Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2010

ΞΕΜΕΙΝΑ ΑΠΟ Η/Υ

Αγαπητοί φίλοι, ξέμεινα από ηλεκτρονικό υπολογιστή. Όταν φτιαχτεί, θα επανέλθω.

ΤΟ ΣΚΟΥΛΗΚΙ


CHARLES BAUDELAIRE


ΤΥΨΕΙΣ ΟΨΙΓΕΝΕΙΣ


Σαν κοιμηθείς, ωραίο κι άραχλό μου κουτορνίθι,
και μάρμαρα θε νά ’χεις μαύρα πιά για κατοικιά σου,
κι ο τάφος θά ’ν’ η κλίνη σου, η παντοτινά δικιά σου
(μιά κρύπτη υγρή σ’ ένα λαγούμι που έσκαψεν η λήθη)·

και σαν βαρύ πλακώσει χώμα τα έμφοβά σου στήθη,
στη δε νωχέλεια, που κινεί όσο νά ’ναι τα μεριά σου,
δεν θα υπαγορεύει πλέον τον ρυθμό η καρδιά σου·
και σαν το πόδι σου δεν θα νογάει αν εκινήθη

ή αν όχι, τότε ο τάφος, που ’χουν τα όνειρά μου δείπνο
(μιάς και το μνήμα πάντοτε τους ποιητές τούς νιώθει),
τις νύχτες τις ατέλιωτες, οπού δεν θά ’χεις ύπνο,

θε να σου πει: «Εταίρα αστόχαστη, ο νους σου επόθει,
μα δεν απόχτησες ό,τι σε όλους τους νεκρούς ανήκει!»
- Και σαν τις τύψεις θα σου τρώει τη σάρκα το σκουλήκι.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

ΕΤΙΕΝ ΖΟΝΤΕΛ!



ÉTIENNE JODELLE (1532-1573)


JE M’ETOY RETIRÉ DU PEUPLE, ET SOLITAIRE


Je m'étoy retiré du peuple, et solitaire
Je tachoy tous les jours de jouir sainctement
Des celestes vertus, que jadis justement
Jupiter retira des yeux du populaire.

Ja les unes venoyent devers moy se retraire,
Les autres j'appelloy de moment en moment
Quand l'amour traistre helas! (las trop fatalement)
Ce fut, ô ma Pandore, en mall'heure me plaire :

Je vy, je vins, je prins, mais m'assurant ton vaisseau,
Tu vins lacher sur moy un esquadron nouveau
De vices monstrueux, qui mes vertus m'emblerent.

Ha ! si les Dieux ont fait pour mesme cruauté
Deux Pandores, au moins que n'as-tu la beauté,
Puis que de tout leur beau la premiere ils comblerent !



Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Daniella Sarahyba.

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΣΟΥΑΒΑ ΠΖΥΜΠΥΛΣΚΑ



ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η SŁAWA PRZYBYLSKA


SIEDZIELIŚMY NA DACHU


Siedzieliśmy jak w kinie
na dachu przy kominie,
a może jeszcze wyżej niż ten dach, dach, dach!
A ty mnie precz wygnałeś
i tamtą pokochałeś,
to po co całowałeś mnie wtedy tak?

Znalazłam cię w rynsztoku,
bez szelek i widoków,
za włosy cię wywlokłem spoza krat, krat, krat!
A ty mnie precz wygnałeś
i tamtą pokochałeś,
to po co całowałeś mnie wtedy tak?

Kazałam cię wyczyścić,
posłałam do dentysty,
wsadziłam pół CeDeTu na swój grzbiet, grzbiet, grzbiet!
A ty mnie precz wygnałeś
i tamtą pokochałeś,
to po co całowałeś mnie wtedy tak?

Włóczyłam cię po sklepach,
bo byłeś jak mazepa,
samego masz obuwia z dziesięc par, par, par!
A ty mnie precz wygnałeś
i tamtą pokochałeś,
to po co całowałeś mnie wtedy tak?

Prosiłam godznami
byś przestał jeść palcami,
mówiłam, co "spasibo", co "pardon, don, don"!
A ty mnie precz wygnałeś
i tamtą pokochałeś,
to po co całowałeś mnie wtedy tak?

Wbijałem w łeb, jak dziecku,
po rusku, po niemiecku:
nie na to jest perfuma, byś ją pił, pił, pił!
A ty mnie precz wygnałeś
i tamtą pokochałeś,
to po co całowałeś mnie wtedy tak?

Przytyłeś mi ty łotrze,
bo miałeś według potrzeb,
Czy dziś obywatela na to stać, stać, stać?
A ty mnie precz wygnałeś
i tamtą pokochałeś,
to po co całowałeś mnie wtedy tak?

Ty jesteś kawał drania,
to nie do wytrzymania.
Na diabła mi potrzebny taki chłop, chłop,chłop!
Wystawią ci rachunek
za wikt i opierunek,
za każdy pocałunek zapłać albo... wróć!

ΣΤΗΝ ΕΤΑΖΕΡΑ


ΜΑΝΟΛΗΣ ΚΑΝΕΛΛΗΣ (1900-1980)


NATURE MORTE


Πάνω σε μια βελούδινη εταζέρα
κεφάλι, σαν κομμένη αμυγδαλιά,
ολάνθιστο από κάτασπρα φιλιά.
Πάνω σε μια βελούδινη εταζέρα
ροδάκινο βυζί, λίγα μαλλιά,
ορτύκι ματωμένο, και πιο πέρα
στη σκοτεινή της μνήμης εταζέρα
κάποια που πέθαναν φιλιά.

ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΡΙΕΣ ΤΟΥ ΦΑΝΤΟ 3: ΑΝΑ ΜΟΟΥΡΑ




ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ANA MOURA


O SONO E O SONHO


Uma flor não te dá nome
Não há jardim que te cresça
Vou saciar minha fome
Quando em ti meu olhar desça

Um silêncio que te chama
E os olhos num longo traço
Fecham-se à luz que derrama
Sobre a cama que eu desfaço
Um livro espera tristonho
Entreaberto a meu lado
Preso entre o sono e o sonho
Nem aberto nem fechado

Não há caminho que tome
Não há voz que em mim conheça
Que chegue pŽra te dar nome
Não há flor que te pareça

ΑΛΟΓΟ ΣΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΟΔΟ


ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΙΧΟΣ


Η ΠΟΙΗΣΗ, ΠΟΥ ΛΕΣ


Η ποίηση, αν με εννοείς, είναι άλογο στην εθνική οδό
πάντα εν κινδύνω και πάντα εξ αγχιστείας...
ποιός να θυμάται τους προλόγους πια του Παλαμά
τα αθώα ψελίσματα του γιού του Λέανδρου
τις απαντητικές επιστολές στα κοριτσάκια του Ελύτη
τον ποιητή δεκατριών χρονών που ανακάλυψε
στο Πουέρτο Ρίκο ο Χουάν Ραμόν Χιμένεθ
τις νεύσεις στα τσογλάνια αναγνώρισης
από το άγαλμα του Τάκη, Πί Σινόπουλου.

Κάποιος, ας πούμε Καρυωτάκης, πήρε μετάθεση
για Πρέβεζα, ενώ εμείς τυπώνουμε ένα μέρος
απ' το προικώο της μάνας μας, τη σύνταξη,
ή του υπουργείου πολιτισμού την επιδότηση...

Γιατί η ποίηση είναι άλογο στην εθνική οδό
λυτό να σκάει μύτη όποτε γουστάρει
πάντα εν κινδύνω κι όχι με χειροτονία
εξ αγχιστείας πάντα και σε πείσμα όλων μας.

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΟΥΛΟΠΟΥΛΟΣ


ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΟΥΛΟΠΟΥΛΟΣ: ΞΕΓΥΜΝΩΣΤΕ ΤΑ ΣΠΑΘΙΑ

Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος.
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος.
Από την κινηματογραφική ταινία "Εκείνος κι εκείνος" με την Τζένη Καρέζη και τον Φαίδωνα Γεωργίτση.

Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2010

ΒΕΡΝΤΙ!





Η ROSA PONSELLE ΚΑΙ Ο GIOVANNI MARTINELLI ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝ GIUSEPPE VERDI

O TERRA, ADDIO


O terra, addio; addio, valle di pianti...
Sogno di gaudio che in dolor svanì.
A noi si schiude il ciel e l'alme erranti
Volano al raggio dell'interno dì.


Από την "Aida".
Rosa Ponselle, soprano (1897-1981)
Giovanni Martinelli, tenor (1885-1969)
Ηχογράφηση του 1926.

ΤΥΦΛΟΤΗΤΑ


FRANCISCO DE QUEVEDO


ΣΕ ΜΙΑ ΚΥΡΙΑ ΠΑΝΕΜΟΡΦΗ, ΑΛΛΑ ΤΥΦΛΗ


Ατάντρα μου, από φθόνο απύθμενο ο ήλιος και η ημέρα
σου αφαίρεσαν τα μάτια – μάτια που σαν άστρα καίνε,
για νά ’βρουν και τ’ αστέρια τ’ ουρανού πυρσούς να λένε
το κλέος, που ’χει το βασίλειό τους πέρα ώς πέρα.

Αν μπόραγες να δεις, ακόμα και η δροσονέρα
πηγή τα κρύσταλλά της θά ’κανε καημούς, να κλαίνε
κι απά’ στην τέφρα τους αφρών κυματισμοί να πλένε
κι αρμονικό ένα μέλισμα ν’ ανάβει τον αγέρα.

Τυφλή ’σαι τώρα και χλευαστική, κι είν’ όλα εν τάξει!
Χωρίς να νοιάζεσαι αν πληγώνεις, ενεργείς ευκαίρως:
την όραση αφαιρείς απ’ όποιον πά’ να σε κοιτάξει...

Το χιόνι το κατάψυχρο πυρός λογιέται μέρος·
στο δε μπουμπούκι αγγέλλεται του τέλειου ρόδου η τάξη.
Η χλεύη σου είναι –βλέπουμε– τυφλή· τυφλός και ο Έρως.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΡΙΕΣ ΤΟΥ ΦΑΝΤΟ 2: ΜΑΡΙΑ ΑΝΑ ΜΠΟΜΠΟΝΕ



MARIA ANA BOBONE: NOME DE MAR

ΤΡΑΚΛ!




GEORG TRAKL


ROMANZE ZUR NACHT


Einsamer unterm Sternenzelt
Geht durch die stille Mitternacht.
Der Knab aus Träumen wirr erwacht,
Sein Antlitz grau im Mond verfällt.

Die Närrin weint mit offnem Haar
Am Fenster, das vergittert starrt.
Im Teich vorbei auf süßer Fahrt
Ziehn Liebende sehr wunderbar.

Der Mörder lächelt bleich im Wein,
Die Kranken Todesgrausen packt.
Die Nonne betet wund und nackt
Vor des Heilands Kreuzespein.

Die Mutter leis’ im Schlafe singt.
Sehr friedlich schaut zur Nacht das Kind
Mit Augen, die ganz wahrhaft sind.
Im Hurenhaus Gelächter klingt.

Beim Taglicht drunt’ im Kellerloch
Der Tote malt mit weißer Hand
Ein grinsend Schweigen an die Wand.
Der Schläfer flüstert immer noch.



ΤΟ υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Lisa Cazzulimi.

Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2010

ΔΥΟ "ΘΡΥΛΙΚΑ" ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΕΝΑΝΔΡΟΥ


Για την ποιητική συλλογή μου με τίτλο "Παρέλαση. Τρία αγήματα ποιημάτων", που κυκλοφόρησε αυτές τις μέρες, ο σύγγαυρος Μένανδρος μού έστειλε δύο "θρυλικής κοπής" ποιήματα που αναδημοσιεύω, εκφράζοντάς του τις ευχαριστίες μου.

ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ


ΜΕ ΤΟ ΡΕ ΤΟ ΛΑ ΤΟ ΣΙ ΚΑΝΟΥΜΕ ΠΑ ΡΕ ΛΑ ΣΗ

Στην ελάσσονα κλίμακα του ντο
θα ρίξω δυο γκολάκια στη Μπορντό

Στην ελάσσονα κλίμακα του ρε
άντε να γυρίσει κι ο Τουρέ

Στην ελάσσονα κλίμακα του μι
να παίξει μπάλα κι ο Ντομί

Στην ελάσσονα κλίμακα του φα
πού νά ’ρχονταν κι ο Μπεν Αρφά

Στην ελάσσονα κλίμακα του σολ
άντε να γυρίσει κι ο Ντακόλ

Στην ελάσσονα κλίμακα του λα
να χαιρόμαστε τον Τσουκαλά

Στην ελάσσονα κλίμακα του σι
καλά που ’πε κι ο Ντάτολο το si


***********************


ΠΑΡΕΛΑΣΗ

Περίμενα του Θρύλου την επέλαση
αίτημα λογικό, από τα πάγια
μα δεν πρόλαβε την πρώτη την παρέλαση
ο Κετσπάγια

Με του Σωκράτη το φύγε εσύ, έλα συ
το σήκω κάτσε, κάτσε σήκω
δεν πρόλαβε τη δεύτερη παρέλαση
ούτε ο Ζίκο

Δε σ' τα γράφω αυτά για να γελάσεις
με εκείνα που συμβαίνουν στο επίνειο
ζήτημα αν άντεχε δυο παρελάσεις
και ο Μουρίνιο

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΜΑΡΚΟΣ


ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ


ΕΓΩ ΓΙΑ ΤΟ ΓΙΝΑΤΙ ΣΟΥ, ΜΩΡΗ


Μωρή για το γινάτι σου
θα πάω να μαστουριάσω
και θά 'ρθω μες το σπίτι σου
όλα να σου τα σπάσω

Γιατί πολλά μου τά 'κανες
πάψε τα ζοριλίκια
έμαθα άλλον αγαπάς
κι έχεις νταβατζιλίκια

- Γεια σου Μάρκο μου ντερβίση!

Γι' αυτό κι εγώ μαστούριασα
κι ήρθα μες το τσαρδί σου
βγάλε κι εσύ τον μάγκα σου
να δούμε την ψυχή του
βγάλε κι εσύ τον μάγκα σου
να κόψει το σπαθί του

Τί άλλο θέλεις να σου πω
μάσα τις καρπαζιές σου
και πες του μάγκα σου να ρθεί
να φάει και τις δικές του


Τραγούδι του 1934.

ΜΙΑ ΒΟΥΗ ΒΑΘΙΑ ΚΑΙ ΣΚΟΤΕΙΝΗ


CHARLES BAUDELAIRE


ΑΝΤΙΜΙΛΗΜΑΤΑ

Ένας ναός με ζωντανές κολόνες είν’ η Πλάση
που λόγια ανεξιχνίαστα κάποτε ψιθυρίζουν·
ο άνθρωπος περνά απ’ αυτά των σύμβολων τα δάση,
που τον κοιτάζουν φιλικά σάμπως να τον γνωρίζουν.

Όπως οι μακραντίλαλοι από πέρα σαν κυλούνε,
γίνονται μόνο μια βουή βαθιά και σκοτεινή,
πλατιά σα νύχτα και σα μιά φεγγοβολή ορθρινή,
χρώματα κ’ ήχοι κ’ ευωδιές αντάμα τους μιλούνε.

Είν’ ευωδιές ολόδροσες σαν σάρκες παιδικές,
σαν τα λιβάδια πράσινες, σαν τους αυλούς γλυκές·
–κ’ είν’ άλλες θριαμβευτικές, πλούσιες κ’ εκφυλισμένες,

που όμοια με τα πράγματα τ’ ατέρμονα απλωμένες,
–όπως του μόσχου, του άμπαρου, του λίβανου τα μύρα,–
του νου και των αισθήσεων μάς τραγουδούν την πύρα.




Μετάφραση Γιώργης Σημηριώτης.
Από το βιβλίο: Μπωντλαίρ, «Τα άνθη του κακού», μετάφραση Γιώργης Σημηριώτης, Εκδόσεις Μαρή, Αθήνα, χχ, σελ. 31.

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΑΔΡΙΑΝΑ ΒΑΡΕΛΑ


ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ADRIANA VARELA


CON LA FRENTE MARCHITA

Sentados en corro merendábamos besos y porros
Y las horas pasaban deprisa entre el humo y la risa.
Te morías por volver "Con la frente marchita" cantaba Gardel
Y entre citas de Borges, Evita bailaba con Freud.
Ya llovió desde aquel chaparrón hasta hoy.

Iba cada domingo a tu puesto del Rastro a comprarte
carricoches de miga de pan, soldaditos de lata.
Con agüita del mar Andaluz quise yo enamorarte,
pero tú no querías más amor que el del Río de la Plata.

Duró la tormenta hasta entrados los años ochenta.
Luego, el sol fue secando la ropa de la vieja Europa.
No hay nostalgia peor que añorar lo que nunca, jamás, sucedió.
"Mándame una postal de San Telmo, adiós, ¡cuídate!"-
Y sonó entre tú y yo el silbato del tren...

Iba cada domingo a tu puesto del Rastro a comprarte
monigotes de miga de pan, caballitos de lata
Con agüita del mar Andaluz quise yo enamorarte,
pero tú no querías otro amor que el del Río de la Plata.

Aquellas banderas de la patria de la primavera,
a decirme que existe el olvido, esta noche han venido.
Te sentaba tan bien, esa boina calada al estilo del "Che".
Buenos Aires es como contabas, hoy fui a pasear,
y al llegar a la Plaza de Mayo me dio por llorar
y me puse a gritar: "¿Dónde estás?"

Y no volví más a tu puesto del Rastro a comprarte
corazones de miga de pan, sombreritos de lata.
Y ya nadie me escribe diciendo: "No consigo olvidarte,
ojalá que estuvieras conmigo en el Río de La Plata".

ΠΕΝΤΡΟ ΟΝΕΜ ΝΤΕ ΜΕΛΟ!




PEDRO HOMEM DE MELO (1904-1984)


BODAS VERMELHAS

As almas pedem luz. Apodrecida
A noite dorme, quieta, em seu armário.
Cantai sem medo! A cruz foi no calvário
Que Deus a ergueu, como a anunciar a vida!

Cantai, rapazes! E essa juventude
Que não foi minha, seja, ao menos, vossa!
Que dentre todos, um, ao menos, possa
Quebrar tanto silêncio que ainda ilude!

As asas só são asas quando há vento.
Cantai ! Cantai na força dos vinte anos!
Cantai ! Cantai ! Ingénuos mas humanos
Com lábios rubros de prometimento!

Não morrer hoje, que importância tem?
A paz, às vezes, lembra-nos veneno...
E tudo é falso no país sereno
Que não se bate nunca por ninguém.



Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Caterina Balivo.

ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΡΙΕΣ ΤΟΥ ΦΑΝΤΟ 1: ΚΑΤΙΑ ΓΚΕΡΡΕΪΡΟ



ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η KATIA GUERREIRO


GUITARRA TRISTE


Ninguém consegue por muito forte que seja,
Alcançar o que deseja, seja lá por ambição.
Se não tiver dando forma ao seu valor
Uma promessa de amor que alimenta uma ilusão.

Uma mulher é como uma guitarra
Não é qualquer que a abraça e faz vibrar.
Mas quem souber na forma como agarra,
Prende-lhe a alma nas mãos que sabe tocar.

Por tal razão se engana facilmente
Um coração que queria ser feliz.
Guitarra triste que busca um confidente
Nas mãos de quem não sente o pranto que ela diz.

Não há ninguém que não peça à própria vida
A fazê-la renascida por quem um dia nasceu.
E de tal forma a vida sabe mentir
O que a gente chega a sentir, o bem que ela não nos deu.

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ, ΠΟΛΥ!





ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η AMÁLIA RODRIGUES


BARCO NEGRO


De manhã, temendo, que me achasses feia!
Acordei, tremendo, deitada n'areia
Mas logo os teus olhos disseram que não,
E o sol penetrou no meu coração.

Vi depois, numa rocha, uma cruz,
E o teu barco negro dançava na luz
Vi teu braço acenando, entre as velas já soltas
Dizem as velhas da praia, que não voltas:

São loucas! São loucas!

Eu sei, meu amor,
Que nem chegaste a partir,
Pois tudo, em meu redor,
Me diz qu'estás sempre comigo.

No vento que lança areia nos vidros;
Na água que canta, no fogo mortiço;
No calor do leito, nos bancos vazios;
Dentro do meu peito, estás sempre comigo.

Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2010

ΧΑΙΛΝΤΕΡΛΙΝ!




FRIEDRICH HÖLDERLIN (1770-1843)


DIE LIEBE


Wenn ihr Freunde vergeßt, wenn ihr die Euern all,
  O ihr Dankbaren, sie, euere Dichter schmäht,
    Gott vergeb es, doch ehret
      Nur die Seele der Liebenden.

Denn o saget, wo lebt menschliches Leben sonst,
  Da die knechtische jetzt alles, die Sorge, zwingt?
    Darum wandelt der Gott auch
      Sorglos über dem Haupt uns längst.

Doch, wie immer das Jahr kalt und gesanglos ist
  Zur beschiedenen Zeit, aber aus weißem Feld
    Grüne Halme doch sprossen,
      Oft ein einsamer Vogel singt,

Wenn sich mählich der Wald dehnet, der Strom sich regt,
  Schon die mildere Luft leise von Mittag weht
    Zur erlesenen Stunde,
      So ein Zeichen der schönern Zeit,

Die wir glauben, erwächst einziggenügsam noch,
  Einzig edel und fromm über dem ehernen,
    Wilden Boden die Liebe,
      Gottes Tochter, von ihm allein.

Sei gesegnet, o sei, himmlische Pflanze, mir
  Mit Gesange gepflegt, wenn des ätherischen
    Nektars Kräfte dich nähren,
      Und der schöpfrische Strahl dich reift.

Wachs und werde zum Wald! eine beseeltere,
  Vollentblühende Welt! Sprache der Liebenden
    Sei die Sprache des Landes,
      Ihre Seele der Laut des Volks!



Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Alina Vacariu.

Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2010

ΣΤΗΝ ΕΛΑΣΣΟΝΑ ΚΛΙΜΑΚΑ ΤΟΥ ΝΤΟ


ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ


ΣΥΝΔΕΣΗ ΜΕ ΤΑ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ


Τυλιγμένοι κι οι δύο σ' ένα μαντώ
από παλιά πρασινωπή εταμίνα
περιφέρονταν ασκόπως ένα μήνα
στην ελάσσονα κλίμακα του ντο.

Οπότε Ε κ ε ί ν η λέει: "Δεν ωφελεί
να επιμένουμε πάντα στο ίδιο θέμα.
Τί θα 'λεγες να πίναμε λίγο αίμα
ωσάν τον κώνωπα· ω, ναι, τον ανωφελή;"



Το πρώτο ποίημα από την ποιητική μου συλλογή "Παρέλαση", που κυκλοφόρησε αυτές τις μέρες από τις εκδόσεις Τυπωθήτω, στη σειρά Λάλον Ύδωρ.

Ο ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΚΑΪΦΥΛΛΙΑΣ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΑΝΤΩΝΗ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ


Ο ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΚΑΪΦΥΛΛΙΑΣ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΑΝΤΩΝΗ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ


ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΒΒΑΔΙΑ


Το "Κορινθία" σάλπαρε και το "Απολλωνία"
κι η βάρδια σου τελείωσε μια νύχτα του Φλεβάρη
πάρε μαζί σου στα φριχτά του Άδη τελωνεία
του μαραμπού το γρύλλισμα λαθραίο μες στ' αμπάρι

Οι ζωγραφιές στο στήθος σου σαν φάρος θα φωτίζουν
όσους δεν αξιώθηκαν νά 'χουν ένα τραβέρσο
και στη στεριά παντοτινά μένουνε και σαπίζουν
ένα χωράφι σκάβοντας που μένει πάντα χέρσο

Με τον Μαρκόνη σού 'στειλα ένα στερνό ραπόρτο
να μάθεις πως βουλιάζουμε σ’ αυτήν εδώ τη ζήση
ένα παράξενο μασάει ο κόσμος τώρα χόρτο
όμως δε μοιάζει με κοκό ούτε και με χασίσι

ΡΟΥΒΕΝ ΔΑΡΙΟ!




RUBÉN DARÍO


LOS CISNES


            A Juan Ramón Jiménez

¿Qué signo haces, oh Cisne, con tu encorvado cuello
al paso de los tristes y errantes soñadores?
¿Por qué tan silencioso de ser blanco y ser bello,
tiránico a las aguas e impasible a las flores?

Yo te saludo ahora como en versos latinos
te saludara antaño Publio Ovidio Nasón.
Los mismos ruiseñores cantan los mismos trinos,
y en diferentes lenguas es la misma canción.

A vosotros mi lengua no debe ser extraña.
A Garcilaso visteis, acaso, alguna vez...
Soy un hijo de América, soy un nieto de España...
Quevedo pudo hablaros en verso en Aranjuez....

Cisnes, los abanicos de vuestras alas frescas
den a las frentes pálidas sus caricias más puras
y alejen vuestras blancas figuras pintorescas
de nuestras mentes tristes las ideas obscuras.

Brumas septentrionales nos llenan de tristezas,
se mueren nuestras rosas, se agostan nuestras palmas,
casi no hay ilusiones para nuestras cabezas,
y somos los mendigos de nuestras pobres almas.

Nos predican la guerra con águilas feroces,
gerifaltes de antaño revienen a los puños,
mas no brillan las glorias de las antiguas hoces,
ni hay Rodrigos ni Jaimes, ni han Alfonsos ni Nuños.

Faltos del alimento que dan las grandes cosas,
¿qué haremos los poetas sino buscar tus lagos?
A falta de laureles son muy dulces las rosas,
y a falta de victorias busquemos los halagos.

La América Española como la España entera
fija está en el Oriente de su fatal destino;
yo interrogo a la Esfinge que el porvenir espera
con la interrogación de tu cuello divino.

¿Seremos entregados a los bárbaros fieros?
¿Tantos millones de hombres hablaremos inglés?
¿Ya no hay nobles hidalgos ni bravos caballeros?
¿Callaremos ahora para llorar después?

He lanzado mi grito, Cisnes, entre vosotros,
que habéis sido los fieles en la desilusión,
mientras siento una fuga de americanos potros
y el estertor postrero de un caduco león...

...Y un Cisne negro dijo: "La noche anuncia el día".
Y uno blanco: "¡La aurora es inmortal, la aurora
es inmortal !" ¡Oh tierras de sol y de armonía,
aun guarda la Esperanza la caja de Pandora!



Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Carmella De Cesare.

Η ΦΛΕΓΟΜΕΝΗ ΔΕΣΜΗ ΤΩΝ ΜΑΛΛΙΩΝ


IDEA VILARIÑO


ΣΑΝ ΧΕΙΛΗ ΑΠΑΛΑ ΧΕΙΛΗ ΚΟΙΜΩΜΕΝΑ ΦΙΛΗΣΟΥΝ...

Σαν χείλη απαλά χείλη κοιμώμενα φιλήσουν,
ωσάν πεθαίνοντας τότε,
κάποτε, πιο πέρα κι απ’ τα χείλη φτάνοντας
και καθώς τα βλέφαρα από τον πόθο ξεχειλίζουνε και πέφτουν,
τόσο αθόρυβα όσο ο αέρας το επιτρέπει,
η σάρκα, με τη μεταξένια θέρμη της, νύχτες ζητάει·
και τα κοιμώμενα χείλη
μες στην ανείπωτη ηδονή τους, εξίσου, νύχτες ζητούν.

Νύχτες, νύχτες σιωπηλές, με σκοτεινά βελούδινα φεγγάρια,
νύχτες ατέλειωτες, φιλήδονες νύχτες, από φτερουγίσματα διάτρητες,
μες στον αέρα που γίνεται χέρια, έρωτας, στοργή,
νύχτες ωσάν από πανιά κι από κατάρτια...

Τότε είναι, στο ύψιστο πάθος, όπου αυτός που φιλά
ξέρει –και πώς ξέρει!– τα πάντα, ακατάπαυστα, και βλέπει πώς τώρα
ο κόσμος με θαύμα μοιάζει μακρινό,
πώς τα χείλη ανοίγουν πιο βαθύ ακόμη το θέρος,
πώς ο νους παραλύει,
και πώς φτάνει κι αυτός ο ίδιος να ξεχνιέται μες στο φιλί
ενώ άνεμος παθιασμένος τους κροτάφους του γυμνώνει·
τότε είναι, στο φιλί απάνω, που τα βλέφαρα αργοπέφτουν
κι ο αέρας φτερουγίζει με μια ανάσα ζωής,
και περισσότερο αναριγά
αυτό που δεν είναι αέρας: η φλεγόμενη δέσμη των μαλλιών,
η φωνή που γίνεται βελούδο και, άλλοτε,
οι οπτασίες νεκρών που αιωρούνται.



Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη.

Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2010

ΑΪΝΤΕ ΚΑΙ ΝΤΕ


Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΟΥΛΟΠΟΥΛΟΣ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟ ΚΑΙ ΝΙΚΟ ΜΑΜΑΓΚΑΚΗ


ΑΪΝΤΕ ΚΑΙ ΝΤΕ


Άιντε και ντε
άιντε και ντε
άιντε και ντε
άιντε ντε
άιντε και ντε

Άιντε το τραίνο πήγαινε
όρθιος ο μηχανοδηγός
με το κασκέτο του στραβά
καλό τιμόνι κουμαντάριζε
μες στη καπνιά
μες στη βραδυά
με μπλούζα σα λυκοπροβιά
ασίκης μηχανοδηγός
με το μικρό μουστάκι του
καλό τιμόνι οδήγαγε
το τραίνο για τον ουρανό
άιντε και ντε...

Κι όλο στον ουρανό το τραίνο πήγαινε
άιντε και νύχτωνε
πίσω του δάσος ορφανό
άφηνε μιαν ουρά καπνό
στο ματωμένο δειλινό
άιντε ντε

Άιντε και ντε...
μες στην πετσέτα
το ψωμί και το κρομμύδι
ώρα για σκόλασμα παιδιά
ένας σπουργίτης μοναχά
τα ψίχουλα τσιμπολογά
άιντε και ντε...

Άιντε και ντε...
άιντε τα τραίνα βούλιαξαν
ένα μονάχο καταμόναχο
έξω απ' τις ράγες πήγαινε
με τους νεκρούς του θερμαστές
και τους νεκρούς εισπράκτορες
μια μαλακιάν ουρά καπνό
άφηνε μες στον ουρανό
μεγάλο δάσος ορφανό
μια μαλακιάν ουρά καπνό
στο μαραμένο δειλινό
άιντε και ντε...

Άιντε και ντε...
κάψα και σίδερο
Να μια, να δυο, να κι άλλη μια
δώσ' του ξινάρια και σφυριά
κι ο δυναμίτης στη βραχόπετρα
στα μάτια σου πέτρα μουγκή
στα μάτια σου πέτρα σκληρή
σπίτι δεν έχτισες εσύ
με τη δουλειά σου τη βαριά
χτίσ' το λοιπόν με την βαρειά
- να δυο, να τρεις να κι άλλη μια
κι ο κόκορας λαλεί μακριά
άιντε και ντε...

ΧΤΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ΙΔΙΑ ΚΙ ΟΜΟΙΑ


Ο ΒΑΡΝΑΛΗΣ ΑΠΑΓΓΕΛΛΕΙ ΒΑΡΝΑΛΗ


ΣΚΛΑΒΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ: ΠΡΟΛΟΓΟΣ


Πάλι μεθυσμένος είσαι, δυόμιση ώρα της νυχτός.
Kι αν τα γόνατά σου τρέμαν, εκρατιόσουνα στητός
μπρος στο κάθε τραπεζάκι. "Γει;a σου, Kωνσταντή βαρβάτε"!
― Kαλησπερούδια αφεντικά, πώς τα καλοπερνάτε;

Ένας σού ’δινε ποτήρι κι άλλος σού ’δινεν ελιά.
Έτσι πέρασες γραμμή της γειτονιάς τα καπελιά.
Kι αν σε πείραζε κανένας, -αχ, εκείνος ο Tριβέλας!-
έκανες, πως δεν ένιωθες και πάντα εγλυκογέλας.

Xτες και σήμερα ίδια κι όμοια, χρόνια μπρος, χρόνια μετά...
H ύπαρξή σου σε σκοτάδια όλο πηχτότερα βουτά.
Tάχα η θέλησή σου λίγη, τάχα ο πόνος σου μεγάλος;
Aχ, πού ’σαι, νιότη, πού ’δειχνες, πως θα γινόμουν άλλος!

ΤΟ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΜΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙ


ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΜΑΝΩΛΗΣ ΜΗΤΣΙΑΣ


Ο ΓΙΑΝΝΗΣ Ο ΦΟΝΙΑΣ


Ο Γιάννης ο φονιάς,
παιδί μιας Πατρινιάς
κι ενός Μεσολογγίτη
προχτές την Κυριακή
μετά απ' τη φυλακή
επέρασ' απ' το σπίτι

Του βγάλαμε γλυκό,
τού βγάλαμε και μέντα
μα για το φονικό
δεν είπαμε κουβέντα

Μονάχα το Φροσί
με δάκρυ θαλασσί
στα μάτια τα μεγάλα
τού φίλησε βουβά
τα χέρια τ' ακριβά
και βγήκε από τη σάλα

Δεν μπόρεσε κανείς
τον πόνο της ν' αντέξει
κι ούτε ένας συγγενής
να πει δεν βρήκε λέξη

Κι ο Γιάννης ο φονιάς
στην άκρη της γωνιάς
με του καημού τ' αγκάθι
θυμήθηκε ξανά
φεγγάρια μακρινά
και τ' όνειρο που εχάθη



Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις.
Στίχοι: Νίκος Γκάτσος.

ΤΑΝΙΑ ΑΛΕΓΡΙΑ!



TANIA ALEGRÍA (1954)


ESPERANDO EL AMOR AUNQUE NO EXISTA


Me voy hacia el paisaje de las yermas
llanuras en el mapa de mi pecho,
donde hay un patio con aroma a espliegos
y silencios se yerguen como almenas.

Allí moran mis ángeles de niebla,
los diablos que discurren mis desiertos
y, oculta en el envés de los espejos,
una niña que habla con las fieras.

Estaré revestida de invisible,
sin forma o gravedad, como una nube,
utópica, cual eje de una abscisa,

entrenzando hipotéticas urdimbres
con este odio fiel y esta costumbre
de esperar el amor aunque no exista.



Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Barbara Chiappini.

ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΒΑΛΣ





ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝ Ο FLOREAL RUIZ & ΚΑΙ Ο ENRIQUE CAMPOS
ΚΑΙ ΧΟΡΕΥΟΥΝ Ο JUAN CARLOS MANSILLA & Η MARCELA VACCARINI


EL VIEJO VALS

Al lánguido compás
de un vals de Chopin,
mi amor te confesé
sin ver que más
llamaba tu interés aquel vals.
Por eso hoy mi canción
a su mismo compás,
te llora como un bien
que ya jamás
traerá a mi corazón su vaivén.

Fue como un loco volar de falena
con giros y vueltas en torno al fanal
que nos deslumbra y nos llena
de un dulce mareo sutil y fatal...
Juntos mi pecho y tu seno...
los dos corazones, latiendo a la par,
fijo, impasible y sereno
¡tu frío mirar!...
¡Quién me diría que toda
la gloria, de aquella gentil posesión,
era la efímera coda
que al valse ponía mi loca ilusión!...
Dócil tu mano en mi mano...
¡Mi brazo oprimiendo tu talle liviano
y en tanto mi acento
muriendo en el lento
girar del valsar!...

Falena de salón.
mi corazón también
sus alas de ilusión
quemó tenaz
girando en aquel vals de Chopin...
Borracho de pasión
y ciego de querer,
se lanza a tu atracción
sin ver que más
que un alma en ti, mujer, hay un vals.



Μουσική: José Perez De La Riestra "Charlo".
Στίχοι: José González Castillo.
Παίζει η Orquesta Francisco Rotundo.

ΟΛΟ ΦΩΣ ΤΡΙΓΥΡΑ


ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ (1907-1990)


ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΣΤΟΝ ΗΛΙΟ

Μέσα στο φως σου γίνομαι πουλί
και τραγουδώ όλη μέρα σαν το σπίνο.
Μιας πεταλούδας παίρνω τα φτερά
τα θεία τα ολόασπρα σαν το νέο κρίνο.

Σφαλώ τα βλέφαρά μου, εντός μου φως.
Τ’ ανοίγω∙ φως παντού, όλο φως τριγύρα∙
και λέω: ΄Ηλιε, τι θάνατος λαμπρός
μες σε μια τέτοια, θεία φωτοπλημμύρα!

ΤΣΕΧΙΚΑ ΣΟΝΕΤΤΑ 13


JAROSLAV HAASZ (1860-1939)


ZNĚLKA


Jak majáku svit, jenžto přístav střeží
a v tmavé noci nekonečné délky
vstříc lodím po kypících vlnách běží,
mou myšlenku vždy láká úsměv znělky.

Ví, nežli v květu rosa růže svěží,
než perla bílá, skrytá v záliv mělký,
mne vábí k sobě - myšlenka v ní leží,
jak v ozdob zlatých lemu démant velký.

A chtěl bych, aby myšlenka má byla
jen jako rosa na poupěti ranním
tak mladá, vlahá, vonná a tak bílá.

Má láska, před níž oči v štěstí skláním,
a záře vašich zraků zlatým pláním
víc nežli démant z ní by vykouzlila.

Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2010

ΣΤΡΕΨΟΔΙΚΙΕΣ


FRANCISCO DE QUEVEDO


ΣΕ ΜΙΑ ΚΥΡΙΑ ΑΛΛΟΙΘΩΡΗ ΑΛΛΑ ΠΑΝΕΜΟΡΦΗ


Προς μιά μεριά μονάχα, αλί, αν τα μάτια σου θωρούσαν,
ποιά θά ’ταν η μεριά που δεν θά ’νιωθε αμηχάνως;
Μα αλλού αν δεν κοίταγαν γι’ αλλού, ο ήλιος θά ’κανε σα χάνος
κι η Δύση και η Ανατολή απ’ το ψύχος θα ψοφούσαν.

Το προς τα μέσα βλέμμα ή το στραβή – έγκλημα μηνούσαν
(τα φώτα τα λοξά σου το δηλώναν περιτράνως
ανέκαθεν) και βέλη ξαπολούσαν από πάνω σ’
εμάς, που μας λαβώναν, ναί, μα μάς ευχαριστούσαν.

Τα φώτα σου όσοι δεν κοιτούν, τα βλέπουν· τά ’χουν όμως
μόνο όσοι τα κοιτάζουν και αμιλλώνται αγκώνες και ώμοι
ποιανού θα λάχει να γενεί βασσάλος σου, ιπποκόμος...

Τον στρεψοδίκη δικαστή ποιοί να ζορίζουν νόμοι,
ενώ θωρεί οφθαλμούς που’ν’ βασιλείς, αυτός ανόμως
τον αληθή όρον άναξ ερμηνεύει ως υποκόμη;!



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

ΑΣΕ ΤΟ ΝΟΥ ΣΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΣΩΜΑ ΣΟΥ ΑΣΥΔΟΤΟ


«ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ»


[ΑΣΕ ΤΟ ΝΟΥ ΣΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΣΩΜΑ ΣΟΥ ΑΣΥΔΟΤΟ]


Άσε το νου σου και το σώμα σου ασύδοτο
να πλέουν σαν κλαδάκι μες το κύμα
και μη ζητάς στην ποίηση αντίδοτο
κι αν τύχει και το βρείς θα είναι κρίμα

Δεν είναι μέταλλο που αντέχει, ανοξείδωτο
στην ποίηση, το σώμα και το αίμα
είναι ένα γράμμα στους αιώνες ανεπίδοτο
κι ο παραλήπτης άγνωστος, σαν ψέμα

Είναι ένα πόμολο στην πόρτα μας αβίδωτο
γι’ αυτό κι η πόρτα μας δεν άνοιξε ακόμα
είναι η πόιηση πουκάμισο ακηλίδωτο
που ψάχνει αίμα ν' αποκτήσει λίγο χρώμα

Άσε το βλέμμα σου στην ποίηση ξεκλείδωτο
σαν αστραπή να μπούνε μέσα του οι ρίμες
κι αν είν’ το ποίημα σου λιγάκι αφτιασίδωτο
έτοιμες έχω των νυχιών μανόν και λίμες

Αρκεί το πνεύμα σου να μένει αρυτίδωτο
να μη ζαρώνει απ’ το πέρασμα του χρόνου
αρκεί να βλέπεις το κρυφό και το ανείδωτο
και να μην παίρνεις τη ζωή σου επί πόνου


Από το ιστολόγιο της Έλενας http://elenastagkouraki.blogspot.com/

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ, ΑΝΤΩΝΗ



Ο ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΚΑΪΦΥΛΛΙΑΣ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΑΝΤΩΝΗ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ


ΟΛΟΙ ΕΜΕΙΣ


Όλοι εμείς που σήμερα φοράμε τα παλιά μας
και δεξιώσεις δίνουμε σε κρύα καπηλειά
όλοι εμείς αγάπη μου που πήγαμε καλιά μας
ακτίδες στέλνουμε με φως στου κόσμου τη σπηλιά
Όλοι εμείς που ανήκουμε σε άλλους παραλλήλους
και σε σκοτάδια μαγικά έχουμε πια κρυφτεί
όλοι εμείς καρδούλα μου δεν αγαπάμε αλλήλους
μα μόνο που τους έχουμε τρελά ερωτευτεί

Όλοι εμείς που ζήσαμε ζωή εκτός νυμφώνος
και η χαρά μας άφησε στα κρύα του λουτρού
εμείς το θύμα είμαστε εμείς κι ο δολοφόνος
του μάταιου και άσκοπου χαμένου μας καιρού
Όλοι εμείς που ανήκουμε σε άλλους παραλλήλους
και σε σκοτάδια μαγικά έχουμε πια κρυφτεί
όλοι εμείς καρδούλα μου δεν αγαπάμε αλλήλους
μα μόνο που τους έχουμε τρελά ερωτευτεί

Όλοι εμείς που φτύνουμε εκεί που προσκυνάνε
του κόσμου οι παραδόπιστοι και όλοι οι δειλοί
όλοι εμείς θα μείνουμε πουλιά που δεν πετάνε
μόνο που το τραγούδι μας θα κόβει σαν γυαλί
Όλοι εμείς που ανήκουμε σε άλλους παραλλήλους
και σε σκοτάδια μαγικά έχουμε πια κρυφτεί
όλοι εμείς καρδούλα μου δεν αγαπάμε αλλήλους
μα μόνο που τους έχουμε τρελά ερωτευτεί



Μουσική: Θανάσης Γκαϊφύλλιας.
Στίχοι: Αντώνης Παπαϊωάννου.
Δίσκος: Βραδιάζει 1991.
Παραγωγή: Κύτταρο Κομοτηνής - Θανάσης Γκαϊφύλλιας.
Φωνητικά: Λία Τζιαμπάζη.

Η ΠΡΑΔΕΡΑ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΛΕΝΤΟΥΚ



Η MARÍA DOLORES PRADERA ΤΡΑΓΟΥΔΑ RENATO LEDUC (1895-1986)


TIEMPO

Sabia virtud de conocer el tiempo;
a tiempo amar y desatarse a tiempo;
como dice el refrán: dar tiempo al tiempo...
que de amor y dolor alivia el tiempo.

Aquél amor a quien amé a destiempo
martirizóme tanto y tanto tiempo
que no sentí jamás correr el tiempo,
tan acremente como en ese tiempo.

Amar queriendo como en otro tiempo
-ignoraba yo aún que el tiempo es oro-
cuánto tiempo perdí -ay- cuánto tiempo.

Y hoy que de amores ya no tengo tiempo,
amor de aquéllos tiempos, cómo añoro
la dicha inicua de perder el tiempo...

ΓΚΕΟΡΚ ΧΑΫΜ!




GEORG HEYM (1850-1920)


TRÄUMEREI IN HELLBLAU


Alle Landschaften haben
Sich mit Blau gefüllt.
Alle Büsche und Bäume des Stromes,
Der weit in den Norden schwillt.

Blaue Länder der Wolken,
Weiße Segel dicht,
Die Gestade des Himmels in Fernen
Zergehen in Wind und Licht.

Wenn die Abende sinken
Und wir schlafen ein,
Gehen die Träume, die schönen,
Mit leichten Füßen herein.

Zymbeln lassen sie klingen
In den Händen licht.
Manche flüstern, und halten
Kerzen vor ihr Gesicht.


September 1911


Το υλικό της ανάρτησης μάς το έσυειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Katharine McPhee.

Η ΜΠΑΛΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΕΜΠΟΡΑ



Ο ΣΑΚΗΣ ΜΠΟΥΛΑΣ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ BERTOLT BRECHT ΚΑΙ ΘΑΝΟ ΜΙΚΡΟΥΤΣΙΚΟ


Η ΜΠΑΛΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΕΜΠΟΡΑ


Ρύζι έχει κει κάτω κοντά στο ποτάμι
Εκεί ψηλά στο βουνό χρειάζουνται ρύζι
Αν το ρύζι το κρύψουμε στις αποθήκες
θ' ακριβύνει το ρύζι γι' αυτούς εκεί πάνω
Οι μαούνες του ρυζιού θα 'χουν λιγότερο ρύζι
και το ρύζι φτηνότερο θα 'ναι για μένα

Τι είναι στ' αλήθεια το ρύζι
Πού να ξέρω το ρύζι τι είναι
Ποιος να το ξέρει τάχα
Δεν ξέρω το ρύζι τι είναι
Ξέρω την τιμή του μονάχα

Φτάνει χειμώνας και χρειάζουνται ρούχα
Πρέπει μπαμπάκι λοιπόν ν' αγοράσουμε
και το μπαμπάκι να μην το πουλήσουμε
Σαν θα 'ρθει το κρύο, θ' ακριβύνουν τα ρούχα
Τα κλωστήρια πληρώνουν πολύ ψηλά μεροκάματα
Κι έπειτα υπάρχει πάρα πολύ μπαμπάκι

Τι είναι στ' αλήθεια το μπαμπάκι
Πού να ξέρω το μπαμπάκι τι είναι
Ποιος να το ξέρει τάχα
Δεν ξέρω το μπαμπάκι τι είναι
Ξέρω την τιμή του μονάχα

Κι ο άνθρωπος παρατρώει φαΐ
γι' αυτό κι ο άνθρωπος όλο ακριβαίνει
Για να φτιάξεις φαΐ, χρειάζεσαι ανθρώπους
Οι μάγειροι κάνουν φτηνότερο το φαΐ
αλλάοι φαγάδες όλο και τ' ακριβαίνουν
Κι έπειτα υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι

Τι είναι στ' αλήθεια ο άνθρωπος
Πού να ξέρω ο άνθρωπος τι είναι
Ποιος να το ξέρει τάχα
Δεν ξέρω ο άνθρωπος τι είναι
Ξέρω την τιμή του μονάχα


Μετάφραση: Μάριος Πλωρίτης.

ΤΣΕΧΙΚΑ ΣΟΝΕΤΤΑ 12


JAN ZAHRADNÍČEK (1905-1960)


TĚŽKOODĚNEC

Každý rok níže
sklání se hlava tvá,
v tmách anděly tíže
bezmocná svolává.

V sousedství hlubin, ó dnové
s hvězdami na rubu,
vznesou se podoby nové
z rozbitých kadlubů.

Již dávno, dávno je s námi
tíže jak přilba a meč,
ale co mámí, co mámí

a zpod hledí časná se ztrácí
jak žehnání žalu a řeč,
jak hvězdy a slzy a ptáci?

Η ΓΑΛΑΝΗ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΓΚΑΤΣΟ ΚΑΙ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ


ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΔΗΜΗΤΡΑ ΓΑΛΑΝΗ


ΠΕΡΙΜΠΑΝΟΥ


Περιμπανού τη λέγαν τα παιδιά Περιμπανού
κι ήτανε δεκαπέντε χρoνώ
έγραφε τ’ όνομά της στον καθρέφτη τ’ ουρανού
μ’ ενός πνιγμένου γλάρου το φτερό

Μα της ζωής το κύμα το παράφορο
σάρωσε βάρκες και κουπιά
και στο μεγάλο κόσμο τον αδιάφορο
ποιός τη θυμάται τώρα πια

Περιμπανού την έλεγα κι εγώ Περιμπανού
κι ας μη με είχε ακούσει κανείς
έμοιαζε με κοχύλι στο βυθό του αυγερινού
προτού καρδιά μου πέτρα γενείς



Στίχοι: Νίκος Γκάτσος.
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις.

ΜΑΡΙΑ ΑΝΧΕΛΕΣ ΤΣΑΒΑΡΡΙΑ


MARÍA ÁNGELES CHAVARRÍA


RETALES DE PENSAMIENTOS



      A Ramón Gómez de la Serna, por sus Greguerías

La vida salta de esquina a esquina regalando complicidades.
Los sueños son los patines del pensamiento.
La risa es el equilibrio de las lágrimas, y los suspiros la cuerda floja de la nostalgia.
Las estrellas son ruinas vivas para los románticos.
El calendario es el corazón del tiempo que nos corresponde.
La palabra es el salvavidas de los desterrados.
La mirada es la fuente de donde brotan todas las emociones.
Las baladas son las muletas de los enamorados.
Las sombras son las máscaras de la calle.
El otoño es la lágrima de las estaciones.
El tren es un adiós inmenso que reparte besos por todo el mundo.
Los fracasos son las puertas de la fortaleza.
La nieve es el pan rallado que reboza las montañas.
Los aviones son mosquitos que pican a las nubes.
Las manos son el cántaro del agua mañanera.
Niño es a bicicleta lo que ejecutivo es a móvil partido por dos.
La inocencia es la clave de la libertad.
Los poemas son respiraciones de los soñadores.
El llanto es un explosivo que no fue invitado a la fiesta.
La esperanza le dijo a la patria que los lamentos no se anotaban en panfletos.
El amanecer es el zumo de naranja del mar.
Las hojas caídas cubren la tristeza del campo.
Las venas son el pentagrama del corazón, y los latidos su melodía.
El silencio de la noche perfuma la tierra con fragancia helada.

ΕΧΩ ΒΡΕΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ ΤΑ ΚΛΕΙΔΙΑ


ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ


ΔΕ ΔΟΥΛΕΥΩ

Εγώ γεννήθηκα ελεύθερο πουλάκι
χωρίς οκτάωρα χωρίς αφεντικό
όλο πετάω από κλαδάκι σε κλαδάκι
λέω και ένα ρεφρενάκι μαγικό

Δε δουλεύω ποτέ μου δε δουλεύω
και ούτε θέλω να μιλάω για δουλειά
Δε δουλεύω ποτέ μου δε δουλεύω
γιατί έχω βρει του παραδείσου τα κλειδιά

Εγώ γεννήθηκα τελείως μπατιράκι
χωρίς γραμμάτια χωρίς επιταγές
μένω στο Ζάππειο σε ξύλινο παγκάκι
και τραγουδάω κάτω από τις νεραντζιές

Δε δουλεύω ποτέ μου δε δουλεύω
και ούτε θέλω να μιλάω για δουλειά
Δε δουλεύω ποτέ μου δε δουλεύω
γιατί έχω βρει του παραδείσου τα κλειδιά

Κι όταν πεθάνω κάποια μέρα όπως όλοι
θα υπογράψω κι ένα συμφωνητικό
να με αφήνουνε οι Δώδεκα Αποστόλοι
να λέω κάποιο ρεφρενάκι μαγικό

Δε δουλεύω ποτέ μου δε δουλεύω
και ούτε θέλω να μιλάω για δουλειά
Δε δουλεύω ποτέ μου δε δουλεύω
γιατί έχω βρει του παραδείσου τα κλειδιά

ΕΣΧΑΤΗ ΠΡΟΔΟΣΙΑ


JOSÉ EMILIO PACHECO


ALTA TRAICIÓN


No amo mi patria.
Su fulgor abstracto
es inasible.
Pero (aunque suene mal)
daría la vida
por diez lugares suyos,
cierta gente,
puertos, bosques de pinos,
fortalezas,
una ciudad deshecha,
gris, monstruosa,
varias figuras de su historia,
montañas
- y tres o cuatro ríos.

Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2010

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΤΑΝΙΑ ΑΛΒΕΣ


ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η TÂNIA ALVES: AMORES E BOLEROS

ΟΞΩ ΑΠ' ΤΗΝ ΤΡΙΚΥΜΙΑ ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ


ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ


ΤΟ ΒΑΠΟΡΙ


Νά ’ναι ως νά ’χης φύγει —με τους ανέμους— καβάλλα
στο άτι της σιγής κι’ όλα να πάης
και vά ’v’ πολλά καράβια, πολλή θάλασσα —μεγάλα
σύγνεφα πάνω— οι άνθρωποι κι’ ο Μάης.

Κι’ εντός μου εμένα να βρυχιέται —όλο να τρέμει—
βαρύ ένα βαπόρι και κατόπι
πάλι εσύ κι’ ο Μάης κι’ οι ανέμοι
κι’ έπειτα πάλιν οι ανθρώποι, οι ανθρώποι.

Και νά ’ναι όλα απ’ ό,τι φεύγει —και δε μένει—
σε μια πόλη ακατοίκητη, κι’ εντός μου
ακυβέρνητο, όλο να σε πηγαίνει το καράβι
όξω απ’ την τρικυμία αυτού του κόσμου.

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΠΑΝΟΣ ΤΖΑΒΕΛΛΑΣ



ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΠΑΝΟΣ ΤΖΑΒΕΛΛΑΣ


ΞΥΠΝΗΣΤΕ


Φυσά στις στέγες του ντουνιά
με σηκωμένο το γιακά
πικρός διαβάτης περπατά
κλαίει, γελά, παραμιλά.

Πώς μας τη φτιάξαν τη ζωή
Μίση, πολέμοι και καπνοί
βρωμίζει ο φασισμός τη γη
σαν κότες σφάζονται οι λαοί
κι εμείς στον ύπνο το βαθύ.

Φτιασιδωμένη η ψευτιά
γυρνά στους δρόμους και γελά
μπουτίκ, βολάν και ξιπασιά
προ-πό, λαχεία, διαφθορά.
Κι άλλοι με ιδρώτα το ψωμί
κι άλλοι πουλάν μισοτιμή
πατρίδα λευτεριά τιμή
αρκεί να πιάσουν την καλή
να γίνουν υπουργοί.

Ήμασταν ζωντανοί νεκροί
μας δίνανε μʼ ανταλλαγή
τη μπόμπα την ατομική
το Ισραήλ για να σωθεί.
Ακόμα ο στόλος ναυλοχεί
γεμάτη πόρνες η ακτή
κι αν φύγανε οι Γερμανοί
ήρθαν οι Αμερικανοί
καινούρια πάλι κατοχή.

Η CIA βαρά νταγερέ
χόρευε νάιλον υπουργέ
σαν καραγκιόζης στο μπερντέ
κι εσύ να κλαις πικρέ λαέ.
Κι ο Βάρναλης μας το ʼχε πει
χωρίς καμιά περιστροφή
στης Χούντας το αλισβερίσι
λεύτερο ήταν το χασίσι
ποτέ ο λαός να μην ξυπνήσει.

Γλυκοχαράζει στα βουνά
μοσχοβολούν τα γιασεμιά
τραγούδι αρχίζουν τα πουλιά
γελά η θάλασσα πλατιά
κι εμείς οικόπεδα και Ι.Χ
ψυγεία έπιπλα TV
κουτόχορτο με πληρωμή
και δίπλα φεύγει η ζωή

Ξυπνήστε
Ξυπνήστε νέες, ξυπνήστε νιοί
βγέστε απʼ του τάφου τη σιωπή
δείτε του κόσμου τη ντροπή
γίνετε χίλιοι κεραυνοί
και κάψτε μας ή σώστε μας
γλιτώστε μας, ή θάψτε μας.

ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΘΥΜΟΥΝΤΑΙ


ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ


ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΘΥΜΟΥΝΤΑΙ


Το χέρι του ωχρό, κάθε που έκανε μια κίνηση ήταν σα νά ’θελε
να διασχίσει προς τα πίσω το χρόνο –
ίσως ως εκείνο το παιδικό παιχνίδι που του είχαν κάποτε αρνηθεί.



Από την ποιητική συλλογή «Βιολέτες για μια εποχή», Κέδρος, Αθήνα 1985.

ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝ Η ΤΑΝΙΑ ΤΣΑΝΑΚΛΙΔΟΥ ΚΑΙ Ο ΜΑΝΩΛΗΣ ΜΗΤΣΙΑΣ


ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝ Η ΤΑΝΙΑ ΤΣΑΝΑΚΛΙΔΟΥ ΚΑΙ Ο ΜΑΝΩΛΗΣ ΜΗΤΣΙΑΣ


ΤΟ ΣΤΡΕΙΔΙ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ


Ο νιός αφέντης απ' το Τούνεζι,
μαύρος σαν του βυθού το στρείδι
αυτός που πιάστηκε στα δίχτυα του έρωτα
είχε ένα μάτι, μάτι, μάτι
είχε ένα μάτι σαν αχάτη
αυτός που πιάστηκε στα δίχτυα του έρωτα,
που πιάστηκε στα δίχτυα του έρωτά της.

Λευκή, λευκότερη κι απ' την αυγή
η Λεονώρα, ινφάντη απ' την Καστίλλη
το δέρμα της λουλούδι της μανόλιας
τ' αφτάκι της σαν το κοχύλι
στα δίχτυα πιάστηκε κι αυτή του έρωτα
στα δίχτυα πιάστηκε κι αυτή του έρωτά του,
του νιού από το Τούνεζι ,
μαύρου σαν του βυθού το στρείδι
που γίνεται χλωμός μόλις τη δει.

Το στρείδι ανοίγει, ανοίγει τρυφερά
και έπειτα μέσα του την κλείνει
λευκή, λευκότερη κι απ' την αυγή
με χείλη που έτρεμαν πολύ
εκείνη τον γλυκοφιλεί.

Μα παραμόνευαν απ' το καστέλλι
οι τρεις δικοί της αδελφοί
αστράψαν ξαφνικά τα βέλη
κι ο νιός από το Τούνεζι
πάει τον κατάπιε η θάλασσα.

Μαύρος σα στρείδι αυτός μαζί της
στην άβυσσο κατρακυλά
με την καλή του αγκαλιά,
τη σεντεφένια κοπελιά
στης θάλασσας τα βάθη ο μαύρος
σα στρείδι έμεινε κλειστό
κι εκείνη έγινε μαργαριτάρι
χλωμότερο απ' το θάνατο.


Στίχοι: Dario Fo.
Μετάφραση: Κωστής Σκαλιόρας.
Μουσική: Χρήστος Λεοντής.

ΝΩΠΕΣ ΑΒΓΑΛΤΕΣ ΧΑΡΕΣ


ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ


ΝΩΠΕΣ ΑΒΓΑΛΤΕΣ ΧΑΡΕΣ


Νωπές άβγαλτες χαρές
Άβγαλτες κοπέλες
Φωτεινές επιφάνειες
Όπου ακουμπά ο στοχασμός
Και ανασαίνει
Τερπνές μελιχρές
Ώρες

Άκου εκεί
Την τρικυμία
Των λουλουδιών
Το φόβο των καρδιών
Το λύγισμα όλων των επιθυμιών
Τη μουσική που ξεσπάει
Μέσα στα στήθια μέσα στη χλόη.

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΚΡΙΣΤΙΝΑ ΔΕΛ ΒΑΓΙΕ


ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η CRISTINA DEL VALLE: TIEMPOS ROTOS

ΜΠΟΤΙΛΙΑ ΣΤΟ ΠΕΛΑΓΟ


ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ


ΜΠΟΤΙΛΙΑ ΣΤΟ ΠΕΛΑΓΟ


Τρεις βράχοι λίγα καμένα πεύκα κι ένα ρημοκλήσι
και παραπάνω
το ίδιο τοπίο αντιγραμμένο ξαναρχίζει
τρεις βράχοι σε σχήμα πύλης, σκουριασμένοι
λίγα καμένα πεύκα, μαύρα και κίτρινα
κι ένα τετράγωνο σπιτάκι θαμμένο στον ασβέστη
και παραπάνω ακόμη πολλές φορές
το ίδιο τοπίο ξαναρχίζει κλιμακωτά
ως τον ορίζοντα ως τον ουρανό που βασιλεύει.

Εδώ αράξαμε το καράβι να ματίσουμε τα σπασμένα κουπιά,
να πιούμε νερό και να κοιμηθούμε.
Η θάλασσα που μας πίκρανε είναι βαθιά κι ανεξερεύνητη
και ξεδιπλώνει μιαν απέραντη γαλήνη.
Εδώ μέσα στα βότσαλα βρήκαμε ένα νόμισμα
και το παίξαμε στα ζάρια.
Το κέρδισε ο μικρότερος και χάθηκε.

Ξαναμπαρκάραμε με τα σπασμένα μας κουπιά.

ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΚΑΦΕΝΕΙΑ


ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝ Ο ΘΕΜΗΣ ΑΝΔΡΕΑΔΗΣ ΚΑΙ Η ΣΟΦΙΑ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ


ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΚΑΦΕΝΕΙΑ

Στα τζάμια τα θολά κεντάει τ’ αγιάζι
Καράβια και πουλιά του ποταμού
Χρυσές κλωστές τον ύπνο μου σκεπάζει
Με το βραχνό τραγούδι που στενάζει
Για θάνατο κι αρρώστιες του συρμού

Το φως ραγίζει μες στο παραθύρι
Μα σύ σα σπίτι καίγεσαι παλιό
Σε λένε Κώστα Ιάκωβο κι Αργύρη
Και πάνω σου τα χρόνια έχουν γείρει
Δελφίνι κεντημένο σε πηλό

Απ’ τις παλιές γιορτές στη Μικρασία
Κι από τους δρόμους που είδανε σφαγές
Γυρνάς τον εαυτό σου στα πορνεία
Δεν έχει πια ζωή στα καφενεία
Στον τόπο αυτό που γέμισε πληγές

Η λάμπα γράφει κύκλους με σκοτάδι
Κι η τράπουλα σαν ανοιχτή πληγή
Μαρμαρωμένοι οι ναύτες ένα βράδυ
Στον κήπο βγήκαν γύρω απ’ το πηγάδι
Και χόρεψαν μαζί με την αυγή

Τα χάρτινα πουλιά δεν σε ξαφνιάζουν
Μήτε το φως τη νύχτα που αγρυπνά
Στα καφενεία μόνο σε τρομάζουν
Καθρέφτες που ποτέ δεν σε κοιτάζουν
Με την πικρή αμαρτία που ξυπνά

Ο ένας τοίχος κίτρινος σα θειάφι
Κι ο άλλος απ’ τον ήλιο βυσσινής
Όπου ακουμπήσεις όμως δεν ξεβάφει
Παρά το άσπρο που έχουνε οι τάφοι
Και δεν το συλλογίζεται κανείς

Τα λόγια είναι παλιά μα είναι δικά μας
Κι ο θάνατος δικός μας την αυγή
Έναν καιρό θα γράψεις στη χαρά μας
Και θα μετράς ξανά τον έρωτά μας
Και θα κρατάς στα δόντια τη ζωή

Η θάλασσα γυρίζει τον πνιγμένο
Με δυό σπαθιά στα μάτια καρφωτά
Μ’ αγέρα και βροχή σε περιμένω
Και τα μαλλιά με θάνατο σ’ τα δένω
Απ’ τη στερνή σου εικόνα π’ αλυχτά

Η μνήμη σ’ άλλη μνήμη σε γυρίζει
Και ξέχασες τους δρόμους που περνάς
Νεράντζι και κυδώνι σού μυρίζει
Μα η Ρωμιοσύνη τώρα σε ποτίζει
Χολή στους καφενέδες που γερνάς

Κοιμήσου πιά και γίνε σαν το στάχυ
Δεν έφταιξες εσύ για τις φωτιές
Θα σκοτωθούν πολλοί μέσα στη μάχη
Κι όσοι δεν τρελαθούν θα ζουν μονάχοι
Στα καφενεία και στις ρεματιές


Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου.
Μουσική: Θέμης Ανδρεάδης.
Τραγούδι του 1982.

ΜΑΝΟΥΕΛ ΓΟΥΤΙΕΡΡΕΣ ΝΑΧΕΡΑ!




MANUEL GUTIÉRREZ NÁJERA (1859-1895)


ΓΙΑ ΤΟΤΕ


Θέλω όταν γέρνει η μέρα να πεθάνω
με φουσκοθαλασσιά κι όψη στον ήλιο·
μ’ όνειρο η αγωνία να μοιάζει πλάνο
κι η ψυχή με πουλί που πάει τ’ αψήλου.

Να μην ακούω την ύστατη αυτή ώρα,
σ’ ουρανούς και σε πέλαγα όντας πλάι,
λυγμικές προσευχές και μοιρολόγια,
παρά το κύμα αγέρωχο να σπάει.

Να πεθάνω ενώ τα χρυσά του δίχτυα
το φως απ’ τα μαβιά νερά θα βγάζει
και νά ’μαι σαν τον ήλιο πριν τη νύχτα:
κάτι πολύ λαμπρό που σκοτεινιάζει.

Και να πεθάνω νέος προτού ξεράνει
ο ύπουλος χρόνος το χλωρό στεφάνι,
όταν η ζωή δικιά μας λέει πως είναι
κι ας ξέρουμε καλά πως μας προδίνει.



Μετάφραση: Ηλίας Ματθαίου.
Από το βιβλίο: Ηλίας Ματθαίου, «Ποίηση Ισπανόφωνης Αμερικής», Εκδόσεις Γνώση, Αθήνα 1987, σελ. 62-63.



******************************


PARA ENTONCES


Quiero morir cuando decline el día
en alta mar y con la cara al cielo,
donde parezca sueño la agonía
y el alma un ave que remonta el vuelo.

No escuchar en los últimos instantes,
ya con el cielo y con el mar a solas,
más voces ni plegarias sollozantes
que el majestuoso tumbo de las olas.

Morir cuando la luz, retira
sus áureas redes de la onda verde,
y ser como ese sol que lento expira:
algo muy luminoso que se pierde.

Morir, y joven; antes que destruya
el tiempo aleve la gentil corona,
cuando la vida dice aún: "Soy tuya",
aunque, sepamos bien que nos traiciona.



Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η συνεπώνυμη του ποιητή φίλη του ιστολογίου κ. Elisa Nájera.

ΤΣΕΧΙΚΑ ΣΟΝΕΤΤΑ 11


RŮŽENA JESENSKÁ (1863-1940)


JE TICHÝ VEČER


Je tichý večer toužení a zamyšlení,
nad řekou ptáci lítají a hvězdy visí,
šplíchání vody do snění se teskně mísí,
vztahuju ruku v divném rozechvění.

Ohníčky rudé na vorech se zachvívají,
a žlutá skála důvěrně se v šero zlatí,
obzory v teplém gázu jako sny se tratí,
a vlny v náruč moře pospíchají.

Daleko v něčí náruč též bych pospíchala,
modravé hvězdy padají, a světla hasnou,
jen hvězdy svítí, svítí na tu cestu krásnou.

Vztahuju ruku, jak bych žhavou růži brala,
z čí drahé ruky, Bože? Marné roztoužení:
má ruka stydne - kdo by zahřál ji - tu není.

ΟΙ ΙΝΤΙ ΙΛΛΙΜΑΝΙ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝ ΡΑΦΑΕΛ ΑΛΒΕΡΤΙ



OI INTI ILLIMANI ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝ RAFAEL ALBERTI


TÚ NO TE IRÁS


Ven, mi amor, en la tarde del Aniene
y siéntate conmigo a ver viento.
Aunque no estés, mi solo pensamiento
es ver contigo el viento que va y viene.

Tú no te vas, porque mi amor te tiene.
Yo no me iré, pues junto a ti me siento
más vida de tu sangre, más tu aliento,
más luz del corazón que me sostiene

Tú no te irás, mi amor, aunque lo quieras.
Tú no te irás, mi amor, y si te fueras,
Aun yéndote, mi amor, jamás te irías.

Es tuya mi canción, en ella estoy.
Y en ese viento que va y viene voy.
Y en ese viento siempre, me verías.

Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2010

ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝ Η ΙΩΑΝΝΑ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΙ Ο ΣΤΕΛΛΑΚΗΣ ΠΕΡΠΙΝΙΑΔΗΣ


ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝ Η ΙΩΑΝΝΑ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΙ Ο ΣΤΕΛΛΑΚΗΣ ΠΕΡΠΙΝΙΑΔΗΣ


Ο ΠΑΣΑΤΕΜΠΟΣ


Αυτά που λες εγώ τ' ακούω βερεσέ
Τα παραμύθια σου τ' ανθίστηκα πια τώρα
Και το κατάλαβα πως ήμουνα για σε
Ο πασατέμπος σου για να περνά η ώρα

Κάθε σου φίλημα το βρίσκω πια πικρό
Και τον καημό μου δεν μπορείς να τον γλυκάνεις
Μαζί μου έρχεσαι μπαμπέσικο μικρό
Γιατί γυρεύεις κόνξες σ' άλλονε να κάνεις

Φύγε λοιπόν αφού το θες αλλού να πας
Κι άσ' τες τις μουρμούρες και τις κλάψες και τις γκρίνιες
Κι όταν θα σμίξεις με τον μάγκα π' αγαπάς
Να μην του πεις ότι για πασατέμπο μ' είχες



Στίχοι: Γιώργος Γιαννακόπουλος.
Μουσική: Μανώλης Χιώτης.

ΑΠΟ ΡΟΔΟ ΓΑΪΔΟΥΡΑΓΚΑΘΟ


FRANCISCO DE QUEVEDO


Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΦΙΛΟΤΕΧΝΕΙ ΤΟ «SIC TRANSIT» ΤΟΥ ΚΑΛΛΟΥΣ


Λευκού χιονιού όψη και έχει φόντο πτίλα κορακίσα·
καραμπογιά του κερατά λογιέται εδώ για φρύδι·
το δέρμα πλαδαρό πετσί και ξαργασμένο ήδη·
τ’ ασήμια της δυό μεταλλίκια πιάνουν πιά ίσα κι ίσα·

γυαλόχαντρες φορά που δεν ξιπάζουν μήτε κίσσα·
μιλάει, και σου θυμίζει πατσαβούρα ή κουνουπίδι·
το κοκκινάδι, ολόπαχο στο μούτρο της, προδίδει
πως το πανάρχαιο μπουμπούκι ζέχνει τώρα κνίσσα.

Χρυσάφι η κόμη της παλιά, και νυν τζιβή σταφίδα·
από το μάτι της η ουρά μονάχα του Οξαπόδω
της λείπει, μπας και γητέψει στρίγκλο με κασίδα.

Δυό δόντια σκύλου φαγωμένα εκεί, και δύο άλλα από ’δω,
σε στόμα ευκοίλιο που αναχαράζει σαν τη γίδα.
Αχ, γαϊδουράγκαθο έγινεν αυτό που υπήρξε ρόδο!...



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

O BAΡΝΑΛΗΣ ΑΠΑΓΓΕΛΛΕΙ ΒΑΡΝΑΛΗ


O BAΡΝΑΛΗΣ ΑΠΑΓΓΕΛΛΕΙ ΒΑΡΝΑΛΗ


Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΚΥΡ-ΜΕΝΤΙΟΥ


Δε λυγάνε τα ξεράδια
και πονάνε τα ρημάδια!
Κούτσα μια και κούτσα δυο
της ζωής το ρημαδιό!

Mεροδούλι, ξενοδούλι!
Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι,
ούλοι: δούλοι, αφεντικό
και μ' αφήναν νηστικό.

Tα παιδιά, τα καλοπαίδια,
παραβγαίνανε στην παίδεια
με κοτρώνια στα ψαχνά,
φούχτες μύγα στ' αχαμνά!

Aνωχώρι, Κατωχώρι,
ανηφόρι, κατηφόρι,
και με κάμα και βροχή,
ώσπου μού 'βγαινε η ψυχή.

Eίκοσι χρονώ γομάρι
σήκωσα όλο το νταμάρι
κι έχτισα, στην εμπασιά
του χωριού, την εκκλησιά.

Kαι ζευγάρι με το βόδι
(άλλο μπόι κι άλλο πόδι)
όργωνα στα ρέματα
τ' αφεντός τα στρέμματα.

Kαι στον πόλεμ' "όλα για όλα"
κουβαλούσα πολυβόλα
να σκοτώνονται οι λαοί
για τ' αφέντη το φαΐ.

Kαι γι' αυτόνε τον ερίφη
εκουβάλησα τη νύφη
και την προίκα της βουνό,
την τιμή της ουρανό!

Aλλά εμένα σε μια σφήνα
μ' έδεναν το Μάη το μήνα
στο χωράφι το γυμνό
να γκαρίζω, να θρηνώ.

Kι ο παπάς με την κοιλιά του
μ' έπαιρνε για τη δουλειά του
και μου μίλαε κουνιστός:
- Σε καβάλησε ο Χριστός!

Δούλευε για να στουμπώσει
όλ' η Χώρα κι οι καμπόσοι.
Μη ρωτάς το πώς και τί,
να ζητάς την αρετή!

- Δε βαστάω! Θα πέσω κάπου!
- Ντράπου! Τις προγόνοι ντράπου!
- Αντραλίζομαι!... Πεινώ!...
- Σούτ! θα φας στον ουρανό!"

Kι έλεα: όταν μιαν ημέρα
παρασφίξουνε τα γέρα,
θα ξεκουραστώ κι εγώ,
του θεού τ' αβασταγό!

Όχι ξύλο! Φόρτωμα όχι!
Θα μου δώσουνε μια κόχη,
λίγο πιόμα και σανό,
σύνταξη τόσω χρονώ!

Kι όταν ένα καλό βράδυ
θα τελειώσει μου το λάδι
κι αμολήσω την πνοή
(ένα πουφ είν' η ζωή),

H ψυχή μου θε να δράμη
στη ζεστή αγκαλιά τ' Αβράμη,
τ' άσπρα, τ' αχερένια του
να φιλάει τα γένια του!

Γέρασα κι ως δε φελούσα
κι' αχαΐρευτος κυλούσα,
με πετάξανε μακριά
να με φάνε τα θεριά.

Kωλοσούρθηκα και βρίσκω
στη σπηλιά τον Αι-Φραγκίσκο:
"Χαίρε φως αληθινόν
και προστάτη των κτηνών!

Σώσε το γέρο κύρ Μέντη
απ' την αδικιά τ' αφέντη,
συ που δίδαξες αρνί
τον κύρ λύκο να γενή!

Tο σκληρόν αφέντη κάνε
από λύκο άνθρωπο κάνε!..."
Μα με την κουβέντα αυτή
πόρτα μού 'κλεισε κι αφτί.

Tότενες το μαύρο φίδι
το διπλό του το γλωσσίδι
πίσω από την αστοιβιά
βγάζει και κουνάει με βιά:

"Φως ζητάνε τα χαϊβάνια
κι οι ραγιάδες απ' τα ουράνια,
μα θεοί κι όξαποδώ
κει δεν είναι παρά δώ.

Aν το δίκιο θες, καλέ μου,
με το δίκιο του πολέμου
θα το βρης. Οπου ποθεί
λευτεριά, παίρνει σπαθί.

Mη χτυπάς τον αδερφό σου!
τον αφέντη τον κουφό σου!
Και στον ίδρω το δικό
γίνε συ τ' αφεντικό.

Χάιντε θύμα, χάιντε ψώνιο
χάιντε Σύμβολον αιώνιο!
Αν ξυπνήσεις, μονομιάς
θά 'ρτη ανάποδα ο ντουνιάς.

Kοίτα! Οι άλλοι έχουν κινήσει
κι έχ' η πλάση κοκκινίσει
κι άλλος ήλιος έχει βγη
σ' άλλη θάλασσ', άλλη γη".

ΠΑΙΖΟΥΝ Ο ΧΑΒΙΕΡ ΚΑΣΑΓΙΑ ΚΑΙ Ο ΧΑΒΙΕΡ ΑΜΟΡΕΤΤΙ


ΠΑΙΖΟΥΝ Ο JAVIER CASALLA & Ο JAVIER AMORETTI: 20 LOCOS 20

ΕΡΝΣΤ ΜΠΛΑΣ!



ERNST BLASS (1890-1939)


AN GLADYS


  O du, mein holder Abendstern ...
        Richard Wagner

So seltsam bin ich, der die Nacht durchgeht,
Den schwarzen Hut auf meinem Dichterhaupt.
Die Straßen komme ich entlang geweht.
Mit weichem Glücke bin ich ganz belaubt.

Es ist halb eins, das ist ja noch nicht spät...
Laternen schlummern süß und schneestaubt.
Ach, wenn jetzt nur kein Weib an mich gerät
Mit Worten, schnöde, roh und unerlaubt!

Die Straßen komme ich entlang geweht,
Die Lichter scheinen sanft aus mir zu saugen,
Was mich vorhin noch von den Menschen trennte;

So seltsam bin ich, der die Nacht durchgeht...
Freundin, wenn ich jetzt dir begegnen könnte,
Ich bin so sanft, mit meinen blauben Augen.


Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η νέα φίλη του ιστολογίου κ. Karol Castillo.