήσεων και
  κυμάτων, διάλογος της διαφάνειας με άλλες διαφάνειες,
ο άνεμος! καλπασμός υδάτων ανάμεσα στ’ ατέρμονα τείχη του
  λαιμού ενός αεριωθούμενου,  
το άλογο, ο κομήτης, το πυροτέχνημα που πετυχαίνει την καρδιά
  της νύχτας στο κέντρο, φτερά και σιντριβάνια,  
φτερά, μιά αιφνίδια ανθοφορία πυρσών, κεριά, φτερούγες, της
  λευκότητας συντελείται η κάθοδος,  
πουλιά των νησιών να κελαηδούν κάτω από του ονειροπόλου
  το μέτωπο.  

Άνοιξα τα μάτια, τά ’στρεψα στον ουρανό, και πώς ω πώς είχε
  κυμάτων σκεπαστεί με άστρα ολάκερη η νύχτα είδα!  
Νησιά ζωντανά, βραχιόλια καιομένων νήσων, πέτρες να καίνε,
  ν’ ανασαίνουν, συστάδες βράχων ζωντανών,  
κι όλες εκείνες οι πηγές, τί διαύγεια, τί κόμες πάνω σε μια ράχη
  ολόμαυρη,  
κι όλα εκείνα τα ποτάμια να χύνοντ’ εκεί, κι εκείνος ο απόμακρος
  ήχος του νερού κοντά στη φωτιά, του φωτός ο ήχος στη σκιά  
  απέναντι!  
Άρπες, κήποι μόνο με άρπες!

Στο πλευρό μου όμως εγώ δεν είχα κανέναν.
Μόνο την πεδιάδα: κάκτοι, βάτοι, βράχοι θεόρατοι που έτριζαν
  στον ήλιο αποκάτω.  
Δεν τραγουδούσε ο γρύλος,
υπήρχε μι’ αόριστη οσμή ασβέστη και καμένων σπόρων,
οι δρόμοι του χωριού είσαν τα ξεραμένα ρυάκια
κι ο αέρας σε χίλια θά ’σπαγε κομμάτια έτσι και φώναζε κανείς:
Είναι κανείς εδώ;  
Λόφοι φαλακροί, ηφαίστειο ανενεργό, πέτρες και λαχάνιασμα
  κάτω από την τόση λάμψη, ξεραΐλα, γεύση σκόνης,  
σούρσιμο ποδιών ξυπόλυτων στη σκόνη πάνω, κι ο πιπερόσχινος
  στη μέση της πεδιάδας ίδιος απολιθωμένο σιντριβάνι!  

Πες μου, ξεραΐλα, πες μου, γη καμένη, γη οστέων αλεσμένων,
  πες μου, σελήνη εσύ η τα λοίσθια πνέουσα:  
Νερό εδώ δεν έχει;
Άραγε μόνο αίμα υπάρχει εδώ, μόνο σκόνη, μόνο βήματα
  υπάρχουνε από πόδια γυμνά πάνω στ’ αγκάθια,  
μόνο κουρέλια και τροφή εντόμων και λήθαργος στο βέβηλο
  το μεσημέρι: στο χρυσό αρχηγό μας;  
Σωθήκαν πια των αλόγων τα χλιμιντρίσματα στου ποταμού τις όχθες,
  ανάμεσα στα μεγάλα βότσαλα τα τόσο γλιστερά,  
στο έλος, κάτω απ’ το πράσινο των φύλλων φως και στις κραυγές
  ανδρών και γυναικών που λούζονται το χάραμα;  
Πού είναι οι Θεοί; – το Καλαμπόκι, το Λουλούδι, το Νερό, το Αίμα –
  οι Θεοί, η Παρθένος πού είναι;  
Όλοι τους πέθαναν; Έφυγαν; Σπασμένα σταμνιά μονάχα στο φιλιατρό
  του στερεμένου πηγαδιού;  
Και μόνος ζωντανός ο βάτραχος; –
Μόνο ο γκριζοπράσινος βάτραχος λάμπει τώρα να φωτίζει του
  Μεξικού τη νύχτα;  
Μόνο ο χοντρός αρχηγός της Τσεμποάλα είν’ ακόμη αθάνατος;

Νά ’ναι γονατιστός στο θείο δέντρο του νεφρίτη που ’χει ποτιστεί με
  αίμα και δύο σκλάβοι νιούτσικοι να του κάνουν εκεί αέρα,  
νά ’ναι τις μέρες των μεγάλων λιτανειών επικεφαλής του χωριού και
  ν’ ακουμπάει στο σταυρό: όπλο του και βακτηρία του,  
με πανοπλία, με προσωπείο από σκαλισμένη πέτρα, και ν’ ανασαίνει
  τον καπνό των πυροβολισμών σαν θυμίαμα πολύτιμο,  
ή να περνά σαββατοκύριακα στ’ οχυρωμένο σπίτι του, δίπλα στη
  θάλασσα, με την αγαπημένη του μαιτρέσσα και με τα διαμάντια
  της όλα από νέον;  
Μόνο ο βάτραχος είναι εδώ ακόμη αθάνατος;

Κοίταξ’ εδώ την πράσινη και κρύα οργή που ’χει για ουρά μαχαίρια
  και γυαλιά κομμένα,  
κοίτα το σκυλί και το ψωριάρικό του αλύχτισμα,
τη σιωπηλή αγαύη, τη φραγκοσυκιά, το ιριδισμένο κακτοειδές, δες το
  άνθος που αιμορραγεί και μόνο για να αιμορραγεί υπάρχει,
το άνθος με την κοφτερή και ανοξείδωτη γεωμετρία σαν όργανο
  λεπτότατο βασανισμών,  
κοίτα τη νύχτα με τα μεγάλα δόντια και με το βλέμμα μαστίγιο, τη
  νύχτα που σφάζει και γδέρνει μ’ ένα κοτρόνι αόρατο,  
άκου τα δόντια που συγκρούονται με δόντια,
άκου τα κόκκαλα που συντρίβονται στα κόκκαλα,
το τύμπανο του ανθρώπινου δέρματος το βαράει το κόκκαλο που το
  λεν μηριαίο,
το τύμπανο του στήθους το βαράει η φτέρνα η μανιασμένη,
το ταμ-ταμ των τυμπάνων στ’ αφτιά το βαράει ο ήλιος με το
  παραλήρημά του,
κοίταξ’ εδώ τη σκόνη που σηκώνεται σαν κίτρινος άνακτας και
  ξεριζώνει τα πάντα και χορεύει μόνος του μέχρι που
  σωριάζεται χάμω  
σαν δέντρο που του ξεραθήκαν οι ρίζες απότομα, σαν πύργος που τον
  εγκρέμισε του ανέμου μι’ ανάσα,  
κοίτα τον άνθρωπο που πέφτει και σηκώνεται και τρώει σκόνη και
  σέρνεται,  
το ανθρώπινο έντομο που σκάβει το βράχο και τρυπά τους αιώνες και
  τρέμει στο φως,  
δες εδώ το σπασμένο βράχο, τον σπασμένο άνθρωπο, το φως δες εδώ
  το σπασμένο.  

Μάτια ανοιχτά και μάτια κλεισμένα – το ίδιο τάχα κάνει;
Κάστρα ενδότερα που τα πυρπολεί ο στοχασμός για νά ’βγει κάτι
  άλλο, καθαρότερο, στη θέση τους, όλο λάμψη και όλο θάμπος,
σπόρος μιάς εικόνας που μεγαλώνει για να γίνει δέντρο που θα σπάσει
  το κρανίο,  
λέξη που γυρεύει χείλη να την πούνε,
πάνω στην αρχαία ανθρώπινη πηγή πέτρες έχουνε πέσει μεγάλες,
αιώνες βράχοι, χρόνια πλάκες, λεπτά της ώρας ξερολίθαρα έχουνε
  πέσει πάνω στην πηγή την ανθρώπινη.  

Πες μου, ξεραΐλα, πέτρα γυαλισμένη απ’ το φαφούτη χρόνο,
  από τη φαφούτα πείνα,  
σκόνη αλεσμένη από δόντια που ’ναι αιώνες, από αιώνες που είναι
  πείνες,  
πες μου, σπασμένη στάμνα που ’πεσες στη σκόνη, πες μου, σε ρωτάω,
γεννιέται φως, αν θα τριφτούν κόκκαλο με κόκκαλο, άνθρωπος με
  άνθρωπο, πείνα με πείνα,  
ίσαμε να τιναχτεί στο τέλος η σπίθα, η κραυγή, ο λόγος,
ίσαμε να τρέξει το νερό στο τέλος και να πεταχτεί το δέντρο
  πλατύφυλλο και τυρκουάζ;  

Πρέπει να κοιμόμαστε με μάτια ανοιχτά, να ονειρευόμαστε πρέπει
  με τα χέρια μας,  
να ονειρευόμαστε τα όνειρα τα ενεργά του ποταμού που ψάχνει να
  βρει το ρεύμα του, τα όνειρα του ήλιου που ονειρεύεται τους
  κόσμους του,  
πρέπει να ονειρευόμαστε μεγαλοφώνως και πρέπει να τραγουδάμε,
ώσπου να πετάξει ρίζες το τραγούδι μας, νά ’χει πια κορμό, κλαδιά,
  πουλιά και αστέρια,  
να τραγουδάμε μέχρι να γεννήσει το όνειρο στο πλάι του κοιμώμενου
  της αναστάσεως το στάχυ το κόκκινο,  
της γυναίκας το νερό, την πηγή για να πίνουμε και να κοιταζόμαστε
  και ν’ αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας και ν’αναλαμβάνουμε,
την πηγή που μας λέει ότι είμαστε άνθρωποι, την πηγή που ομιλεί
  κατά μόνας τη νύχτα και μας καλεί με τ’ όνομά μας,  
την πηγή των λόγων για να λέμε εγώ, εσύ, αυτός, εμείς, κάτω απ’ το
  μεγάλο δέντρο, της βροχής το ζωντανό το άγαλμα,  
για να λέμε τις όμορφες αντωνυμίες, να γνωρίζουμε τον εαυτό μας
  και νά ’μαστε οι πιστοί των ονομάτων μας,  
πρέπει να ονειρευόμαστε κατά πίσω, επί τας πηγάς, πρέπει να
  ξανακυλήσουμε και να φτάσουμε πάνω ψηλά πίσω στους αιώνες,
να πάμε πέρα από τη νηπιακή ηλικία, πέρα απ’ την αρχή, πέρα από
  το νερό του μυστηρίου του βαπτίσματος,  
να γκρεμίσουμε τους τοίχους που χωρίζουν τους ανθρώπους, να
  ενώσουμε και πάλι ό,τι έχει χωριστεί,  
ζωή και θάνατος δεν είναι κόσμοι αντίθετοι, είμαστε ένας μόνος μίσχος
  μονός με δύο άνθη δίδυμα,  
πρέπει να ξεθάψουμε τον χαμένο λόγο, να ονειρευτούμε προς τα μέσα
  και συνάμα προς τα έξω,  
ν’ αποκρυπτογραφήσουμε το τατουάζ της νύχτας και να κοιταχτούμε
  ίσια με το μεσημέρι σκίζοντάς του τη μάσκα του,  
να λουστούμε στο φως του ήλιου και να γευτούμε καρπούς νυκτερινούς
  και να συλλαβίσουμε τα γραπτά των ποταμών και των αστέρων,
να θυμηθούμε τί λένε το αίμα και η παλίρροια, η γη και το κορμί, να
  επιστρέψουμε στο σημείο εκκινήσεως,  
ούτε μέσα ούτε έξω, ούτε πάνω ούτε κάτω, στο σταυροδρόμι εκείνο
  απ’ όπου αρχίζουν όλοι οι δρόμοι,  
γιατί το φως τραγουδάει με φλίφλισμα νερών, με των φύλλων το
  φλίφλισμα τραγουδάει το φως,  
και η αυγή γέμει καρπών, φιλιωμένες η ημέρα και η νύχτα κυλούν μαζί
  σαν ποταμός στεκάμενος,  
η ημέρα και η νύχτα, ο ήλιος και η σελήνη χαϊδεύονται απαλά και αργά
  σαν άντρας και γυναίκα ερωτευμένοι,  
σαν ένας ποταμός που κυλάει και κατεβάζει ακατάπαυστα κάτω από
  αψίδες αιώνων τις εποχές και τους ανθρώπους,  
πέρα, στο ζωντανό κέντρο της αρχής, πιο πέρα, κι ακόμα πιο πέρα,
  επέκεινα, και του τέλους και της αρχής επέκεινα.  

                    Μεξικό 1955


ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΚΑΡΛΟΣ ΔΑΝΤΕ



ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο CARLOS DANTE
ΠΑΙΖΕΙ Η ORQUESTA ALFREDO D’ANGELIS


MILONGUITA ESTERCITA

¿Te acordás, Milonguita? Vos eras
la pebeta más linda 'e Chiclana;
la pollera cortona y las trenzas,
y en las trenzas un beso de sol.
Y en aquellas noches de verano,
¿qué soñaba tu almita, mujer,
al oír en la esquina algún tango
chamayarte bajito de amor?

Estercita,
hoy te llaman Milonguita,
flor de noche y de placer,
flor de lujo y cabaret.
Milonguita,
los hombres te han hecho mal
y hoy darías toda tu alma
por vestirte de percal.

Cuando sales por la madrugada,
Milonguita, de aquel cabaret,
toda tu alma temblando de frío
dices: ¡Ay, si pudiera querer!...
Y entre el vino y el último tango
p'al cotorro te saca un bacán...
¡Ay, qué sola, Estercita, te sientes!
Si llorás...¡dicen que es el champán!



Μουσική: Enrique Delfino.
Στίχοι: Samuel Linnig.
Τάνγκο του 1920.

ΠΑΙΖΟΥΝ ΟΙ ΜΟΓΚΟΥΑΪ



ΠΑΙΖΟΥΝ ΟΙ MOGWAI: HUNTED BY A FREAK

Τετάρτη 8 Αυγούστου 2012

ΤΟ ΣΟΥΡΓΕΛΟ

Αντιγράφω από το news247.gr

Σε οργανική θέση μετακλητού υπαλλήλου, στο γραφείο του τέως προέδρου της Βουλής, δηλαδή του πατέρα της διορίστηκε η κόρη του Βύρωνος Πολύδωρα. Ο διορισμός έγινε όταν ο Βύρων Πολύδωρας ήταν πρόεδρος για μια μέρα (Εφημερίς της Κυβερνήσεως, αρ.φ. 344, 23/7/2012, υπ'αριθμ.8574/6100/11-7-2012).
Αυτό αναφέρουν "Τα Νέα", τονίζοντας πως ο κ. Πολύδωρας έμεινε μόνο μια ημέρα Πρόεδρος στην προηγούμενη Βουλή αφού προκηρύχθηκαν εκ νέου οι πρόωρες εκλογές του Ιουνίου.
Παράλληλα, η εφημερίδα αναφέρει πως ο κ. Πολύδωρας είχε αποσπάσει τις δύο κόρες του στο υπουργικό του γραφείο όταν ήταν υπουργός Δημόσιας Τάξης στην κυβέρνηση Καραμανλή.
Όπως σημειώνεται, ο κ. Πολύδωρας είχε υπερασπιστεί την απόφασή του να προσλάβει και τις δύο κόρες του στο υπουργείο και είχε αρνηθεί ότι πρόκειται περί ευνοιοκρατίας σε συνέντευξη που παραχώρησε στο περιοδικό Ταχυδρόμος: "Τις έχω εδώ για να εκπαιδεύονται στη σύγχρονη διοικητική γραφειοκρατία. Κυρίως τις θέλω εγώ κοντά μου και μάλιστα η αμοιβή τους είναι, εν παρενθέσει, ένας μισθός και για τις δύο. Οχι δύο, αλλά ένας ταπεινός μισθός".
"Ο Βύρων Πολύδωρας έμεινε μόνο μία μέρα πρόεδρος-στην προηγούμενη Βουλή, ίσαμε να προκηρυχθούν οι επόμενες εκλογές. Αν είχε μείνει άλλη μία, θα προσλαμβανόταν και η άλλη κόρη του;", διερωτάται ο δημοσιογράφος του δημοσιεύματος.

********

ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ:  
ΠΟΤΕ ΘΑ ΤΗΝ ΑΠΟΛΥΣΟΥΝ ΟΙ ΝΤΟΠΙΟΙ ΤΡΟΪΚΑΝΟΙ;

ΗΘΕΛΑ ΝΑ 'ΜΟΥΝ ΗΡΑΚΛΗΣ



ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ: ΗΘΕΛΑ ΝΑ 'ΜΟΥΝ ΗΡΑΚΛΗΣ

Τρίτη 7 Αυγούστου 2012

ΓΟΥΣΤΑΒΟ ΑΔΟΛΦΟ ΒΕΚΕΡ!



GUSTAVO ADOLFO BÉCQUER


[DE LO POCO DE VIDA QUE ME RESTA]

De lo poco de vida que me resta
diera con gusto los mejores años,
por saber lo que a otros
de mí has hablado.

Y esta vida mortal y de la eterna
lo que me toque, si me toca algo,
por saber lo que a solas
de mí has pensado.



Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Eva Mendes.

Δευτέρα 6 Αυγούστου 2012

ΡΟΒΕΡΤΟ ΧΟΥΑΡΡΟΣ!



ROBERTO JUARROZ


TODA PALABRA ES UNA DUDA

Toda palabra es una duda,
todo silencio es otra duda.
Sin embargo,
el enlace de ambas
nos permite respirar.

Todo dormir es un hundimiento,
todo despertar es otro hundimiento.
Sin embargo,
el enlace de ambos
nos permite levantarnos otra vez.

Toda vida es una forma de desvanecerse,
toda muerte es otra forma.
Sin embargo,
el enlace de ambas
nos permite ser un signo en el vacío.

Κυριακή 5 Αυγούστου 2012

ΠΑΝΤΟΤΕ ΚΑΤΙ ΑΛΛΟ ΝΟΣΤΑΛΓΟΥΜΕ


ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ


[ΠΑΝΤΟΤΕ ΚΑΤΙ ΑΛΛΟ ΝΟΣΤΑΛΓΟΥΜΕ]

  Πάντοτε κάτι άλλο νοσταλγούμε κι η πόρτα μας φεύγει με το ξένο, και μένουμε άξαφνα έξω, που είναι ίσως η μόνη μας πατρίδα, οι κινήσεις μας τότε γίνονται βαριές, σαν να μας δώσαν πίσω όλες μαζί τις νύχτες, που χάθηκαν εδώ κι εκεί, κι αχ, τώρα πού να ταις πάς, και τί είναι εκείνο που σε σπρώχνει, πάντα ανέτοιμο, ενώ το κερί προβλεπτικό σε προειδοποιεί, απλώνοντας σαν ίσκιο πίσω σου αυτόν που σε ξεπερνάει,
  όμως, εκείνος που έμεινε ταπεινός, είναι μία θεία παρέμβαση, γιατί διαβαίνει απαρατήρητος, σαν να μας έχει αφήσει κιόλας πίσω, και σ’ οποιοδήποτε παράθυρο ακουμπήσει δεν κρύβει τον ουρανό, ενώ η λάμπα που κρατάει νιώθει, σαν από χάρη Θεού, να πηγαίνει μόνη της, όπως τα πράγματα σε μιά κάμαρα γίνοντα άξαφνα πιο μεγάλα και σοβαρά, μόλις ο νεκρός κλείσει τα μάτια.



Από την ποιητική συλλογή: «Σκοτεινή πράξη» (1974).
Από το βιβλίο: Τάσος Λειβαδίτης, «Ποίηση», τόμος δεύτερος, Κέδρος, Αθήνα 1987, σελ. 123.

Σάββατο 4 Αυγούστου 2012

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΤΖΟΥΖΕΠΠΕ ΝΤΙ ΣΤΕΦΑΝΟ



Ανάρτησή μου στο γιουτιούμπ

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο GIUSEPPE DI STEFANO


MARIA MARÌ

Arápete fenesta!
Famme affacciá a Maria,
ca stóngo 'mmiez'â via...
speruto da vedé...

Nun trovo n'ora 'e pace:
'a notte 'a faccio juorno,
sempe pe' stá ccá attuorno,
speranno 'e ce parlá!

Oje Marí', oje Marí',
quanta suonno ca perdo pe' te!
Famme addurmí,
abbracciato nu poco cu te!
Oje Marí', oje Marí'!
Quanta suonno ca perdo pe' te!
Famme addurmí...
oje Marí', oje Marí'!

'Mmiez'a stu ciardeniello,
ce ride 'a malvarosa...
Nu lietto 'e fronne 'e rosa
aggio fatto pe' te...

Viene che 'a notte è doce,
'o cielo ch'è nu manto...
Tu duorme e io te canto
'a nonna a fianco a te...

Oje Marí', oje Marí',
quanta suonno ca perdo pe' te!
Famme addurmí,
abbracciato nu poco cu te!
Oje Marí', oje Marí'!
Quanta suonno ca perdo pe' te!
Famme addurmí...
oje Marí', oje Marí'!

Pare che giá s'arape
na sénga 'e fenestella...
Maria cu 'a manella,
nu segno a me mme fa!

Sòna chitarra mia!
Maria s'è scetata!...
Na scicca serenata,
facímmole sentí:

Oje Marí', oje Marí',
quanta suonno ca perdo pe' te!
Famme addurmí,
abbracciato nu poco cu te!
Oje Marí', oje Marí'!
Quanta suonno ca perdo pe' te!
Famme addurmí...
oje Marí', oje Marí'!



Στίχοι: Vincenzo Russo.
Μουσική: Eduardo Di Capua.