ΠΑΙΖΕΙ Η ΟΡΧΗΣΤΡΑ RICARDO MALERBA: CHARAMUSCHA
Σάββατο 30 Ιουνίου 2012
Παρασκευή 29 Ιουνίου 2012
ΓΥΝΑΙΚΕΙΟ ΣΩΜΑ…
PABLO NERUDA
[ΓΥΝΑΙΚΕΙΟ ΣΩΜΑ…]
Γυναίκειο σώμα, λόφοι λευκοί, πόδια κατάλευκα,
μοιάζεις του κόσμου όπως μου δίνεσαι έτσι.
Το αργασμένο κορμί μου άγρια σε σκάβει
και σου αναδύει τον υιό και λόγο από της γαίας τα έγκατα.
Είμουνα μόνος κι έρημος, σαν το τούνελ καληώρα.
Με βλέπαν τα πουλιά και φεύγανε,
και μέσα μου όρμαγε η νύχτα πανίσχυρη και καταλυτική.
Για να μείνω εγώ ζωντανός, έφτιαξα εσένανε όπλο,
σ’ έβαλα βέλος στο τόξο μου, στη σφεντόνα μου πέτρα.
Επέστη όμως της πληρωμής ο καιρός, κι εγώ σ’ αγαπάω.
Σώμα από χνούδι κι από μούσκλια
κι από άπληστο γάλα και κραταιό.
Ω, τ’ αγγεία του στήθους! Ω!, τα μάτια της απουσίας!
Ω, του εφηβαίου τα ρόδα! Ω, η συρτή και θλιμμένη φωνή σου!
Σώμα της δικιάς μου γυναίκας,
υπήκοος θά ’μαι πιστός των θέλγητρών σου.
Δίψα μου, πόθε μου ατελεύτητε, αβέβαιε δρόμε μου!
Σκούρες νεροσυρμές, όπου η δίψα αιώνια ακολουθεί,
και ο κάματος ακολουθεί, και ο καημός ο απέραντος.
Γυναίκειο σώμα, λόφοι λευκοί, πόδια κατάλευκα,
μοιάζεις του κόσμου όπως μου δίνεσαι έτσι.
Το αργασμένο κορμί μου άγρια σε σκάβει
και σου αναδύει τον υιό και λόγο από της γαίας τα έγκατα.
Είμουνα μόνος κι έρημος, σαν το τούνελ καληώρα.
Με βλέπαν τα πουλιά και φεύγανε,
και μέσα μου όρμαγε η νύχτα πανίσχυρη και καταλυτική.
Για να μείνω εγώ ζωντανός, έφτιαξα εσένανε όπλο,
σ’ έβαλα βέλος στο τόξο μου, στη σφεντόνα μου πέτρα.
Επέστη όμως της πληρωμής ο καιρός, κι εγώ σ’ αγαπάω.
Σώμα από χνούδι κι από μούσκλια
κι από άπληστο γάλα και κραταιό.
Ω, τ’ αγγεία του στήθους! Ω!, τα μάτια της απουσίας!
Ω, του εφηβαίου τα ρόδα! Ω, η συρτή και θλιμμένη φωνή σου!
Σώμα της δικιάς μου γυναίκας,
υπήκοος θά ’μαι πιστός των θέλγητρών σου.
Δίψα μου, πόθε μου ατελεύτητε, αβέβαιε δρόμε μου!
Σκούρες νεροσυρμές, όπου η δίψα αιώνια ακολουθεί,
και ο κάματος ακολουθεί, και ο καημός ο απέραντος.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Πέμπτη 28 Ιουνίου 2012
ΧΕΡΜΑΝ ΚΟΝΡΑΝΤΙ!
HERMANN CONRADI (1862-1890)
WAS FRAG’ ICH NACH ZEIT UND STUNDE
Was frag' ich nach Zeit und Stunde,
Wenn an deiner Brust ich lieg' -
Wenn ich küsse von deinem Munde
Der Liebe süßseligen Sieg!
Wenn ich küsse die weißen Brüste,
Den knospenden, schwellenden Leib -
Was frag' ich nach Zeit und Stunde,
Bei solch holdem Zeitvertreib!...
Wenn an deiner Brust ich lieg' -
Wenn ich küsse von deinem Munde
Der Liebe süßseligen Sieg!
Wenn ich küsse die weißen Brüste,
Den knospenden, schwellenden Leib -
Was frag' ich nach Zeit und Stunde,
Bei solch holdem Zeitvertreib!...
Was frag' ich nach Zeit und Stunde,
Rast' ich auf Linnen, schneeweiß,
Bei dir und trink' dir vom Munde
Der Liebe süßseligen Preis!
Da füllt mich ein großes Genügen,
Mein wildes Begehren versinkt ...
Was frag' ich nach Zeit und Stunde,
Wenn die Welt wie verschollen mich dünkt!...
Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Julia Fontana.
Rast' ich auf Linnen, schneeweiß,
Bei dir und trink' dir vom Munde
Der Liebe süßseligen Preis!
Da füllt mich ein großes Genügen,
Mein wildes Begehren versinkt ...
Was frag' ich nach Zeit und Stunde,
Wenn die Welt wie verschollen mich dünkt!...
Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Julia Fontana.
Τετάρτη 27 Ιουνίου 2012
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΖΙΑΣ
ΝΕΟΙ ΕΜΠΡΗΣΤΕΣ
ΝΕΟΙ ΕΜΠΡΗΣΤΕΣ
Όλα με δόσεις, διαλαλούν οι κεραμείς,
κούπες, γαβάθες, βάζα …
Αγόρασα, μονολογεί, δεν
απέμεινε δραχμή.
Η κάμινος ας γκρεμιστεί!
Νέοι εμπρηστές επικροτούν, καταδικάζουν:
-To πρόσωπο να
πυρποληθεί!
Να μαυρίσουν οι σιαγόνες, οι
αυχένες να ψηθούν,
την αξία τους να πιάσουν τα
ζυγωματικά
όταν θα πουληθούν στην αγορά,
στους δρόμους,
κέρδη να φέρουν, τάλιρα μεταλλικά.
Φέρτε τον Σύντριβα, τον
Άσβεστο, τον Κεραυνό,
τον Προμηθέα Άγρυπνο, τον
Χαλαστή
να σπάσουν, να τσακίσουν, ν’
αφανίσουν.
Ο ηγεμόνας Άνθρακας καίγεται,
χορεύει.
Από το βιβλίο: Γιώργος Κοζίας, «41ος
Παράλληλος», Εκδόσεις Στιγμή, Αθήνα 2012.
ΔΥΟ ΜΙΚΡΑ ΤΑΝΓΚΟ ΤΟΥ ΧΟΥΑΝ ΧΕΛΜΑΝ
JUAN GELMAN
TANGUITΟ,
Ι
yo
no
sé qué hacer
para que salgas de mí y por fin te vayas
al diablo al sufrimiento que
me crece por verte y por no verte y
no seas más que eso sufrimiento
en vez de ser temblor ser esperanza
silencio bajo el sol
otro sol además
no
sé qué hacer
para que salgas de mí y por fin te vayas
al diablo al sufrimiento que
me crece por verte y por no verte y
no seas más que eso sufrimiento
en vez de ser temblor ser esperanza
silencio bajo el sol
otro sol además
TANGUITO,
ΙΙ
no me quiero
plantar en el
naipe fastuoso de la vida o
jugar a ganar o
a perder sino
perder para ganar o sea
ganar para perder tu rostro
canta que canta en la mañana y
ya te voy a sufrir
por ejemplo
naipe fastuoso de la vida o
jugar a ganar o
a perder sino
perder para ganar o sea
ganar para perder tu rostro
canta que canta en la mañana y
ya te voy a sufrir
por ejemplo
ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝ Ο ΡΟΔΟΛΦΟ ΛΕΣΙΚΑ ΚΑΙ Ο ΑΡΧΕΝΤΙΝΟ ΛΕΔΕΣΜΑ
ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝ Ο RODOLFO LESICA
& Ο ARGENTINO LEDESMA
TROVADOR MAZORQUERO
¡Viva la Santa Federación,
mueran los salvajes unitarios!...
Las once han dado y sereno...
Ya se pierde el pregón del sereno,
por el barrio de Restaurador
y en la noche tan tibia de enero
esparce el lucero su limpio fulgor.
La magnolia foscata perfuma
la casona de aljibe y jardín
y con voz varonil se desata
una serenata que comienza así:
Soy tu fiel trovador mazorquero
y esta noche he venido a cantar
repitiéndote siempre “Te quiero...
te quiero alma mía. No me hagas penar”.
Soy tu fiel trovador mazorquero
poncho rojo vihuela y facón.
De San Telmo eres toda la gala,
federala de mi corazón.
La canción quedó trunca de pronto...
Cae herido el soldado cantor...
Un puñal unitario le apaga
su dulce guitarra, su canto de amor...
En la alcoba la amada sonríe,
sin pensar que en la calle está él
malherido... su voz moribunda
cantándole a ella repite otra vez:
¡Viva la Santa Federación,
mueran los salvajes unitarios!...
Las doce han dado y sereno...
mueran los salvajes unitarios!...
Las once han dado y sereno...
Ya se pierde el pregón del sereno,
por el barrio de Restaurador
y en la noche tan tibia de enero
esparce el lucero su limpio fulgor.
La magnolia foscata perfuma
la casona de aljibe y jardín
y con voz varonil se desata
una serenata que comienza así:
Soy tu fiel trovador mazorquero
y esta noche he venido a cantar
repitiéndote siempre “Te quiero...
te quiero alma mía. No me hagas penar”.
Soy tu fiel trovador mazorquero
poncho rojo vihuela y facón.
De San Telmo eres toda la gala,
federala de mi corazón.
La canción quedó trunca de pronto...
Cae herido el soldado cantor...
Un puñal unitario le apaga
su dulce guitarra, su canto de amor...
En la alcoba la amada sonríe,
sin pensar que en la calle está él
malherido... su voz moribunda
cantándole a ella repite otra vez:
¡Viva la Santa Federación,
mueran los salvajes unitarios!...
Las doce han dado y sereno...
Μουσική: Juan Carlos Howard.
Στίχοι: Enrique Cadícamo.
Τρίτη 26 Ιουνίου 2012
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΦΛΟΡΕΑΛ ΡΟΥΙΣ
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο FLOREAL RUIZ
VIEJA AMIGA
¿Ves? He tratado inútilmente
de alejarme y olvidar...
Hoy que hay arrugas en mi frente
siento más la soledad...
Tal vez, al notarme avejentado,
pensarás que vengo a verte
porque estoy desesperado...
¡No! Ya los años me enseñaron
a templar mi corazón...
No he venido a suplicarte
ni un poquito de cariño
ni a que expliques tu silencio,
tus mentiras o tu olvido...
No es posible, vieja amiga,
nuestras vidas acercar...
Solo vine para verte,
para verte, nada más...
Ya poco falta para irme
con mi cruz a otro rincón...
Sé que al dejarte voy a hundirme
en la desesperación.
¿Será la emoción de mi partida,
que quisiera darte un beso
aunque deje en él mi vida?
¡Es que tus lágrimas me invitan
a besarte y a llorar!
No he venido a suplicarte
ni un poquito de cariño
ni a que expliques tu silencio,
tus mentiras o tu olvido...
No es posible, vieja amiga,
nuestras vidas acercar...
Ya me voy... y aquí te dejo
toda mi felicidad...
de alejarme y olvidar...
Hoy que hay arrugas en mi frente
siento más la soledad...
Tal vez, al notarme avejentado,
pensarás que vengo a verte
porque estoy desesperado...
¡No! Ya los años me enseñaron
a templar mi corazón...
No he venido a suplicarte
ni un poquito de cariño
ni a que expliques tu silencio,
tus mentiras o tu olvido...
No es posible, vieja amiga,
nuestras vidas acercar...
Solo vine para verte,
para verte, nada más...
Ya poco falta para irme
con mi cruz a otro rincón...
Sé que al dejarte voy a hundirme
en la desesperación.
¿Será la emoción de mi partida,
que quisiera darte un beso
aunque deje en él mi vida?
¡Es que tus lágrimas me invitan
a besarte y a llorar!
No he venido a suplicarte
ni un poquito de cariño
ni a que expliques tu silencio,
tus mentiras o tu olvido...
No es posible, vieja amiga,
nuestras vidas acercar...
Ya me voy... y aquí te dejo
toda mi felicidad...
Μουσική: Pedro Laurenz.
Στίχοι: José María Contursi
Τάνγκο του 1938.
Δευτέρα 25 Ιουνίου 2012
ΤΑ ΕΝΩΤΙΑ
EUGENIO
MONTALE
ΤΑ ΕΝΩΤΙΑ
Σβήνουν ολοένα οι ίσκιοι των πτήσεων μες στα νερά
του καθρέφτη. (Ούτε ίχνος καν απ’ τη δική σου.)
Πέρασε και το σφουγγάρι και κυνήγησε τις άοπλες
λάμψεις έξω απ’ του χρυσού κατόπτρου τον κύκλο.
Τις πέτρες σου, τα κοράλλια, την πανίσχυρη εξουσία
που σε απάγει αναζητούσα· και διώχνω να φύγει
τη θεά που δεν σαρκώνεται, τους πόθους φέρνω
ίσαμε εκεί που δεν τους καίει η αστραπή σου.
Έξω τρίζουν έλυτρα, τρίζει, το τρελό τρίζει
ξόδι γνωρίζοντας πως δυό ζωές τώρα πια δεν μετράνε.
Στην κορνίζα γυρνούν και πάλι οι μαλακές
μέδουσες της εσπέρας. Το είδωλο το δικό σου
θα έλθει από κάτω: εκεί, στους λοβούς σου, άσαρκα
δυό χέρια τρέμοντα σου κρεμάνε τα κοράλλια.
ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝ ΟΙ ΤΡΑΦΦΙΚ
ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝ ΟΙ TRAFFIC
FEELIN’
ALRIGHT
Seems I've
got to have a change of scene
Cause every night I have the strangest dream
Imprisoned by the way it couldn't be
Left here on my own or so it seems
I've got to leave before I start to scream
But someone's locked the door and took the key
Ya feelin' alright?
I'm not feelin' too good myself
Well, ya feelin' Alright?
I'm not feelin' too good myself
Well boy you sure took me for one big ride
And even now I sit and wonder why
That when I think of you I start to cry
I just can't waste my time I must keep dry
Got to stop believin' in all your lies
Cause there's too much to do before I die
Ya feelin' alright?
I'm not feelin' too good myself
Well, ya feelin' alright?
I'm not feelin' too good myself
Don't get too lost in all I say
Like the time I really felt that way
But that was then and now it's today
Can't get off yet and so I'm here to stay
Till' someone comes along and takes my place
With a different name, yes, and a different face
Ya Feelin' alright?
I'm not feelin' too good myself
Well, ya feelin' alright?
I'm not feelin' too good myself
Cause every night I have the strangest dream
Imprisoned by the way it couldn't be
Left here on my own or so it seems
I've got to leave before I start to scream
But someone's locked the door and took the key
Ya feelin' alright?
I'm not feelin' too good myself
Well, ya feelin' Alright?
I'm not feelin' too good myself
Well boy you sure took me for one big ride
And even now I sit and wonder why
That when I think of you I start to cry
I just can't waste my time I must keep dry
Got to stop believin' in all your lies
Cause there's too much to do before I die
Ya feelin' alright?
I'm not feelin' too good myself
Well, ya feelin' alright?
I'm not feelin' too good myself
Don't get too lost in all I say
Like the time I really felt that way
But that was then and now it's today
Can't get off yet and so I'm here to stay
Till' someone comes along and takes my place
With a different name, yes, and a different face
Ya Feelin' alright?
I'm not feelin' too good myself
Well, ya feelin' alright?
I'm not feelin' too good myself
ΡΑΦΑΕΛ ΓΚΙΓΙΕΝ!
RAFAEL GUILLÉN (1933)
SOBRE TODA PALABRA
No es fácil retener cuanto de cierto
lleva cada palabra, rescatada
por la verdad del borde de la nada.
La medida es un eco, un eco muerto.
La verdad no es la rama; es el injerto
propicio al viento fuerte y a la helada.
No es cuerda ni metal; es la tonada,
la alada melodía del concierto.
Propicia al viento fuerte y a la ruina,
camina la verdad, triunfa y camina
de palabra en palabra, paso a paso.
¡Y es gozo recibir su luz violenta,
y sentir cómo nace y se sustenta
del mismo manantial de su fracaso!
Κυριακή 24 Ιουνίου 2012
ΜΠΟΡΧΕΣ!
JORGE LUÍS BORGES
EL ÁPICE
No te habrá de salvar lo que dejaron
escrito aquellos que tu miedo implora;
no eres los otros y te ves ahora
centro del laberinto que tramaron
tus pasos. No te salva la agonía
de Jesús o de Sócrates ni el fuerte
Siddharta de oro que aceptó la muerte
en un jardín, al declinar el día.
Polvo también es la palabra escrita
por tu mano o el verbo pronunciado
por tu boca. No hay lástima en el Hado
y la noche de Dios es infinita.
Tu materia es el tiempo, el incesante
tiempo. Eres cada solitario instante.
Σάββατο 23 Ιουνίου 2012
ΖΥΛ ΛΑΦΟΡΓΚ!
JULES LAFORGUE
SOLO DE LUNE
Je fume, étalé face au ciel,
Sur l’impériale de la diligence,
Ma carcasse est cahotée, mon âme danse
Comme un Ariel;
Sans miel, sans fiel, ma belle âme danse,
Ô routes, coteaux, ô fumées, ô vallons,
Ma belle âme, ah ! récapitulons.
Sur l’impériale de la diligence,
Ma carcasse est cahotée, mon âme danse
Comme un Ariel;
Sans miel, sans fiel, ma belle âme danse,
Ô routes, coteaux, ô fumées, ô vallons,
Ma belle âme, ah ! récapitulons.
Nous nous aimions comme deux fous,
On s’est quitté sans en parler,
Un spleen me tenait exilé,
Et ce spleen me venait de tout. Bon.
Ses yeux disaient : « Comprenez-vous ?
On s’est quitté sans en parler,
Un spleen me tenait exilé,
Et ce spleen me venait de tout. Bon.
Ses yeux disaient : « Comprenez-vous ?
« Pourquoi ne comprenez-vous pas ? »
Mais nul n’a voulu faire le premier pas,
Voulant trop tomber ensemble à genoux.
(Comprenez-vous ?)
Mais nul n’a voulu faire le premier pas,
Voulant trop tomber ensemble à genoux.
(Comprenez-vous ?)
Où est-elle à cette heure ?
Peut-être qu’elle pleure…
Où est-elle à. cette heure ?
Oh ! du moins, soigne-toi je t’en conjure !
Peut-être qu’elle pleure…
Où est-elle à. cette heure ?
Oh ! du moins, soigne-toi je t’en conjure !
Ô fraîcheur des bois le long de la route,
Ô châle de mélancolie, toute âme est un peu aux écoutes,
Que ma vie
Fait envie !
Cette impériale de diligence tient de la magie.
Ô châle de mélancolie, toute âme est un peu aux écoutes,
Que ma vie
Fait envie !
Cette impériale de diligence tient de la magie.
Accumulons l’irréparable !
Renchérissons sur notre sort !
Les étoiles sont plus nombreuses que le sable
Des mers où d’autres ont vu se baigner son corps;
Tout n’en va pas moins à la Mort,
Y a pas de port.
Renchérissons sur notre sort !
Les étoiles sont plus nombreuses que le sable
Des mers où d’autres ont vu se baigner son corps;
Tout n’en va pas moins à la Mort,
Y a pas de port.
Des ans vont passer là-dessus,
On s’endurcira chacun pour soi,
Et bien souvent et déjà je m’y vois,
On se dira : « Si j’avais su… »
Mais mariés, de même, ne se fût-on pas dit :
« Si j’avais su, si j’avais su !… »!
Ah! rendez-vous maudit !
Ah ! mon cœur sans issue !…
Je me suis mal conduit.
On s’endurcira chacun pour soi,
Et bien souvent et déjà je m’y vois,
On se dira : « Si j’avais su… »
Mais mariés, de même, ne se fût-on pas dit :
« Si j’avais su, si j’avais su !… »!
Ah! rendez-vous maudit !
Ah ! mon cœur sans issue !…
Je me suis mal conduit.
Maniaques de bonheur,
Donc, que ferons-nous ? Moi de mon âme,
Elle de sa faillible jeunesse!
Ô vieillissante pécheresse,
Oh ! que de soirs je vais me rendre infâme
En ton honneur !
Donc, que ferons-nous ? Moi de mon âme,
Elle de sa faillible jeunesse!
Ô vieillissante pécheresse,
Oh ! que de soirs je vais me rendre infâme
En ton honneur !
Ses yeux clignaient : « Comprenez-vous ?
« Pourquoi ne comprenez-vous pas ? »
Mais nul n’a fait le premier pas
Pour tomber ensemble à genoux. Ah !…
« Pourquoi ne comprenez-vous pas ? »
Mais nul n’a fait le premier pas
Pour tomber ensemble à genoux. Ah !…
La lune se lève,
Ô route en grand rêve !…
Ô route en grand rêve !…
On a dépassé les filatures, les scieries,
Plus que les bornes kilométriques,
De petits nuages d’un rose de confiserie,
Cependant qu’un fin croissant de lune se lève.
Ô route de rêve, ô nulle musique…
Dans ces bois de pins où depuis
Le commencement du monde
Il fait toujours nuit,
Que de chambres propres et profondes!
Oh ! pour un soir d’enlèvement !
Et je les peuple et je m’y vois,
Et c’est un beau couple d’amants,
Qui gesticulent hors la loi.
Plus que les bornes kilométriques,
De petits nuages d’un rose de confiserie,
Cependant qu’un fin croissant de lune se lève.
Ô route de rêve, ô nulle musique…
Dans ces bois de pins où depuis
Le commencement du monde
Il fait toujours nuit,
Que de chambres propres et profondes!
Oh ! pour un soir d’enlèvement !
Et je les peuple et je m’y vois,
Et c’est un beau couple d’amants,
Qui gesticulent hors la loi.
Et je passe et les abandonne,
Et me recouche face au ciel,
La route tourne, je suis Ariel,
Nul ne m’attend, je ne vais chez personne.
Je n’ai que l’amitié des chambres d’hôtel!
Et me recouche face au ciel,
La route tourne, je suis Ariel,
Nul ne m’attend, je ne vais chez personne.
Je n’ai que l’amitié des chambres d’hôtel!
La lune se lève,
Ô route en grand rêve !
Ô route sans terme,
Voici le relais,
Où l’on allume les lanternes,
Où l’on boit un verre de lait,
Et fouette postillon,
Dans le chant des grillons,
Sous les étoiles de Juillet.
Ô route en grand rêve !
Ô route sans terme,
Voici le relais,
Où l’on allume les lanternes,
Où l’on boit un verre de lait,
Et fouette postillon,
Dans le chant des grillons,
Sous les étoiles de Juillet.
Ô clair de Lune,
Noce de feux de Bengale noyant mon infortune,
Les ombres des peupliers sur la route…
Le gave qui s’écoute…
Qui s’écoute chanter,…
Dans ces inondations du fleuve Léthé,…
Noce de feux de Bengale noyant mon infortune,
Les ombres des peupliers sur la route…
Le gave qui s’écoute…
Qui s’écoute chanter,…
Dans ces inondations du fleuve Léthé,…
Ô solo de lune,
Vous défiez ma plume.
Oh ! cette nuit sur la route;
Ô Étoiles, vous êtes à faire peur,
Vous y êtes toutes ! toutes !
Ô fugacité de cette heure…
Oh ! qu’il y eût moyen
De m’en garder l’âme pour l’automne qui vient !…
Vous défiez ma plume.
Oh ! cette nuit sur la route;
Ô Étoiles, vous êtes à faire peur,
Vous y êtes toutes ! toutes !
Ô fugacité de cette heure…
Oh ! qu’il y eût moyen
De m’en garder l’âme pour l’automne qui vient !…
Voici qu’il fait très, très-frais,
Oh ! si à la même heure,
Elle va de même le long des forêts,
Noyer son infortune
Dans ces noces du clair de lune !…
(Elle aime tant errer tard !)
Elle aura oublié son foulard,
Elle va prendre mal, vu la beauté de l’heure !
Oh ! soigne-toi je t’en conjure !
Oh ! Je ne veux plus entendre cette toux !
Oh ! si à la même heure,
Elle va de même le long des forêts,
Noyer son infortune
Dans ces noces du clair de lune !…
(Elle aime tant errer tard !)
Elle aura oublié son foulard,
Elle va prendre mal, vu la beauté de l’heure !
Oh ! soigne-toi je t’en conjure !
Oh ! Je ne veux plus entendre cette toux !
Ah ! que ne suis-je tombé à tes genoux !
Ah ! que n’as-tu défailli à mes genoux !
J’eusse été le modèle des époux.
Comme le frou-frou de ta robe est le modèle des frou-frou.
Ah ! que n’as-tu défailli à mes genoux !
J’eusse été le modèle des époux.
Comme le frou-frou de ta robe est le modèle des frou-frou.
Παρασκευή 22 Ιουνίου 2012
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΡΟΜΠΕΡΤΟ ΜΟΥΡΟΛΟ
Ανάρτησή μου στο
γιουτιούμπ
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ROBERTO MUROLO
L’ITALIA È
BBELLA
Addo' si'
nnata tu, 'a sera
'o cielo e' rosa
e ll'acqua e' comm"e ll'oro,
e' preziosa
e a sabbia
nfonne tutt"e ccose;
'o cielo e' rosa
e ll'acqua e' comm"e ll'oro,
e' preziosa
e a sabbia
nfonne tutt"e ccose;
Addo' si nnata tu,
'o sole abbrucia 'a pelle
e a notte
cchiu' vicine
songh"e stelle
e ce ne stanno
a mmille a mmille
Ah, tu ca sunnave
'e te' fa accumpagna'
d"o viento
penzaste: che ffortuna,
'a vita in Occidente!
e cchesto e' assaje
pe' cchi nun tene niente
Quanta criature
arrivano a luntano
pe' vede' 'e crescere
stu ggrano
Ah', ll'Italia e' bella
pe' cchi tene
'a faccia nera!
ma areto 'a 'sta ricchezza
sapisse che amarezza,
e te ne accuorge'
quanno scenne a sera.
e ppienze 'o cielo
tuojo ch'e' rosa
e a lune gia' sta' lla'
mentre n'airone se ne va'
Addo' tu si' vvenuta
e' tutto n'atu munno
e nun e' comme
te pareva 'nzuonno
e mmo' ca o tiempo
sta cagnanno
Addo' tu si' vvenuta
quacche sera chiove,
e nun e' doce
chello ca se' prova
penzanno a cchesta
vita nova
Ah', ll'Italia e' bella
pe' cchi tene 'a faccia nera
ma areto 'a 'sta ricchezza
sapisse che amarezza,
e te ne accuorge'
quanno scenne a sera
e ppienze 'o cielo
tuojo ch'e' rosa
e a lune gia' sta' lla'
mentre n'airone se ne va'
E ppienze
'o cielo tuojo ch'e' rosa
e a lune gia' sta' lla'
mentre n'airone se ne va
Στίχοι και μουσική: Roberto Murolo και Carlo Faiello.
ΡΟΜΠΕΡ ΝΤΕΣΝΟΣ!
ROBERT DESNOS
COUCHÉE
À droite, le ciel, à gauche, la mer.
Et devant les yeux, l’herbe et ses fleurs.
Un nuage, c’est la route, suit son chemin vertical
Parallèlement à l’horizon de fil à plomb,
Parallèlement au cavalier.
Le cheval court vers sa chute imminente
Et cet autre monte interminablement.
Comme tout est simple et étrange.
Couchée sur le côté gauche,
Je me désintéresse du paysage
Et je ne pense qu’à des choses très vagues,
Très vagues et très heureuses,
Comme le regard las que l’on promène
Par ce bel après-midi d’été
À droite, à gauche,
De-ci, de-là,
Dans le délire de l’inutile.
Et devant les yeux, l’herbe et ses fleurs.
Un nuage, c’est la route, suit son chemin vertical
Parallèlement à l’horizon de fil à plomb,
Parallèlement au cavalier.
Le cheval court vers sa chute imminente
Et cet autre monte interminablement.
Comme tout est simple et étrange.
Couchée sur le côté gauche,
Je me désintéresse du paysage
Et je ne pense qu’à des choses très vagues,
Très vagues et très heureuses,
Comme le regard las que l’on promène
Par ce bel après-midi d’été
À droite, à gauche,
De-ci, de-là,
Dans le délire de l’inutile.
Πέμπτη 21 Ιουνίου 2012
ΜΕ ΤΟ ΜΥΑΛΟ ΤΟΥ ΑΝΤΟΝΙΟ ΓΚΡΑΜΣΙ - ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΞΕΧΝΙΟΜΑΣΤΕ
Το κοφτερό μυαλό του Αντόνιο Γκράμσι μάς βοηθάει να καταλάβουμε τί συμβαίνει γύρω μας σήμερα. Κείμενο παρμένο από το ιστολόγιο αγαπητού φίλου.
Η ανάρτηση εδώ.
ΑΛΜΠΕΡ ΣΑΜΑΙΝ!
ALBERT SAMAIN
ORGEUIL
J’ai secoué du rêve avec ma chevelure.
Aux foules où j’allais, un long frisson vivant
Me suivait, comme un bruit de feuilles dans le vent ;
Et ma beauté jetait des feux comme une armure.
Aux foules où j’allais, un long frisson vivant
Me suivait, comme un bruit de feuilles dans le vent ;
Et ma beauté jetait des feux comme une armure.
Au large devant moi les coeurs fumaient d’amour ;
Froide, je traversais les désirs et les fièvres ;
Tout, drame ou comédie, avait lieu sur mes lèvres ;
Mon orgueil éternel demeurait sur la tour.
Froide, je traversais les désirs et les fièvres ;
Tout, drame ou comédie, avait lieu sur mes lèvres ;
Mon orgueil éternel demeurait sur la tour.
Du remords imbécile et lâche je n’ai cure,
Et n’ai cure non plus des fadasses pitiés.
Les larmes et le sang, je m’y lave les pieds !
Et je passe, fatale ainsi que la nature.
Et n’ai cure non plus des fadasses pitiés.
Les larmes et le sang, je m’y lave les pieds !
Et je passe, fatale ainsi que la nature.
Je suis sans défaillance, et n’ai point d’abandons.
Ma chair n’est point esclave au vieux marché des villes.
Et l’homme, qui fait peur aux amantes serviles,
Sent que son maître est là quand nous nous regardons.
Ma chair n’est point esclave au vieux marché des villes.
Et l’homme, qui fait peur aux amantes serviles,
Sent que son maître est là quand nous nous regardons.
J’ai des jardins profonds dans mes yeux d’émeraude,
Des labyrinthes fous, d’où l’on ne revient point.
De qui me croit tout près je suis toujours si loin,
Et qui m’a possédée a possédé la Fraude.
Des labyrinthes fous, d’où l’on ne revient point.
De qui me croit tout près je suis toujours si loin,
Et qui m’a possédée a possédé la Fraude.
Mes sens, ce sont des chiens qu’au doigt je fais coucher,
Je les dresse à forcer la proie en ses asiles ;
Puis, l’ayant étranglée, ils attendent, dociles,
Que mes yeux souverains leur disent d’y toucher.
Je les dresse à forcer la proie en ses asiles ;
Puis, l’ayant étranglée, ils attendent, dociles,
Que mes yeux souverains leur disent d’y toucher.
Je voudrais tous les coeurs avec toutes les âmes !
Je voudrais, chasseresse aux féroces ardeurs,
Entasser à mes pieds des coeurs, encor des coeurs…
Et je distribuerais mon butin rouge aux femmes !
Je voudrais, chasseresse aux féroces ardeurs,
Entasser à mes pieds des coeurs, encor des coeurs…
Et je distribuerais mon butin rouge aux femmes !
Je traîne, magnifique, un lourd manteau d’ennui,
Où s’étouffe le bruit des sanglots et des râles.
Les flammes qu’en passant j’allume aux yeux des mâles,
Sont des torches de fête en mon coeur plein de nuit.
Où s’étouffe le bruit des sanglots et des râles.
Les flammes qu’en passant j’allume aux yeux des mâles,
Sont des torches de fête en mon coeur plein de nuit.
La haine me plaît mieux, étant moins puérile.
Mère, épouse, non pas : ni femelle vraiment !
Je veux que mon corps, vierge ainsi qu’un diamant,
A jamais comme lui soit splendide et stérile.
Mère, épouse, non pas : ni femelle vraiment !
Je veux que mon corps, vierge ainsi qu’un diamant,
A jamais comme lui soit splendide et stérile.
Mon orgueil est ma vie, et mon royal trésor ;
Et jusque sur le marbre, où je m’étendrai froide,
Je veux garder, farouche, aux plis du linceul roide,
Une bouche scellée, et qui dit non encor.
Et jusque sur le marbre, où je m’étendrai froide,
Je veux garder, farouche, aux plis du linceul roide,
Une bouche scellée, et qui dit non encor.
Τετάρτη 20 Ιουνίου 2012
ΧΑΡΙΣΜΕΝΟ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ!
Χαρισμένο στον γιό μου Δημήτρη που σήμερα αποφοίτησε από τη Σχολή Κλασικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου του Durham.
ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝ ΟΙ DEEP PURPLE
HIGHWAY STAR
Nobody gonna take my car
I'm gonna race it to the ground
Nobody gonna beat my car
It's gonna break the speed of sound
Oooh it's a killing machine
It's got everything
Like a driving power big fat tyres
And everything
I love it and I need it
I bleed it yeah it's a wild hurricane
Alright hold tight
I'm a highway star
Nobody gonna take my girl
I'm gonna keep her to the end
Nobody gonna have my girl
She stays close on every bend
Oooh she's a killing machine
She's got everything
Like a moving mouth body control
And everything
I love her I need her
I seed her
Yeah She turns me on
Alright hold on tight
I'm a highway star
Nobody gonna take my head
I got speed inside my brain
Nobody gonna steal my head
Now that I'm on the road again
Oooh I'm in heaven again I've got everything
Like a moving ground an open road
And everything
I love it and I need it
I seed it
Eight cylinders all mine
Alright hold on tight
I'm a highway star
Nobody gonna take my car
I'm gonna race it to the ground
Nobody gonna beat my car
It's gonna break the speed of sound
Oooh it's a killing machine
It's got everything
Like a driving power big
Fat tyres and everything
I love it and I need it
I bleed it
Yeah it's a wild hurricane
Alright hold on tight
I'm a highway star
I'm a highway star
I'm a highway star
ΠΥΡΓΟΣ ΤΗΣ ΒΑΒΕΛ
ΚΛΕΙΤΟΣ ΚΥΡΟΥ
ΠΥΡΓΟΣ ΤΗΣ ΒΑΒΕΛ
Χρόνια αγωνίζεσαι χτίζοντας
Τα υλικά παράταιρα οι λέξεις
Τρύπιες χωρίς εμβέλεια
Πλήθος τα χάσματα των συνειρμών
Κι εσύ ένας αδιόρθωτος
Τελειομανής να σκέφτεσαι
Κάθε φορά την ιστορία
Του γνωστού εκείνου Πύργου
Κάποτε όμως ακούγονται
Κρότοι ανεξήγητοι
Και παράξενοι
Μες στο σκοτάδι
Πάνω σου απειλητικός
Ένας ουρανός μια υγρή
Οροφή ετοιμόρροπη
Είναι η ώρα που οι άγγελοι
Γυρίζουν στα σπίτια τους
Από το βιβλίο: Κλείτος Κύρου, «Εν όλω, συγκομιδή 1943-1977»,
Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 1977, σελ. 302.
Τρίτη 19 Ιουνίου 2012
ΑΠΟΛΛΙΝΑΙΡ!
GUILLAUME APOLLINAIRE
LES SEPT ÉPÉES
La première est toute d’argent
Et son nom tremblant c’est Pâline
Sa lame un ciel d’hiver neigeant
Son destin sanglant gibeline
Vulcain mourut en la forgeant
Et son nom tremblant c’est Pâline
Sa lame un ciel d’hiver neigeant
Son destin sanglant gibeline
Vulcain mourut en la forgeant
La seconde nommée Noubosse
Est un bel arc-en-ciel joyeux
Les dieux s’en servent à leurs noces
Elle a tué trente Bé-Rieux
Et fut douée par Carabosse
Est un bel arc-en-ciel joyeux
Les dieux s’en servent à leurs noces
Elle a tué trente Bé-Rieux
Et fut douée par Carabosse
La troisième bleu féminin
N’en est pas moins un chibriape
Appelé Lul de Faltenin
Et que porte sur une nappe
L’Hermès Ernest devenu nain
N’en est pas moins un chibriape
Appelé Lul de Faltenin
Et que porte sur une nappe
L’Hermès Ernest devenu nain
La quatrième Malourène
Est un fleuve vert et doré
C’est le soir quand les riveraines
Y baignent leurs corps adorés
Et des chants de rameurs s’y trainent
Est un fleuve vert et doré
C’est le soir quand les riveraines
Y baignent leurs corps adorés
Et des chants de rameurs s’y trainent
La cinquième Sainte-Fabeau
C’est la plus belle des quenouilles
C’est un cyprès sur un tombeau
Où les quatre vents s’agenouillent
Et chaque nuit c’est un flambeau
C’est la plus belle des quenouilles
C’est un cyprès sur un tombeau
Où les quatre vents s’agenouillent
Et chaque nuit c’est un flambeau
La Sixième métal de gloire
C’est l’ami aux si douces mains
Dont chaque matin nous sépare
Adieu voilà votre chemin
Les coqs s’épuisaient en fanfares
C’est l’ami aux si douces mains
Dont chaque matin nous sépare
Adieu voilà votre chemin
Les coqs s’épuisaient en fanfares
Et la septième s’exténue
Une femme une rose morte
Merci que le dernier venu
Sur mon amour ferme la porte
Je ne vous ai jamais connue
Une femme une rose morte
Merci que le dernier venu
Sur mon amour ferme la porte
Je ne vous ai jamais connue
Δευτέρα 18 Ιουνίου 2012
ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ ΤΟ 1974 ΑΠΕΒΙΩΣΕ Ο ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΓΚΕΟΡΓΚΙ ΚΩΝΣΤΑΤΙΝΟΒΙΤΣ ΖΟΥΚΩΦ
Иосиф Бродский
НА СМЕРТЬ ЖУКОВА
Вижу колонны замерших внуков,
Гроб на лафете, лошади круп.
Ветер сюда не доносит мне звуков
Русских военных плачущих труб.
Вижу в регалии убранный труп:
В смерть уезжает пламенный Жуков.
Воин, пред коим многие пали
Стены, хоть меч был вражьих тупей,
Блеском маневра о Ганнибале
Напоминавший средь волжских степей.
Кончивший дни свои глухо, в опале,
как Велизарий или Помпей.
Сколько он пролил крови солдатской
В землю чужую! Что ж, горевал?
Вспомнил ли их, умирающий в штатской
Белой кровати? Полный провал.
Что он ответит, встретившись в адской
Области с ними? “Я воевал”.
К правому делу Жуков десницы
Больше уже не приложит в бою.
Спи! У истории русской страницы
Хватит для тех, кто в пехотном строю
Смело входили в чужие столицы,
Но возвращались в страхе в свою.
Маршал! Поглотит алчная Лета
Эти слова и твоих прахоря.
Все же, прими их —\ жалкая лепта
Родину спасшему, вслух говоря.
Бей, барабан, и, военная флейта,
Громко свистит на манер снегиря.
ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝ ΟΙ ΜΟΤΟΡΧΕΝΤ
ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝ ΟΙ MOTÖRHEAD
THE ACE OF SPADES
If you like to gamble, I tell you I'm your man
You win some, lose some, it's still the same to me
The pleasure is to play, it makes no difference what you say
I don't share your greed, the only card I need is
The Ace Of Spades
The Ace Of Spades
Playing for the high one, dancing with the devil,
Going with the flow, it's all a game to me,
Seven or Eleven, snake eyes watching you,
Double up or quit, double stake or split, it's
The Ace Of Spades
The Ace Of Spades
You know I'm born to lose, and gambling's for fools,
But that's the way I like it baby,
I don't wanna live for ever,
And don't forget the joker!
Pushing up the ante, I know you've got to see me,
Read 'em and weep, the dead man's hand again,
I see it in your eyes, take one look and die,
The only thing you see, you know it's gonna be,
The Ace Of Spades
The Ace Of Spades
Κυριακή 17 Ιουνίου 2012
ΤΙ ΘΑ ΑΠΑΝΤΟΥΣΕ ΣΤΗΝ BILD-ZEITUNG Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ
Το ρυπαρό φύλλο, που λέγεται Bild-Zeitung, απηύθυνε χθες στους Έλληνες επιστολή γραμμένη στα ελληνικά. Ιδού:
Αγαπητοί Έλληνες, είστε περήφανος λαός, περήφανη χώρα. Αύριο έχετε για πολλοστή φορά εκλογές. Εσείς λέτε: Είμαστε ελεύθεροι. Η BILD σάς λέει: Είναι στο χέρι σας.Έχει διαφορά. Αν δεν θέλατε τα δισεκατομμύρια τα δικά μας, από μας είχατε το ελεύθερο να εκλέγετε τον κάθε αριστερό ή δεξιό καραγκιόζη που θέλετε. Αλλά εδώ και πάνω από δυο χρόνια η κατάσταση έχει ως εξής: Τα ΑΤΜ σας εξακολουθούν να βγάζουν ευρώ μόνο γιατί τα βάλαμε εμείς, οι Γερμανοί, και τα υπόλοιπα κράτη που έχουν το ευρώ. Ότι παρόλα αυτά στην Ελλάδα μας βρίζουν Ναζί*, δεν το βρίσκουμε αστείο. Τέλος πάντων. Για να καταλαβαινόμαστε όμως: Εάν κερδίσουν τις εκλογές τα κόμματα που θέλουν να τελειώσουν με τη λιτότητα και με τις μεταρρυθμίσεις παραβιάζοντας κάθε συμφωνία – θα σταματήσουμε να πληρώνουμε. Η συμφωνία ήταν: εσείς φτιάξτε τη χώρα σας και εμείς στο μεταξύ θα σας βοηθήσουμε. Εάν εσείς αυτό δεν το θέλετε πια, ούτε εμείς το θέλουμε. Είναι στο χέρι σας. Αύριο έχετε εκλογές. Επιλογές όμως δεν έχετε. Θα επιλέξετε μεταξύ επίπονης σύνεσης και ολοκληρωτικής καταστροφής. Και πολύ φοβόμαστε: δεν το έχετε καταλάβει ακόμα.
Φιλικά,
Η Bild σας.
Ιδού και η ζουμερή απάντηση του αρχιστράτηγου Γεωργίου Καραϊσκάκη:
ΠΑΡΕ, ΜΩΡΗ BILD-ZEITUNG, ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΛΑ ΚΛΑΣΕ ΜΑΣ Τ' ΑΡΧΙΔΙΑ!
* Ναζί, πάντως, τους έλεγε ο μέγας γερμανός συγγραφέας και νομπελίστας Χάινριχ Μπαίλ στο κορυφαίο μυθιστόρημά του Die verlorene Ehre der Katharina Blum / Η χαμένη τιμή της Καταρίνας Μπλούμ.
Προσέξτε ποιά "εφημερίδα" κρατάει στα χέρια της η Καταρίνα Μπλούμ.
ΠΡΟΘΥΜΑ ΑΠΟΣΙΩΠΗΤΙΚΑ ΣΕ ΜΥΣΤΙΚΑ ΣΥΜΠΟΣΙΑ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
ΕΠΑΓΡΥΠΝΗΣΗ
Αρνούμαι –λέει– να υποκύψω στο αναπόφευκτο. Δες, σχεδιάζω,
πάνω σε τούτα τ’ αθεράπευτα χαρτιά, πλοιάρια, γλάρους,
μεγάλες μαργαρίτες, ταύρους σε στύση, ολόγυμνα κορίτσια·
ακόμη χρησιμοποιώ το χρυσό και το κόκκινο
ιδίως εκεί που περισσότερο λείπει. Τα μεσημέρια
δεν παραλείπω ν’ ακούω τα τζιτζίκια, και τις νύχτες
ν’ ακούω τα τριζόνια και να τα παρομοιάζω
με πρόθυμα αποσιωπητικά σε μυστικά συμπόσια
με ωραίους οινοχόους κι αυλητρίδες. Όσο για την κουκουβάγια,
δεν δυσκολεύομαι να παραφράζω τις θρηνητικές κραυγές της
σε γενικά αποφθέγματα σοφίας – όπως έκαναν άλλωστε κι οι
πρόγονοί μας.
Έτσι, λοιπόν, παμπόνηρος σοφός, έτσι προνομιούχος
(συμμέτοχος πια της σιωπής και συνένοχος) μπορώ, και
τώρα ακόμη,
Για λίγην ώρα ν’ αποκοιμηθώ μ’ ανοιχτά μάτια.
Καρλόβασι, 22.VIII.87
Από την ποιητική συλλογή «Το γυμνό δέντρο» (1987).
Από το βιβλίο: Γιάννης Ρίτσος, «Αργά, πολύ αργά μέσα στη
νύχτα, Κέδρος, Αθήνα 1991, σελ 129-130.
Σάββατο 16 Ιουνίου 2012
ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ ΤΟ 1945 ΧΑΘΗΚΕ Ο ΑΡΗΣ
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΝΔΗΣ
ΣΑΝ ΑΤΣΑΛΙΝΟ ΤΕΙΧΟΣ
Σαν ατσάλινο τείχος που αλύγιστο ορμάει
στα πεδία των τίμιων μαχών
με αρχηγους Σαμαρινιώτη,
τον Σαράφη και τον Άρη
που είν' οι μάνες του Λαϊκού Στρατού
Δίχως τανκς, αεροπλάνα, μόνο όλμους πολυβόλα
και ψυχή σαν του Λαϊκού Στρατού
με καθοδήγηση λαμπρή του αρχηγού μας
Βελουχιώτη
ξεψυχάει ο αγκυλωτός του φασισμού
Να η ώρα μας ήρθε και σαν θύελλα ξεσπάει
στον αγώνα η παγκόσμια εργατιά
μια φωνή αντηχεί στον αέρα
πέρα ως πέρα
μ' επανάσταση θα διώξουμε τη σκλαβιά
Και ο αέρας που μουγκρίζει
τη σημαία κυματίζει
τη βαμμένη μες το αίμα του λαού
κατακκόνικη τη νίκη μας αγγέλλει
του λαού μας
με ένα ζήτω, γύρω-γύρω από παντού
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΙΒΑΝ ΝΤΕΛΛΑ ΜΕΑ
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο IVAN DELLA MEA
IL SEDICI GIUGNO
Il sedici giugno si fece gran festa
cantando trent'anni di vita e d'amore
uniti trovammo negli occhi felici
più ricca la voglia di un mondo migliore.
Quel giorno la nave si fece più rossa
più grande di vele e ancora più rossa
più forte ed unita e ancora più rossa
Alceste lo vedi, la nave è più rossa.
Le case occupate, i prezzi assassini
i disoccupati, i cassa-integrati
le scuole fantasma per troppi bambini
i letti fantasma per troppi malati.
E sull'autostrada, uscita Baracche
il Belice grida «Vogliamo la casa
ai terremotati e le vecchie baldracche
ci han dato uno schifo chiamato autostrada».
Da oggi in Sicilia la nave è più rossa
ed anche in Sardegna la nave è più rossa
a Napoli a Reggio la nave è più rossa
Jolanda lo vedi la nave è più rossa.
Il sedici giugno si fece gran festa
cantando trent'anni di vita e d'amore
uniti trovammo negli occhi felici
più ricca la voglia di un mondo migliore.
Ma quanto dolore per dare allo svolo
di te fantasia un attimo solo
E dare voce alle vittorie
della nave e per cantare
la ragione tutta nostra
e la vita e l'amore.
E dire basta anche ai morti
delegati alla cultura
c'è chi ancora chiede case
di mattoni e non parole.
E tarantelle ma di rabbia
in baracche senza nome
va la nave va in Sicilia
va e bordeggia il meridione.
E per dar voce alle vittorie
della lotta e per cantare
la ragione tutta nostra
e la vita e l'amore.
Παρασκευή 15 Ιουνίου 2012
ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ
ΑΘΩΣ ΔΗΜΟΥΛΑΣ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ
Ούτε πρωτότυποι, και ούτε μίμοι, όταν
προσφεύγουμε στη μέθοδο των αντιστοιχιών.
Των προεκτάσεων, συμμέτρων, της πραγματικότητας.
Απεικονίσεως των εδώ σε κόσμους άλλους,
αλλάζοντας τις υποστάσεις αλλ’ αφήνοντας
δεσμούς, τις σχέσεις και τις διαθέσεις,
ώστε να διαγράφεται το πρότυπο και
να γεννιέτ’ αίσθημα μνήμης. Και ασφαλείας.
Από το βιβλίο: Άθως Δημουλάς, «Τα ποιήματα, 1951-1985»,
Στιγμή, Αθήνα 1986, σελ. 109.
Πέμπτη 14 Ιουνίου 2012
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΜΕΓΑΣ ΓΑΡΔΕΛ
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο CARLOS GARDEL
BESOS QUE MATAN
Bajo un palio de magnolias y de acacias
en tus brazos hechiceros quedé preso,
y rendido ante la savia de tus besos
adoraba tu belleza de Beatriz.
Yo he bebido la fragancia de tu aliento
en tu boca con perfume de azucena,
y mil veces, porque siempre fueras buena,
al mirarte toda el alma puse en ti.
Recuerdo que en las citas
tu boca de Afrodita
tembló cual Margarita
que azota el vendaval;
mas después de esos días
se puso tu alma fría,
y ansiaste en las orgías
tu vida deshojar.
Por tu culpa luego fuiste Mesalina,
sin dolerte de mis súplicas ardientes,
y rodaste hasta el abismo indiferente,
salpicada de lascivia y maldad.
¡Y hoy, al ver que te ha doblado el infortunio,
siento lástima y dolor por tu caída,
pues comprendo que en las sombras de tu vida
un destello de esperanza nunca habrá!
En tanto que agonizas
el amor pulveriza
los besos y las risas
de tu bella ilusión.
Y en vano es que hoy esperes
quien te ofrezca, amoroso,
el gesto venturoso
de noble redención.
Μουσική: Guillermo Barbieri.
Στίχοι: Eugenio Cárdenas.
ΒΙΑΣΤΙΚΗ ΨΥΧΗ
ΘΩΜΑΣ ΙΩΑΝΝΟΥ
ΒΙΑΣΤΙΚΗ ΨΥΧΗ
Μου έλαχε βιαστική ψυχή
Ήθελε να προλάβει
Πρώτη να φύγει στην εκκίνηση
Δεν περίμενε την πιστολιά του αφέτη
Είχε ακούσει ήδη
Τη γενέθλια πιστολιά της Πρέβεζας
Εκτινάχθηκε απ’ τη βαλβίδα ασφαλείας
Να κόψει πρώτη το νήμα της ζωής
Να σπάσε το φράγμα του ήχου της ήττας
Από το βιβλίο: Θωμάς Ιωάννου, «Ιπποκράτους 15», Εκδόσεις Σαιξπηρικόν, Θεσσαλονίκη 2011, σελ. 12.
ΣΤΑ ΤΙΠΟΤΑ ΤΑ ΤΙΠΟΤΕΝΙΑ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ
ΤΙΠΟΤΑ
Πολύ αργόν το βράδυ εσβούσε
και τίποτά ’ταν το φεγγάρι
κι ό,τι ’ταν λύπη δε λυπούσε
και τίποτα δεν είχε χάρη.
Μόν’ ήταν βράδυ, τίποτ’ άλλο,
με δίχως τίποτα στη έγνοια·
κι αυτό το τίποτα ’ν μεγάλο
στα τίποτα τα τιποτένια.
Κι έλεα μέσα μου: τί τάχα
τί τάχα νάταν που μ’ έλύπει,
αφού ’γώ τίποτα για νάχα
δεν ένιωθα (χαρά, είτε λύπη).
Παρά έτσι, τίποτα σκεφτόντας
κι άλλο ήρθε τίποτα απ’ αγάλι:
πώς τίποτα δεν μούπες – όντας
στρέψαντας – μ’ είδες – το κεφάλι...
Από το βιβλίο: Γιάννης Σκαρίμπας, «Ουλαλούμ, Εαυτούληδες, Βοϊδάγγελοι»,
Εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα 1976, σελ. 128.
Τετάρτη 13 Ιουνίου 2012
ΠΑΕΙ Ο ΜΗΤΣΟΣ Ο ΤΖΑΤΖΑΣ...
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΛΑΣ
ΕΝΘΕΕΣΤΕΡΟΣ
Πάει ο Μήτσος ο Τζατζάς που εγύριζε στα πλάγια
Ο Όλυμπος κι ο Κίσαβος τον ίδιο θάνατο θρηνούν
οι πλαγιές των ερημώθηκαν· ο θρύλος υπερισχύει
ΑΥΤΟΣ ηνώθη με τους θεούς με τον συνάχρονο ρυθμό των·
πανσθενής υψιμέδων αγνοεί τις κακώσεις
η μορφή του βεβηλώνεται από συγχρόνους
βεβηλώνεται και καταρρακώνεται
αλλά αυτός μετουσιώθη έγινε κύκνος Γανυμήδης και κρίνος.
Από το βιβλίο: Νικόλαος Κάλας, «Οδός Νικήτα Ράντου», Ίκαρος,
Αθήνα 1977, σελ. 59.
Τρίτη 12 Ιουνίου 2012
ΚΕΡΚΥΡΑ
ΝΙΚΟΣ-ΑΛΕΞΗΣ ΑΣΛΑΝΟΓΛΟΥ
ΚΕΡΚΥΡΑ
Το βράδυ θα πέφτει πάντα στα νερά. Γείρε στην προκυμαία
όταν μακραίνουν τα φώτα της πόλης και πες δεν έμεινε τίποτα
στα λιόδεντρα που δένονται με τη θάλασσα. Όπου κι αν πας
θ’ αρχίζεις ένα αίσθημα και θα τ’ αφήνεις μισό τελειωμένο
Γείρε και πες δεν έμεινε τίποτα
μια ξεραμένη μέδουσα πάνω στο βράχο
το χέρι μου ανεπαίσθητα στον ώμο και η μαλακή γραμμή του ορίζοντα
στα μάτια σου
Από το βιβλίο: Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, «Ο δύσκολος θάνατος»,
Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1985, σελ. 31.
Δευτέρα 11 Ιουνίου 2012
Ο ΤΡΟΦΙΜΟΣ ΤΗΣ ΑΛΑΛΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ
ΦΩΝΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΕΡΕΒΟΥΣ
Όταν άξαφνα σπάσει το νήμα γέρνουμε στο μαύρο
που δεν μπολιάζεται με τίποτα κι αφήνουμε
τις λιακάδες απόλυτα ξένες
εκεί που σβήνουμε:
στη ρεματιά μας.
Αυτό το ξέρει ο τρόφιμος της άλαλης αγάπης
λυγίζοντας τις απολαύσεις όπως
ο πειναλέος χεροδύναμος μ’ ένα σώβρακο γυμνωμένος
τα σίδερα στις λαϊκές πλατείες.
Αυτό το ξέρει κι ο λεγόμενος εκστατικός
ολέθριος απ’ την άνθηση γύρω του
τα ηχηρά ρυάκια βλέποντας ωσάν άγνωστες υποθέσεις.
Αυτό το ξέρει όποιος μένει άναυδος και λέει:
«Τί πράμα είναι τ’ άλογο σαν τρέχει
κι αστράφτει, λάμπει στους θαυμάσιους μηρούς του ο ιδρώτας
μ’ ένα μηδέν ανάερο να βγαίνει μέσ’ απ’ τα ρουθούνια
την ευγένεια να σπιθίζει στην κοιλιά του την άμωμη!»
Μα όμως έχω μιά περίλαμπρη γραφή για κάθε χελιδόνι
κι άμα θα ξαπολύσω τον απαίσιο σκορπιό
βαθιά που σκοτεινιάζει ο έρωτας...
Μην τραγουδήσεις υετούς κι οπωροφόρα θλίψη,
χάνομαι, λέει ο τρόφιμος της άλαλης αγάπης,
καθώς η σκόνη χάνεται μη μπορώντας
να νικήσει τη διαφάνεια του αέρα.
Από την ποιητική συλλογή «Χορταριασμένα χάσματα» (1974).
Από το βιβλίο: Νίκος Καρούζος, «Τα ποιήματα», τόμος Α΄, Ίκαρος, Αθήνα 1993, σελ. 294.
ΠΑΙΖΕΙ ΚΑΙ ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΝΟΥΟΒΑ ΚΟΜΠΑΝΙΑ ΝΤΙ ΚΑΝΤΟ ΠΟΠΟΛΑΡΕ
Ανάρτησή μου στο γιουτιούμπ:
ΠΑΙΖΕΙ ΚΑΙ ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η NUOVA COMPAGNIA DI CANTO POPOLARE: TARANTELLA
Κυριακή 10 Ιουνίου 2012
ΤΟ ΡΙΓΟΣ ΤΩΝ ΕΝΙΑΥΤΩΝ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΑΡΑΠΕΤΑΣΜΑ
ΑΝΔΡΕΑΣ
ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ
ΜΕΡΟΣ
ΠΟΜΠΗΣ
Το
ρίγος των ενιαυτών δεν είναι παραπέτασμα
Είναι
τριαντάφυλλο με λεμονιές στα χείλη
Είναι
κουμπί σε φόρεμα βελούδινο
Και
βάσις των οικίσκων μιάς πολίχνης.
Κάποτε
πιάνουν τα ζαρκάδια τα παιδιά
Και
γρήγορα τα παρατούν
Γιατί
διασκεδάζουν περισσότερο
Να
βλέπουν τα κουδούνια της ανοίξεως.
Το
ρίγος των ενιαυτών σκορπά την ζάχαρη
Στα
χείλη που φιλούν την οπτασία
Μιά
συναυλία στη ζωή και στα σοκάκια της
Κ’
έπειτα πάλι τα σφυρίγματα.
Από τη συλλογή
«Ενδοχώρα» (1945).
Από το βιβλίο: Ανδρέας
Εμπειρίκος, «Ενδοχώρα», Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 1980, σελ. 35.
ΧΕΡΜΑΝ ΚΟΝΡΑΝΤΙ!
HERMANN
CONRADI (1862-1890)
DAS ENDE
VOM LIEDE
Vergessen können ja!
Das ist die Kunst,
Von allen Künsten dieser Welt die erste
Von allen Künsten dieser Welt die schwerste,
Und bist du ihrer Herr, ist alles Dunst.
Ist alles Wurst, was jemals du gewesen,
Was du geliebt, gehaßt, getan, gefehlt, gewollt,
Ob sich dein Leben prunkvoll aufgerollt,
Ob du für andre warst bequemer Besen.
Ob Sklave oder Herr
dann ist's egal,
Vergessen können und
nicht dran ersticken,
Hinunterschlucken, lachen, weiterkrücken,
Ins Leben weiter noch ein dutzendmal.
Dann tut's ja nichts!
Nun gut! Ich will's probieren,
Den letzten Lorbeerkranz will ich entblättern,
Das letzte Amulett will ich zerschmettern,
Wie man vergißt, will ich genau studieren.
Und eines Tages dann
ist mir's geglückt,
Ich atme auf in grenzenloser Leere
Und breche in die Knie und bete: Kehre,
O kehre wieder, die du mich entzückt:
Geliebte Sünde, die ich froh beging
Geliebte Reue, die ich kühn genossen.
Gemach, mein Freund! Dein Schicksal ist beschlossen
Und um dich schürzt sich des Vergessens Ring.
Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Claudia Romani.
Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Claudia Romani.