Παρασκευή 12 Αυγούστου 2011
Η ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΠΟΥ ΒΛΑΣΤΗΣΕ...
Δ.Π. ΠΑΠΑΔΙΤΣΑΣ
Η ΑΠΟΘΕΩΣΙΣ ΤΗΣ ΑΥΛΗΤΡΙΔΟΣ
Στον Γ. Κατσίμπαλη
Καθώς ξανοίγει η μυστική φωνή τ’ άδυτα κρίνα
Και μες στο υφάδι σμίγει ο νους το σχήμα με την ίνα
Κι ολόκληρη η ζεστή ζωή στοχάζεται πριν φύγει
Σχήμα και νου ξκαι υφάδι τους και χρώμα τους και ρίγη
Τα μυστικά ανεβαίνουνε κι ο κόσμος πάει μαζί τους
Και παίρνει από τις δίνες τους και πλάθει τη φωνή τους
Να τραγουδούν το θάνατο να τραγουδούν τα ίχνη
Του αγνώστου, που στον ουρανό σκοτάδι ο νους τα δείχνει
Στη θάλασσα αταξίδευτα φεγγάρια, στα μαϊστράλια
Αρμύρες με την αίσθηση που δένονται κοράλια
Μα ούτε μια λήθη θάλασσα καμμιά ψυχή καράβι
Τ’ ωραίο σκοτάδι δεν ηχεί σ’ όποιον το καταλάβει
Καθώς ξανοίγει η μυστική φωνή το αχλύ τριζόνι
Που μια το πιάνει ο άνεμος και μια το περιζώνει
Κι αρχίζει απ’ τα χαράματα να τρέμει μες στη δύση
Μη και χαθούν οι ανύπαρχτες αιτίες να τραγουδήσει
Μη και του κόσμου η αντήχηση μέσα στο νου βουλιάξει
Σαν σε πηγάδι αδρόσιστο σιγεί ο ρυθμός και η τάξη
Και η πράξη λύνει το δεσμό του νου μ’ όλα τα ρίγη
Μα ο νους τριζόνι τα δεσμά με το τραγούδι σμίγει
Τριζόνι που τ’ ανάθρεψε η σιγή του αποσπερίτη
Να πίνει όλο το νέχταρ τ’ ουρανού και το μαγνήτη
Στου κάθε μίσχου το βαθύ κι απέραντο άσπρο τάσι
Καθώς η αφή κι ο θάνατος πίνει να ξεδιψάσει
Πίνει στο κέντρο της ψυχής φωτιά και δροσεράδα
Κι ανάβει το τραγούδι του η εφτάχορδη λιακάδα
Η θάλασσα τί να ρωτάει το δάσος και το φύκι
Το ξύπνημα το αρμόνιο του νερού και τι σκουλήκι
Που αλλάζει μες στα σπλάχνα του την κίνηση της πλάσης
Φτερούγισμα περιστεριών οι γρίφοι της θαλάσσης
Ζυγιάζονται στο σάλεμα του αφρού και της σπιλιάδας
Γρίφος ο κόσμος σάλεμα στο αυγό της αχιβάδας
Πίδακας που ενός όνειρου τον δυναστεύει η φλούδα
Θεέ κι αν αγγίξει ανάερη στη φλούδα η πεταλούδα
Και σκίσει τα χαράματα και τιναχτεί στη δύση
Γρίφος ο κόσμος πίδακας ποτάμι και μεθύσι
Τ’ ωραίο σκοτάδι δεν ηχεί σ’ όποιον το καταλάβει
Σμίγουν στο ουράνιο τόξο του νησιά μαϊστράλια κάβοι
Γλυστράει στου ονειροτάξιδου αφρού την άσπρη ράχη
Σαν νά ’ναι αγέρι σε πανί και φύσημα σε στάχυ
Κι όταν αστράφτει μέσα του το σίδερο κι ο κρίνος
Σαν σε καθρέφτη αχνίζει η αυγή κι ο μόνος νους μας, σμήνος
Στο πέταγμά του απλώνει σκιές φωτίσματα και ζάλες
Οι αλήθειες από ανύπαρχτες φέγγουν και σβηούν μεγάλες
Σγουρό τα βλέμμα σάλευε της Αρκαδίας τα δάση
Και δε επρόφταινε η ψυχή δροσούλες να χορτάσει
Μαγνήτιζαν το αλλοτινό της φέρσιμο ικεσίες
Του σκοταδιού αποστάγματα της πλάνης πεμπτουσίες
Έτσι μια φύση μ’ άρχισε και πάει να με τελειώσει
Καμάρα εφτάχρωμη όνειρου που σβήνει μες στη γνώση
Αγκάθι κι έναστρη πληγή ματιά και λάμψη, φύτρα
Ίδιας σποράς που δένεται στο χώμα και στη μήτρα
Καθώς στον αέρα δένεται και λύνεται βαθιά του
Η ανάμνηση που βλάστησε στο νόημα του θανάτου.
Από την ποιητική συλλογή «Όπως ο Ενδυμίων» (1970).
Από το βιβλίο: Δ.Π. Παπαδίτσας, «Ποίηση, 2» Εκδόσεις Γνώση, Αθήνα 1981, σελ. 99-103.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου