Πέμπτη 30 Απριλίου 2009

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΑΚΙΛΕ ΝΤΕ ΛΟΥΤΣΙΑ



ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ACHILLE DE LUCIA


CHELLA LLA'


St'ammore mme teneva 'ncatenato,
ma ho detto: "Basta!" e mme só' liberato...
Mme pare cchiù turchino 'o cielo,
mme pare cchiù lucente 'o mare...
e 'o core canta p''a felicitá!


Chella llá, chella llá...
mo va dicenno ca mme vò' lassá...
Se crede ca mme faccio 'o sango amaro,
se crede ca 'mpazzisco e po' mme sparo!
Chella llá, chella llá...
Nun sape che piacere ca mme fa...
Mme ne piglio n'ata cchiù bella
e zetèlla restarrá...
Chella llá, chella llá, chella llá!


Ajere, mm'ha mannato nu biglietto
p''a figlia d''o purtiere dirimpetto.
Mme scrive ca nun è felice
e ca vurría, cu me, fá pace...
ma io mme stó' gustanno 'a libbertá!


Chella llá, chella llá...
mo va dicenno ca mme vò' lassá...
Se crede ca mme faccio 'o sango amaro,
se crede ca 'mpazzisco e po' mme sparo!
Chella llá, chella llá...
Nun sape che piacere ca mme fa...
Mme ne piglio n'ata cchiù bella
e zetèlla restarrá...
Chella llá, chella llá, chella llá!


Στίχοι: Umberto Bertini.
Μουσική: Sandro Taccani.

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Η ΤΣΕΤΣΙΛΙΑ ΜΠΑΡΤΟΛΙ


Η CECILIA BARTOLI ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΤΗΝ

CANZONETTA SPAGNUOLA

ΤΟΥ GIOACCHINO ROSSINI


En medio a mis colores, ay,
pintando estaba un día, ay,
cuando la musa mía, ay,
me vino a tormentar, ay.

Ay, con dolor pues dejo
empresa tan feliz
cual es de bellae Nice
las prendas celebrar, ay.

Quiso que yo pintase, ay,
objeto sobrehumano, ay,
pero lo quiso en vano, ay,
lo tuvo que dejar, ay.

Ay, con dolor pues dejo
empresa tan feliz
cual es de bellae Nice
las prendas celebrar, ay.

Conoce la hermosura, ay,
un corazón vagado, ay,
mas su destin malvado, ay,
Ie impide de centar, ay.

Ay, con dolor pues dejo
empresa tan feliz
cual es de bellae Nice
las prendas celebrar, ay.




Cecilia Bartoli, Mezzo soprano.
Jean Yves Thibaudet, Piano.
Teatro Olimpico,Vicenza, Ιταλία, Ιούνιος 1998.

Η ΠΡΑΓΑ ΕΙΝΑΙ Η ΛΕΠΤΗ ΥΓΡΑΣΙΑ ΤΟΥ ΑΠΟΒΡΑΔΟΥ...




ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ


Η ΠΡΑΓΑ


Η Πράγα ανασαίνει με βαθιές εισπνοές σε ρυθμό τριών
    τετάρτων,
μισή της βροχής, μισή της λιακάδας, με τους ίσκιους
    των σύννεφων
στα πάρκα, στις πλατείες και σε μερικούς απ’ τους τρούλους της.

Η Πράγα σκέφτεται σε θαμπό κίτρινο, σε θαμπό πράσινο
    και σε τεφρό μαβί,
σκέφτεται με διαδρόμους μισοφωτισμένους απ’ όνειρα
    λησμονημένα
που οδηγούν σε ξύλινες σκάλες με γύψινα αγάλματα.

Τα ρόπτρα στις πόρτες της είναι μικρά, φειδωλά χέρια
περιβλημένα από αρχαίον άνεμο κι απ’ την αφή του αγνώστου.
Αν χτυπήσεις, ποιός θ’ απαντήσει; Τώρα
τα παλιά ρόπτρα τ’ αντικαταστήσανε με ηλεκτρικά κουδούνια.
    Πώς άραγε
ν’ ακούγεται αυτό το κουδούνισμα κατά το λιόγερμα
μέσα στα ωχρά δωμάτια με τις σεβάσμιες ξυλόγλυπτες καρέκλες
με τις αποσιωπητικές κουρτίνες; Πώς ν’ ακούγεται
το χτύπημα του τηλεφώνου στο βαθύσκιωτο σαλόνι, απόβραδο
    στις 9 παρά 5΄;
Η Πράγα σκέφτεται με μακριά σκουριασμένα κιγκλιδώματα,
με μεγάλα κλειδιά πολυσκάλιστα μυστικών υπογείων,
με βιτρίνες δερμάτινων χαρτοφυλάκων και κρυστάλλινων
    δοχείων,
με μικρά μενεξεδένια κουρεία και βαθιές καστανές μπιραρίες.

Σκέφτεται, σκέφτεται η Πράγα – κι η σκέψη της είναι το
    χρώμα της·
κι αυτό το λεπτό δίχτυ από φλεβίτσες στον δεξή κρόταφό της
είναι ο σπασμός των γραμμάτων: «Μην αδικείς με θλίψη
     τον εαυτό σου».

Τα διπλά τζάμια των στενόμακρων παράθυρων δεν κοιτούν
    προς το δρόμο,
κοιτούν προς το σπίτι. Πίσω απ’ τα τζάμια
κοιτούν αφηρημένες οι γυναίκες,
σημερινές αθλήτριες ή πιανίστριες του παρελθόντος.
    Δε φαίνονται. Ίσως
κοιτούν την έρημη πλατεία της παλιάς Πράγας
όπου ο Κάφκα μονάχος σεργιανάει
κάτω απ’ το κίτρινο ρολόι των Δώδεκα Αποστόλων.

Τα εστιατόρια, τα καπνοπωλεία, τα στιλβωτήρια, τα θέατρα
    της Πράγας
είναι επιχρυσωμένα μ’ ένα χρώμα σκούρο βιολετί
γιατί η ανάσα της Πράγας μεταβάλλει σε χρυσάφι
τις γύψινες γιρλάντες της, τα ανθέμια, τον Βλτάβα
    και τον χρόνο.

Η Πράγα περνάει απ’ τα γεφύρια της αφήνοντας πίσω της
έναν ήχο σημαίας που ξεχάστηκε μετά τη γιορτή σ’ ένα
    μπαλκόνι ή τον ήχο
από ’να κομμάτι σουβά που ξεκολλάει στο φοιτητικό δωμάτιο
    λαϊκής πολυκατοικίας
σ’ αυτό το δωμάτιο το θλιμμένο όπου γυρίζει ακόμα η γάτα
    του Μπίμπλ.

Η Πράγα είναι η λεπτή υγρασία του απόβραδου σ’ ένα πλατύ
    λησμονημένο πάρκο
την ώρα που η κυκλοφορία των κόκκινων τραμ σταματάει,
την ώρα που οι ξυλουργοί βάζουν το μέτρο τους στην
    πίσω τους τσέπη
και πάνω στον ανεμοδείχτη του απέναντι σπιτιού κάθεται
    το φεγγάρι σαν κουκουβάγια.

Η Πράγα είναι η σιωπή του απόβροχου μέσα σ’ ένα πλατύ
    εργαστήριο ραπτικής,
αργά τη νύχτα, που κλείνουν οι πόρτες και τα παράθυρα
     (φεύγει κι ο θυρωρός)
και μένουν πάνω στα μεγάλα τραπέζια τα ημιτελή
    γυναικεία φορέματα
και τ’ άλλα, τελειωμένα κιόλας, κρεμασμένα στους τοίχους,
μυρίζοντας κόλλα, κενό κι αναμονή ανθρωπίνου σώματος.

Εδώ η φιλοδοξία είναι βουβή, ορθογώνια, συγκρατημένη
σαν το τραπέζι του μπιλιάρδου στο κλειστό σφαιριστήριο,
    μετά τα μεσάνυχτα,
ή σαν το φεγγερό μπουκάλι το καθρεφτισμένο
    στα μυωπικά γυαλιά
νεαρού, φυματικού σπουδαστή του Ωδείου
που μελετάει σ’ ένα τεράστιο μαύρο βιολοντσέλο μια σονάτα
ένα ανοιξιάτικο δείλι, ενώ έξω απ’ τα παράθυρά του
γελούν εφτά κορίτσια με στενά γαλάζια παντελόνια.

Ο θάνατος εδώ είναι ένα προσωπείο, σχεδόν ελληνικό,
    από λεπτό χρυσάφι,
κρεμασμένο σ’’ ένα μεγάλο καρφί στη σκοτεινή στοά
    των κρεοπωλείων
όπου περνάνε βιαστικά γυναίκες κι άντρες με αδιάβροχα
    κι ομπρέλες
ή σαν ένας ασάλευτος γλάρος κάτω απ’ τη γέφυρα Καρόλου
    σε ώρα ανεμοστρόβιλου
ή σαν δώδεκα άδεια ποτήρια με θαμπωμένα χείλη
    άντικρυ στο χάραμα
ενώ ακόμη ανάβει απέναντι ο πράσινος γλόμπος
    του διανυκτερεύοντος φαρμακείου.

Η Πράγα αναπτύσσεται, σαν ένα ποίημα, απ’ τα μέσα
    προς τα έξω,
απ’ τη συγκίνηση στο λόγο, απ’ την άχνα στο μάρμαρο,
απ’ την καρτερική σιωπή στα μεγάλα βαθύφωνα ρολόγια,
απ’ το ανεξήγητο ώς τα κουμπιά και τις ζώνες
    των ερωτευμένων,
απ’ την ομίχλη ώς τη στερεότητα των αθώων πραγμάτων
κι ώς τις απέραντες καμπανοκρουσίες των ναών της.


               Πράγα, 16.VII.62



Από την ποιητική συλλογή «Μοναχικά σχέδια».
Από το βιβλίο: Γιάννης Ρίτσος, «Τα ποιήματα», τ. Θ΄, Κέδρος, Αθήνα 1989, σελ. 109-111.

ΣΕΪΦΡΤ!



JAROSLAV SEIFERT


Ι. [PRAHA! TO CHUTNÁ JAK HLT VÍNA]


Praha ! To chutná jak hlt vína,
Opakuji si stokráte
to jméno dechem naváté
a sladší dechu milenčina.
Ať sirény však nad domy,
dají si radši přilbu s čela,
beztak nám ještě nedozněla
siréna našich svědomí.
Kdybych ji viděl jako vázu,
z níž zůstaly jen střep a prach,
kdybych měl přežít jeji zkázu,
prach její sládl by v mé slině.
Je jako pečeťna listině,
i kdyby byla v sutinách.



Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου Μαρίνα Κ.

Τετάρτη 29 Απριλίου 2009

ΠΕΡΙ ΚΑΜΠΗΣ


ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ


ΑΤΖΙΟΡΝΑΜΕΝΤΟ


Καλά έκαμες κι έμεινες, Γρηγόρη.
Την ώρα της καμπής ήταν αποφασιστική η παρουσία σου –
και είναι.
Αν όμως εγώ δεν είχα φύγει;
Αν δεν πούλαγα τη στερνή γραφή του πατέρα μου
για δυό κουλούρια κι ένα εισιτήριο στην «Αλάσκα»;
Αν δεν έτρωγα τόσο χιονόνερο στη μούρη μόνος κι έρημος;
... η καμπή σου θα ρχόταν;
Σ ε  ρ ω τ ά ω.

Χαμήλωνε λοιπόν τα μάτια, φίλε, όταν με βλέπεις
ν’ ακολουθώ τη λιτανεία των ημερών μου.
Υπάρχεις, επειδή πέθανα.



Ανέκδοτο. Από την υπό έκδοση ποιητική συλλογή «Ακουατίντα».

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΦΡΑΝΤΣΕΣΚΟ ΝΤΕ ΓΚΡΕΓΚΟΡΙ


FRANCESCO DE GREGORI, LA STORIA.

Δευτέρα 27 Απριλίου 2009

Η ΑΙΤΙΑ


ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ


Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΠΑΧΟΥΣ


Πού το ξέρω; Να σου πω:
έχω μια πιθανότητα παραπάνω.
Πολύ πριν οσμισθείς εσύ τα βαρομετρικά χαμηλά,
εγώ είχα πάρει των ομματιών μου
ακέραιος και θρυμματισμένος – κατά τύχη βέβαια.
Αργούσες τότε, φίλε, και τώρα βιάζεσαι·
δεν σου φταίει τίποτα ο κανονικός βηματισμός μου.
(Άλλωστε γι’ αυτό χόντρυνα.)



Ανέκδοτο. Από την υπό έκδοση ποιητική συλλογή «Ακουατίντα».

ΡΑΦΑΕΛ ΑΛΒΕΡΤΙ ΚΑΙ ΠΑΚΟ ΙΒΑΝΙΕΘ


RAFAEL ALBERTI & PACO IBÁÑEZ

GALOPE


Las tierras, las tierras, las tierras de España,
las grandes, las solas, desiertas llanuras.
Galopa, caballo cuatralbo,
jinete del pueblo,
al sol y a la luna.

¡A galopar,
a galopar,
hasta enterrarlos en el mar!

A corazón suenan, resuenan, resuenan
las tierras de España, en las herraduras.
Galopa, jinete del pueblo,
caballo cuatralbo,
caballo de espuma.

¡A galopar,
a galopar,
hasta enterrarlos en el mar!

Nadie, nadie, nadie, que enfrente no hay nadie;
que es nadie la muerte si va en tu montura.
Galopa, caballo cuatralbo,
jinete del pueblo,
que la tierra es tuya.

¡A galopar,
a galopar,
hasta enterrarlos en el mar!

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΜΑΡΚΟΣ


ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ


ΑΝΤΙΛΑΛΟΥΝ ΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ


Αντιλαλούνε οι φυλακές
τ' Ανάπλι και Γεντί Κουλές

Αντιλαλούνε τα σήμαντρα
Συγγρού και παραπήγματα

Αν είσαι μάνα και πονείς
έλα μια μέρα να με δεις

Έλα πριν με δικάσουνε
κλάψε να μ' απαλλάξουνε

Κυριακή 26 Απριλίου 2009

ΡΟΥΒΕΝ ΔΑΡΙΟ!



RUBÉN DARÍO


BOUQUET


Un poeta egregio del país de Francia,
que con versos áureos alabó el amor,
formó un ramo armónico, lleno de elegancia,
en su Sinfonía en Blanco Mayor.

Yo por ti formara, Blanca deliciosa,
el regalo lírico de un blanco bouquet,
con la blanca estrella, con la blanca rosa
que en los bellos parques del azul se ve.

Hoy que tú celebras tus bodas de nieve
(tus bodas de virgen con el sueño son),
todas sus blancuras Primavera llueve
sobre la blancura de tu corazón.

Cirios, cirios blancos, blancos, blancos lirios,
cuello de los cisnes, margarita en flor,
galas de la espuma, ceras de los cirios
y estrellas celestes tienen tu color.

Yo, al enviarte versos, de mi vida arranco
la flor que te ofrezco, blanco serafín.
¡Mira cómo mancha tu corpiño blanco
la más roja rosa que hay en tu jardín!


Το υλικό της ανάρτησης μάς ο έστειλε η φίλη του ιστολογίου κ. Adriana Volpe.

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΤΖΟΒΑΝΝΑ ΝΟΤΣΕΤΤΙ


ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η GIOVANNA NOCETTI


NAPULE


Sette creature int' ' a na stanza scura
Sette tormenti pe' na mamma sola
Pure ca fora 'o sole coce 'n cielo
Dint'a sta stanza nun ce trase maje
Sette so 'e spade
'npietto a sta Madonna
Songh' 'e peccate 'e chesta società
Ca piglia 'o meglio e affonna
dint'o core
l'amaro e ' o pianto e
nun ce fa campa'.
Napule, tu si comme 'a 'na criatura
Palummella miezz' ' o cielo
Core e cor 'e chistu core.
Napule, tutt 'o munno te racconta
Parla e sparla ma nun sape
comm'è fatta ' sta città.
Sette spade porta 'npietto
Ma con grande dignità
Tutto 'o popolo l'ha detto
Masaniello ha da turnà.
Si' ' a luce d'a speranza ce po' sta'
E 'a gente onesta t'ha da fa' turna'
Nun se può senza ammore cammena'
E 'o viento torna buono a sta' città.
Sette spade ha 'npietto a sta
Madonna
A una a una l'avimmo a leva'
'O pianto nun ce serve pa' salva'
senza giustizia e senza verità.

Napule, tu si comme 'a 'na criatura
Palummella miezz' ' o cielo
Core e cor 'e chistu core.
Napule, tutt 'o munno te racconta
Parla e sparla ma nun sape
comm'è fatta ' sta città.
Sette spade porta 'npietto
Ma con grande dignità
Tutto 'o popolo l'ha detto
Masaniello ha da turnà.

ΣΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ


ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ (1931)


ΑΦΗΣΑ ΝΑ ΜΗΝ ΞΕΡΩ


Aπό τον κόσμο των γρίφων
φεύγω ήσυχη.
Δεν έχω βλάψει στη ζωή μου αίνιγμα:
δεν έλυσα κανένα.
Oύτε κι αυτά που θέλαν να πεθάνουν
πλάι στα παιδικά μου χρόνια:
έχω ένα βαρελάκι που 'χει δυο λογιών κρασάκι.
Tο κράτησα ώς τώρα
αχάλαστο ανεξήγητο,
γιατί ώς τώρα
δυο λογιών κρασάκι
έχουν λυμένα κι άλυτα που μου τυχαίνουν.
Συμβίωσα σκληρά
μ' έναν ψηλό καλόγερο που κόκαλα δεν έχει
και δεν τον ρώτησα ποτέ
ποιας φωτιάς γιος είναι,
σε ποιο θεό ανεβαίνει και μου φεύγει.

Δεν του λιγόστεψα του κόσμου
τα προσωπιδοφόρα πλάσματά του,
του ανάθρεψα του κόσμου το μυστήριο
με θυσία και με στέρηση.
Mε το αίμα που μου δόθηκε
για να τον εξηγήσω.
Ό,τι ήρθε με δεμένα μάτια
και σκεπασμένη πρόθεση
έτσι το δέχτηκα
κι έτσι τ' αποχωρίστηκα:
με δεμένα μάτια και σκεπασμένη πρόθεση.
Aίνιγμα δανείστηκα,
αίνιγμα επέστρεψα.
Άφησα να μην ξέρω
πώς λύνεται ένα χθες,
ένα εξαρτάται,
το αίνιγμα των ασυμπτώτων.
Άφησα να μην ξέρω τι αγγίζω,
ένα πρόσωπο ή ένα βιάζομαι.

Oύτε κι εσένα σε παρέσυρα στο φως
να σε διακρίνω.
Στάθηκα Πηνελόπη
στη σκοτεινή ολιγωρία σου.
Kι αν ρώτησα καμιά φορά πώς λύνεσαι,
πηγή αν είσαι ή κρήνη,
θα 'ταν κάποια καλοκαιριάτικη ημέρα
που, Πηνελόπες και όχι,
μας κυριεύει αυτός ο δαίμων του νερού
για να δοξάζεται το αίνιγμα
πώς μένουμε αξεδίψαστοι.
Aπό τον κόσμο των γρίφων
φεύγω ήσυχη.
Aναμάρτητη:
αξεδίψαστη.
Στο αίνιγμα του θανάτου
πάω ψυχωμένη.


Aπό το βιβλίο: Κική Δημουλά, «Tο λίγο του κόσμου», Στιγμή, Αθήνα 1994 (πρώτη έκδοση 1971).

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΟΥΦΛΟΥΖΕΛΗΣ



ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΟΥΦΛΟΥΖΕΛΗΣ


ΚΑΗΚΕ ΜΙΑ ΣΥΝΟΙΚΙΑ


Από μιαν απροσεξία
κάηκε μια συνοικία
κάηκε ένα σταυροδρόμι
που ανταμώνανε οι δρόμοι

Κάηκε κι ένα σχολείο
που 'ταν ορφανοτροφείο
κάηκε και μια δασκάλα
με τα μάτια τα μεγάλα
κάηκε και μια δασκάλα
που 'ταν άσπρη σαν το γάλα

Δυο αδέρφια τα καημένα
στη φωτιά αγκαλιασμένα
από μια λογομαχία
μια μεγάλη αδικία
από μιαν απροσεξία
μια μεγάλη αδικία

ΤΡΑΚΛ!



GEORG TRAKL


MELANCHOLIE

Bläuliche Schatten. O ihr dunklen Augen,
Die lang mich anschaun in Vorübergleiten.
Guitarrenklänge sanft den Herbst begleiten
Im Garten, aufgelöst in braunen Laugen.
Des Todes ernste Düsternis bereiten
Nymphische Hände, an roten Brüsten saugen
Verfallne Lippen und in schwarzen Laugen
Des Sonnenjünglings feuchte Locken gleiten.



Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Lena Headey.

Σάββατο 25 Απριλίου 2009

ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΠΟΙΗΜΑ: ΟΤΕΛΟ ΣΑΡΑΪΒΑ ΝΤΕ ΚΑΡΒΑΛΙΟ











ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ZECA AFONSO


GRÂNDOLA, VILA MORENA


Grândola, vila morena
Terra da fraternidade
O povo é quem mais ordena
Dentro de ti, ó cidade
Dentro de ti, ó cidade
O povo é quem mais ordena
Terra da fraternidade
Grândola, vila morena
Em cada esquina um amigo
Em cada rosto igualdade
Grândola, vila morena
Terra da fraternidade
Terra da fraternidade
Grândola, vila morena
Em cada rosto igualdade
O povo é quem mais ordena
À sombra duma azinheira
Que já não sabia a idade
Jurei ter por companheira
Grândola a tua vontade
Grândola a tua vontade
Jurei ter por companheira
À sombra duma azinheira
Que já não sabia a idade




Otelo Saraiva de Carvalho
25 Απριλίου 1974: Revolução dos Cravos



MARCHA 25 DE ABRIL

ΩΣΤΕ ΑΝΕΛΛΗΝΙΣΤΟΙ ΔΕΝ ΕΙΜΕΘΑ, ΘΑΡΡΩ


Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗΣ


ΦΙΛΕΛΛΗΝ


Την χάραξι φρόντισε τεχνικά να γίνει.
Έκφρασις σοβαρή και μεγαλοπρεπής.
Το διάδημα καλλίτερα μάλλον στενό·
εκείνα τα φαρδιά των Πάρθων δεν με αρέσουν.
Η επιγραφή, ως σύνηθες, ελληνικά·
όχ’ υπερβολική, όχι πομπώδης—
μην τα παρεξηγήσει ο ανθύπατος
που όλο σκαλίζει και μηνά στην Pώμη —
αλλ’ όμως βέβαια τιμητική.
Κάτι πολύ εκλεκτό απ’ το άλλο μέρος·
κανένας δισκοβόλος έφηβος ωραίος.
Προ πάντων σε συστήνω να κυττάξεις
(Σιθάσπη, προς θεού, να μη λησμονηθεί)
μετά το Βασιλεύς και το Σωτήρ,
να χαραχθεί με γράμματα κομψά, Φιλέλλην.
Και τώρα μη με αρχίζεις ευφυολογίες,
τα «Πού οι Έλληνες;» και «Πού τα Ελληνικά
πίσω απ’ τον Ζάγρο εδώ, από τα Φράατα πέρα».
Τόσοι και τόσοι βαρβαρότεροί μας άλλοι
αφού το γράφουν, θα το γράψουμε κ’ εμείς.
Και τέλος μη ξεχνάς που ενίοτε
μας έρχοντ’ από την Συρία σοφισταί,
και στιχοπλόκοι, κι άλλοι ματαιόσπουδοι.
Ώστε ανελλήνιστοι δεν είμεθα, θαρρώ.

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ ΤΣΑΟΥΣΑΚΗΣ



ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ ΤΣΑΟΥΣΑΚΗΣ


ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΑΚΙ

Ένα πιτσιρίκι είναι ξαπλωμένο
μες στα χορταράκια παραπονεμένο.
Θέλει να φουμάρει ένα τσιγαράκι,
μα δεν έχει φράγκο, είναι μπατιράκι.

Τού 'ρθε μια ιδέα, κάπου να τη στήσει,
όποιος κι αν περάσει τσιγάρο να ζητήσει.
Μα κακή του τύχη λίγο παραπάνω
στη γωνιά τον δρόμου τρακάρει πολιτσμάνο.

Κάνει το κορόιδο, ζούλα τον κοιτάει,
και με κόλπο έξυπνο τόνε χαιρετάει.
Δίχως να τα χάσει το πιτσιρικάκι,
απ' τον πολιτσμάνο ζητάει τσιγαράκι.



Στίχοι: Αργύρης Νικολέσκο.
Μουσική: Γιώργος Ροβερτάκης.

ΚΗΤΣ!




JOHN KEATS


ON LEAVING SOME FRIENDS AT AN EARLY HOUR


Give me a golden pen, and let me lean
On heap’d up flowers, in regions clear, and far;
Bring me a tablet whiter than a star,
Or hand of hymning angel, when ’tis seen
The silver strings of heavenly harp atween:
And let there glide by many a pearly car,
Pink robes, and wavy hair, and diamond jar,
And half discovered wings, and glances keen.
The while let music wander round my ears,
And as it reaches each delicious ending,
Let me write down a line of glorious tone,
And full of many wonders of the spheres:
For what a height my spirit is contending!
’Tis not content so soon to be alone.



Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Alessandra Ambrosio.

Παρασκευή 24 Απριλίου 2009

Η ΚΑΛΑΣ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΒΕΡΝΤΙ ΣΤΗ ΝΑΠΟΛΗ


Η MARIA CALLAS ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ GIUSEPPE VERDI ΣΤΟ TEATRO SAN CARLO ΤΗΣ ΝΑΠΟΛΗΣ (1949)


ΤΡΕΙΣ ΑΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ NABUCCO


Ben io t'invenni o fatal scritto

Anch'io dischiuso un giorno

Salgo già del trono aurato



Την Ορχήστρα του Θεάτρου Σαν Κάρλο διευθύνει ο Vittorio Gui.

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΤΖΟΥΛΙΕΤΤΑ ΣΑΚΚΟ


Αφιερωμένο στον φίλο μου Θεόδωρο Α. Πέππα, που θα επισκεφθεί χώματα και νερά προσφιλή σε εμένα: την Bella Napule! Επιβάλλεται μετά την... επιβεβλημένη επίσκεψη στο San Carlo -κάτι θα κρεμάσω απόψε!- καφές συνοδευόμενος από σφολιατέλλα φρόλα (ή / και σφολιατέλλα ρίτσα) στο απέναντι κείμενο Gambrinus Caffè. Στην Piazza Dante έχει τα καλύτερα βιβλιοπαλαιοπωλεία. Και στις παρόδους της Via Toledo έχει ωραίες τραττορίες.

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η GIULIETTA SACCO


SERENATA NAPULETANA


Dimme, dimme a chi pienze assettata
sola sola addereto a sti llastre?
'Nfacci' 'o muro 'e rimpetto stampata
veco n'ombra e chest'ombra si' tu!

Fresca è 'a notte: 'na luna d'argiento
saglie 'ncielo e cchiù ghianca addeventa:
e nu sciato, ogne tanto, d' 'o viento
mmiez' a st'aria se sente passà.

Ah, che notte, ah, che notte!
Ma pecché nun t'affacce?
Ma pecché, ma pecché me ne cacce,
Catarì, senza manco parlà?

Ma ce sta nu destino,
e io ce credo e ce spero.
Catarì! Nun è overo!
Tu cuntenta nun si'!

Catarì, Catarì, mm' e' lassato,
tutto 'nzieme st'ammore è fernuto:
tutto 'nzieme t' e' sciveto a n'ato,
mm' e' nchiantato e mm' e' ditto bonnì!

E a chist'ato ca mo' tu vuo' bene
staie penzanno e, scetata, ll'aspiette;
ma chist'ato stasera nun vene
e maie cchiù, t' 'o dico io, venarrà!

No! Nun vene, nen vene.
Ll'aggio visto p' 'a strata
cammenà core a core cu' n'ata
e, rerenno, parlaveno 'e te.

Tu si' stata traduta!
Tu si' stata lassata!
Tu si' stata 'nchiantata!
Pure tu! Pure tu!

ΣΕ ΛΑΟΥΣ, ΗΘΗ, ΓΛΩΣΣΕΣ


GARCILASO DE LA VEGA


ΣΤΕΡΙΕΣ ΚΑΙ ΘΑΛΑΣΣΕΣ ΑΦΗΚΑ ΠΙΣΩ ΤΟΣΕΣ


  Στεριές και θάλασσες αφήκα πίσω τόσες
και τ’ αγαθά του Γιαραμπή όλα που ’χα νά ’χω·
και του χωριού αφήκα πίσω μου το βράχο
και φεύγω ταξιδιώτης σε λαούς, ήθη, γλώσσες.
  Για να γυρίσω πίσω δεν το βλέπω, μ’ όσες
και να μου δώσει η φαντασία μου ελπίδες· τά ’χω
τα κόζα μετρημένα προσηκόντως: σε χω-
ματένια αυλάκια θα βρεθώ, σε κοντραφόσσες.
  Απάντων των δεινών μου τέρμα θά ’χα, μόνο
αν σ’ έβλεπα, Κυρά μου (ακόμα και ως ελπίδα
αντάμωσης) – α υ τ ό μπορώ απλώς να ελπίζω.
  Πλην ούτε κι έτσι σ’ ανταμώνω, κι έχω πόνο
μεγάλο. Σαν είδα ότι βούλιαζα, σανίδα
το Χάρο βρήκα... Σάμπως, όμως, τον ορίζω;!...



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

ΓΡΑΦΩ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ


ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ


ΥΠΟΘΗΚΗ


Είπε: Πιστεύω στην ποίηση, στον έρωτα, στο θάνατο,
γι’ αυτό ακριβώς πιστεύω στην αθανασία. Γράφω ένα στίχο,
γράφω τον κόσμο· υπάρχω· υπάρχει ο κόσμος.
Από την άκρη του μικρού δαχτύλου μου ρέει ένα ποτάμι.
Ο ουρανός είναι εφτά φορές γαλάζιος. Τούτη η καθαρότητα
είναι και πάλι η πρώτη αλήθεια, η τελευταία μου θέληση.

              31.ΙΙΙ.69



Από τη συλλογή: «Κιγκλίδωμα».
Από το βιβλίο: Γιάννης Ρίτσος, «Ποιήματα», τ. Ι, Κέδρος, Αθήνα 1989, σελ. 141.

Η ΓΚΑΟΥ ΚΟΣΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΤΟΜ ΖΟΥΜΠΙΜ


Η GAL COSTA ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ TOM JOBIM


DESAFINADO


Quando eu vou cantar, você não deixa
E sempre vêm a mesma queixa
Diz que eu desafino, que eu não sei cantar
Você é tão bonita, mas tua beleza também pode se enganar

Se você disser que eu desafino amor
Saiba que isto em mim provoca imensa dor
Só privilegiados têm o ouvido igual ao seu
Eu possuo apenas o que Deus me deu

Se você insiste em classificar
Meu comportamento de anti-musical
Eu mesmo mentindo devo argumentar
Que isto é Bossa Nova, isto é muito natural

O que você não sabe nem sequer pressente
É que os desafinados também têm um coração
Fotografei você na minha Rolley-Flex
Revelou-se a sua enorme ingratidão

Só não poderá falar assim do meu amor
Este é o maior que você pode encontrar
Você com a sua música esqueceu o principal
Que no peito dos desafinados
No fundo do peito bate calado
Que no peito dos desafinados também bate um coração

ΑΝΤΡΕ ΣΕΝΙΕ!




ANDRÉ CHENIER (1762–1794)


L’AMOUR ENDORMI


Là reposait l'Amour, et sur sa joue en fleur
D'une pomme brillante éclatait la couleur.
Je vis, dès que j'entrai sous cet épais bocage,
Son arc et son carquois suspendus an feuillage.
Sur des monceaux de rose au calice embaumé
Il dormait. Un souris sur sa bouche formé
L'entr'ouvrait mollement, et de jeunes abeilles
Venaient cueillir le miel de ses lèvres vermeilles.



Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Angela Martini.

ΕΡΗΜΙΑ


ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ


ΜΕ ΚΥΚΛΩΝΕΙ ΑΠΟΨΕ


Έξω αιώνια βρέχει, έξω ερημιά·
θαρρώ πως χάθηκα για πάντα.
Mε ζώνει πάλι ο φόβος, με κυκλώνει.
Πύρινη γλώσσα απειλεί το σπίτι μου.
Tο παίρνει, το αιωρεί πάνω απ' την πόλη.

Ποιός ξέρει τί κατάντησα και δεν το νιώθω.

Ένας απόψε να με άγγιζε στον ώμο,
αμέσως θα κατέρρεα στα πόδια του.



Από το βιβλίο: Γιώργος Ιωάννου, «Tα Xίλια Δέντρα και άλλα ποιήματα», Kέδρος, Αθήνα, 1988.

ΙΔΙΩΣ ΤΟ ΒΡΑΔΥ


ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΘΕΜΗΣ ΑΝΔΡΕΑΔΗΣ


ΕΙΜΑΙ ΠΟΛΥ ΩΡΑΙΟΣ


Είμαι πολύ ωραίος
βεβαίως βεβαίως
Είμαι πολύ ωραίος
Είμαι Αλαίν Νταιλόν
Τις κούκλες δύο δύο
Τις έχω στο γραφείο
Θα πάρω και βραβείο
Από την Οντεόν

Ρεφραίν
Είσαι πολύ ωραίος
Αλήθεια;
βεβαίως
είμαι πολύ ωραίος
Αλήθεια;
βεβαίως

Είμαι πολύ ωραίος
ιδίως το βράδυ
Με λένε Ανδρεάδη
Με λένε Έρολ Φλυνν
Αυτόγραφα υπογράφω
Στον κινηματογράφο
Πληρώνω φωτογράφο
Πίνω βερμούτ και τζιν

Είμαι πολύ ωραίος
το ξέρει το ξέρει
Διαβάζω και Σεφέρη
Και άλλους ποιητάς
Για μένα γράφει ο τύπος
Είμαι ωραίος τύπος
Και της καρδιάς μου ο χτύπος
Λέει πως μ' απατάς

Είμαι πολύ ωραίος
βεβαίως βεβαίως
Θα τραγουδάω έως
Ότου εξαντληθώ
Λέω στο Λογοθέτη
Ακόμα λίγα έτη
Μετά θα βρω μια Μπέττυ
Για να την παντρευτώ



Στίχοι: Γιάννης Λογοθέτης.
Μουσική: Λυκούργος Μαρκέας.

Πέμπτη 23 Απριλίου 2009

ΠΑΟΥΛ ΤΣΕΧ!




PAUL ZECH (1881-1946)


DIE NÜCHTERNE STADT


Straßauf, straßab durchstreifen wir die Stadt,
die graue Stadt, die Stadt zermürbter Brücken.
Verlumpte Bettler drohen giftig mit den Krücken
und Händler drücken uns an Häusern platt.

Aus Wirtshausfenstern wirbelt fetter Bratgeruch
und Lustgebrüll aus hundert Singspielhallen.
Wir müssen schnell die Riemen fester schnallen
und ducken uns vor Fremdenhaß und Lästerfluch.

Den Korso überwölkt Geheul von Schiffsfanfaren
und Bahngeräusch bleit sich in unsre Nerven rücksichtslos.
Aus Pflasterritzen wuchert Unkraut riesengroß.

Verkrüppelt stehn paar Linden am Kanal.
Verstimmte Glocken überwimmern Lust und Qual
und nirgend sieht man Kinder, die sich um ein Spielwerk scharen.


Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Laetitia Milot.

ΘΕΡΜΗ ΓΥΝΑΙΚΑ ΑΓΑΠΗΤΗ


ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ


ΟΙ ΓΑΤΕΣ ΤΩΝ ΦΟΡΤΗΓΩΝ


Oι ναυτικοί στα φορτηγά πάντα μια γάτα τρέφουν,
που τη λατρεύουνε, χωρίς να ξέρουν το γιατί,
κι αυτή, σαν απ' τη βάρδια τους σχολάνε κουρασμένοι,
περήφανη στα πόδια τους θα τρέξει να τριφτεί.

Tα βράδια, όταν η θάλασσα χτυπάει τις λαμαρίνες,
και πολεμάει με δύναμη να σπάσει τα καρφιά,
μέσα στης πλώρης τη βαριά σιγή, που βασανίζει,
είναι γι' αυτούς σα μια γλυκιά γυναίκεια συντροφιά.

Eίναι περήφανη κι οκνή, καθώς όλες οι γάτες,
κι είναι τα γκρίζα μάτια της γιομάτα ηλεκτρισμό·
κι όπως χαϊδεύουν απαλά τη ράχη της, νομίζεις
πως αναλύεται σ' ένα αργό και ηδονικό σπασμό.

Στο ρεμβασμό και στο θυμό με τη γυναίκα μοιάζει
κι οι ναύτες περισσότερο την αγαπούν γι' αυτό·
κι όταν αργά και ράθυμα στα μάτια τούς κοιτάζει,
θαρρείς έναν παράξενο πως φέρνει πυρετό.

Tης έχουν πάντα στο λαιμό μια μπακιρένια γύρα,
για του σιδέρου την κακήν αρρώστια φυλαχτό,
χωρίς όμως, αλίμονο, ποτέ να κατορθώνουν
να την φυλάξουν απ' το μαύρο θάνατο μ' αυτό.

Γιατί είναι τ' άγρια μάτια της υγρά κι ηλεκτρισμένα
κι έτσι άθελα το σίδερο το μαύρο το τραβά,
κι ουρλιάζοντας τρελαίνεται σ' ένα σημείο κοιτώντας
φέρνοντας δάκρυα σκοτεινά στους ναύτες και βουβά.

Λίγο πριν απ' το θάνατον από τους ναύτες ένας,
―αυτός οπού 'δε πράματα στη ζήση του φριχτά―
χαϊδεύοντάς την, μια στιγμή στα μάτια την κοιτάζει
κι ύστερα μέσ' στη θάλασσα την άγρια την πετά.

Kαι τότε οι ναύτες, που πολύ σπάνια λυγά η καρδιά τους,
πάνε στην πλώρη να κρυφτούν με την καρδιά σφιχτή,
γεμάτη μια παράξενη πικρία που όλο δαγκώνει,
σαν όταν χάνουμε θερμή γυναίκα αγαπητή.

ΠΑΙΖΕΙ Ο ΠΑΚΟ ΔΕ ΛΟΥΘΙΑ


PACO DE LUCIA: TANGO-FLAMENCO

ΚΑΡΛ ΚΡΑΟΥΣ!




KARL KRAUS (1874-1936)


SEHNSUCHT


Es war einmal.
Ich leb' am Tage vom Gedanken,
nachts von der Qual;
oft träum' ich nur vom Traum.
Du gehst dahin und bist dir selbst es kaum.
Im meinem Wahn jedoch, dem fieberkranken,
sind deine Wesen ohne Zahl.



Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Dana Ferrara, η οποία μας έγραψε ότι το πορτραίτο του ποιητή το έχει φιλοτεχνήσει ο Oskar Kokoschka.

ΖΩΗ ΣΤΗ ΛΗΘΗ ΝΑ ΘΑΦΤΕΙ


WILLIAM SHAKESPEARE


ΣΟΝΝΕΤΟ 3


Πες στη μορφή που βλέπεις στον καθρέφτη,
είν’ ώρα διάδοχο να κάνει - διότι
αν δε βιαστείς θα πουν για σε, τον κλέφτη,
πως μιας γυναίκας κόβεις τη μητρότη.

Ποια κόρη αγνή στον άθιχτό της τράφο,
σαν το γεωργό να σπείρεις, δε θ’ αφήσει;
Και ποιος ανόητος νάρκισσος σε τάφο
ως θες εσύ - το μέλλον θε να κλείσει;

Καθρέφτισμα της μάνας σου, διακρίνει
την ομορφιά της, μέσα σου, την πρώτη.
Γέρος κι εσύ θα βλέπεις -σαν κι εκείνη-
μες στο παιδί σου τη χρυσή σου νιότη.

Μα αν θες ζωή στη λήθη να θαφτεί,
εργένης πας κι η ειδή σου πάει κι αυτή.



Μετάφραση: Παναγιώτης Πάκος.

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΟΜΠΡΕΤΤΑ ΚΟΛΛΙ



ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Η OMBRETTA COLLI: LU PRIMO AMORE

Τετάρτη 22 Απριλίου 2009

ΟΙ ΚΡΟΤΑΦΟΙ ΜΟΥ ΑΦΟΥ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΚΑΝ ΑΣΠΡΙΣΕΙ


FRANCESCO PETRARCA


LΧΧΧΙΙΙ. ΟΙ ΚΡΟΤΑΦΟΙ ΜΟΥ ΑΦΟΥ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΚΑΝ ΑΣΠΡΙΣΕΙ


  Οι κρόταφοί μου αφού δεν έχουν καν ασπρίσει
(αν και ο χρόνος λίγο-λίγο τους γκριζάρει),
μπορεί ο Έρωτας να βγάζει βέλη απ’ το θηκάρι
να με βαράει συνέχεια... να μ’ εκμηδενίσει.
  Να με λαβώσει πια, όσο και να με χτυπήσει
δεν δύναται· ούτε την καρδιά μου πια να πάρει
με δόλο γίνεται. Κι αν όνομα έχει, χάρη
δεν έχει, και ποτέ του δεν θα με νικήσει!
  Αδειάσαν από δάκρυα οι κόγχες μου, μα μόνα
το δρόμο τους θα βρουν να τρέξουν και να κλάψουν
ξανά – και τίποτα το διάβα τους δεν φράζει.
  Αχτίδες άγριες ίσως πάλι να με ανάψουν,
μα να καώ δεν πρόκειται. Κι η πιο ωμή εικόνα
δεν με ξυπνάει, όσο κι αν τον ύπνο μού ταράζει.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Ο πίνακας, που κοσμεί την ανάρτηση είναι «Η Παρέλαση (1990) του Αιμίλιου Τότση, που είναι ένα καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Νίκου Παπαδόπουλου.

ΕΝΑΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΜΟΥΡΟΛΟ!


ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ROBERTO MUROLO


MARECHIARE


Quanno sponta la luna a Marechiare
pure li pisce nce fann' a l'ammore,
se revotano l'onne de lu mare,
pe la priezza cagneno culore
quanno sponta la luna a Marechiare.

A Marechiare nce sta na fenesta,
pe' la passione mia nce tuzzulea,
nu carofano adora int'a na testa,
passa l'acqua pe sotto e murmuléa,
A Marechiare nce sta na fenesta
Ah! Ah!
A Marechiare, a Marechiare,
nce sta na fenesta.

Chi dice ca li stelle so lucente
nun sape l'uocchie ca tu tiene nfronte.
Sti doje stelle li saccio io sulamente.
dint'a lu core ne tengo li ponte.
Chi dice ca li stelle so lucente?

Scetate, Carulì, ca l'aria è doce.
quanno maie tanto tiempo aggio aspettato?
P'accompagnà li suone cu la voce
stasera na chitarra aggio portato.
Scetate, Carulì, ca l'aria è doce.
Ah! Ah!
O scetate, o scetate,
scetate, Carulì, ca l'area è doce.



Στίχοι: Salvatore Di Giacomo.
Μουσική: Francesco Paolo Tosti.

ΜΑΤΣΑΔΟ!




ANTONIO MACHADO


MIS POETAS


El primero es Gonzalo de Berceo llamado,
Gonzalo de Berceo, poeta y peregrino,
que yendo en romería acaeció en un prado,
y a quien los sabios pintan copiando un pergamino.

Trovó a Santo Domingo, trovó a Santa María,
y a San Millán, y a San Lorenzo y Santa Oria,
y dijo: Mi dictado non es de juglaría;
escrito lo tenemos; es verdadera historia.

Su verso es dulce y grave; monótonas hileras
de chopos invernales en donde nada brilla;
renglones como surcos en pardas sementeras,
y lejos, las montañas azules de Castilia.

Él nos cuenta el repaire del romeo cansado;
leyendo en santorales y libros de oración,
copiando historias viejas, nos dice su dictado,
mientras le sale afuera la luz del corazón.



Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Anahi Gonzalez.

ΑΠ' ΤΗ ΣΥΜΜΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΤΩΝ ΠΛΕΟΝΕΧΤΩΝ ΚΑΙ ΣΑΛΤΑΔΟΡΩΝ


ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ


ΜΕ ΟΛΗ ΜΟΥ ΤΗ ΦΩΝΗ


Μεις, με τη δόξα, θα λογαριαστούμε αλλιώς
δικιά μας δα κι αυτή έχει λάχει
κι ας γίνει για όλους μας ένα μνημείο κοινό
ο σοσιαλισμός
που εδραιώσαμε στη μάχη.
Απόγονοι,
ελέγξετε καλά τα λεξικά σας :
μέσ’ απ’ τη λήθη
θ’ αναδυθούν
φάσματα-λέξεις σαν αυτές :
«πορνεία»,
«φυματίωση»,
«αποκλεισμός», όχι άλλες.
Για σας,
τους σβέλτους
και γερούς, για δες,
ο ποιητής
έγλειψε με τη γλώσσα των πλακάτ
τις φθισικές ροχάλες.
Όσο μακραίνει
των χρόνων η ουρά,
τόσο θα μοιάζω
με τ’ απολιθωμένα εκείνα τέρατα.
Άντε, λοιπόν, συντρόφι,
να τη διαβούμε πιο γοργά
όση ζωή μας μένει
με πεντάχρονα.
Τα γραφτά μου
κέρδος δε μού ’φεραν
ούτ’ ένα ρούβλι για μισό,
ούτε, βεβαίως, από μαόνι
έπιπλα λεία,
κι εξόν από φρεσκοπλυμένο
ένα πουκάμισο,
λόγω τιμής
δεν έχω τίποτ’ άλλο χρεία.
Όταν θα παρουσιαστώ
στου φωτεινού σας
μέλλοντος
την κεντρική επιτροπή
θα ρθω, πάνω απ’ τη συμμορία της ποίησης
των πλεονεχτών και σαλταδόρων,
σείων
σα μπολσεβίκικη ταυτότητα
κομματική,
τους εκατό τόμους μαζί
όλως μου των
κομματικών βιβλίων.



Μετάφραση: Γιάννης Ρίτσος.
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος.
Τραγούδι: Μαρία Δημητριάδη.

ΤΩΝ ΘΛΙΨΕΩΝ ΟΙ ΠΗΓΕΣ


ΙΩΑΝΝΗΣ ΓΡΥΠΑΡΗΣ (1870-1942)


ΤΟ ΑΠΟΒΡΟΧΟ


Tη νύχτ' απόψε ― η θλίψη της μ' ανάστησε η τρανή,
τη θλίψι μας σα να είχε μελετήση―
τη νύχτ' απόψε ανοίξανε οι έβδομοι ουρανοί
και πόντισε νερό κατακλυσμός τη χτίση.

Στα σκοτεινά εξεχείλισαν των θλίψεων οι πηγές
και χύθηκαν οι κρατημένοι οι θρήνοι
κ' ελπίδα πια δεν έμεινε για νέες πάλι αυγές
τη νύχτα, που είπες η στερνή πως θα είχε μείνη.

Mα έδωκε και ξημέρωσε η ανέλπιστη η αυγή
και στη δροσιά του απόβροχου λουσμένη
σα θάμα νέο πεντοβολά κι αναγαλλιάζ' η γη,
όσ' ο χρυσός ο θρίαμβος του Ήλιου προβαίνει.

Στο μυριοθορυβούμενο κ' ηλιόβολο γιαλό
οι ναύτες τα πανιά των πλοίων ανοίγουν
και ιδές! φαντάζουν τ' άρμενα στο κύμα το ψηλό
πως πρίμα καρτερούνε τον καιρό να φύγουν.

Πώς μας πλανεύει το όνειρο της ευτυχίας ξανά
σαν να ήταν μια φορά να μας γελάση!
σε νέα ταξείδια μάς καλούν τα πλοία στα γαλανά
τα κύματα, που ως να ήπιαν φως κ' έχουν χορτάση.

Kι αν τα κρατούνε οι άγκυρες τ' άρμενα εκεί στη γης
κι αν τα τιμόνια στη στεριά βγαλμένα,
κρυφή λαχτάρα επέρασε τα βάθη μιας ψυχής
κι ανατριχιάζουν τα φτερά τα διπλωμένα.

K' ήρθε κ' εστάθη η μια ψυχή σ' απόψηλη κορφή
και τις ζυγές φτερούγες δοκιμάζει,
ξεχνόντας που τις λάβωσε ― ψυχή, πικρή αδερφή!
τ' αστροπελέκι το παλιό και το χαλάζι.



Από το βιβλίο: Ιωάννης Γρυπάρης, «Σκαραβαίοι και τερρακότες», Αθήνα, Ι.Ν.Σιδέρης, [1919].

Τρίτη 21 Απριλίου 2009

ΚΙ ΑΝ ΚΑΝΕΙ ΠΩΣ ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΕΙ...


ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ


ΛΑΟΣ


Μικρός λαός και πολεμά δίχως σπαθιά και βόλια
για όλου του κόσμου το ψωμί,το φως και το τραγούδι.
Κάτω απ' τη γλώσσα του κρατεί τους βόγγους και τα ζήτω
κι αν κάνει πως τα τραγουδεί ραγίζουν τα λιθάρια.


Από τη συλλογή: «Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας».
Από το βιβλίο: Γιάννης Ρίτσος, «Ποιήματα», τ. Ι, Κέδρος, Αθήνα 1989, σελ. 156.

ΟΙ ΛΕΜΟΝΙΕΣ ΜΕΘΟΥΝ Τ' ΑΗΔΟΝΙΑ


ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ


ΤΟ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑ ΜΙΑΣ ΚΟΡΗΣ ΕΙΝΑΙ Η ΧΑΡΑ ΤΟΥ ΑΝΔΡΟΣ ΤΗΣ


Πριν πέσει η άγκυρα της ακταιωρού στην θάλασσα
Kαι σύρουν την επιτελίδα της τ’ άλογα των Kαρχηδονίων
Tα δροσερά φανάρια των ακρωτηρίων
Δέχονται τον αφρό και τις φωνές των γλάρων
Δέχονται τα δώρα που προσφέρουνε στους μελλονύμφους
Tώρα που η σάλπιγξ αντηχεί και σκάνε τα σαλπίσματα
       σαν ρόδια
Γιατί το σκότος διερράγη
Kαι το ξημέρωμα στο κέντρον του νησιού
Θυμίζει τους ανέμους που σηκώνουν
Tους πέπλους μιας νύφης σε χώρα τροπική
Aπαλά σαν κουνουπιέρες θερινού καταυλισμού
Aπαλά σαν χείλη που υποθρώσκουν επί λευκής σαρκός
Aπαλά σαν δάχτυλα που εμβαπτίζονται σε γάλα
Tέλος λύνει την κόμη της η νύφη
K' οι λεμονιές μεθούν τ' αηδόνια
Tα έντομα μαζεύουν τα πτερά τους
Tα καταρρίπτει επί του χώματος η ζέστη
H δόνησις των εκρήξεων ογκώδους ηφαιστείου
Διέρχεται δια των χειλέων της διώρυγος
Παρά τας ιαχάς δύο βουκόλων
Tώρα που παραμερίζονται τα κράσπεδα των βουνών
       από την λάβα
Eνώ η εγκαρτέρησις του ενός και η ανυπομονησία του άλλου
Πλαγιοδρομούν μπροστά στο σήκωμα της κεφαλής
       μιας άρκτου.



Από το βιβλίο: Ανδρέας Εμπειρίκος, «Ενδοχώρα», Άγρα, Αθήνα 1980.

ΑΡΑΓΚΟΝ!




LOUIS ARAGON



PARTI-PRIS


Je danse au milieu des miracles
Mille soleils peints sur le sol
Mille amis Mille yeux ou monocles
m'illuminent de leurs regards
Pleurs du pétrole sur la route
Sang perdu depuis les hangars
Je saute ainsi d'un jour a` l'autre
rond polychrome et plus joli
qu'un paillasson de tir ou l'âtre
quand la flamme est couleur du vent
Vie ô paisible automobile
et le joyeux péril de courir au devant

Je brûlerai du feu des phares.


Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Katharine McPhee.

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΙΒΟ ΡΟΜΠΙΤΣ



ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο IVO ROBIĆ: SAMO JEDNOM SE LJUBI

ΑΦΘΟΝΙΑ


Κ.Ι. ΔΑΛΚΟΣ


ΚΟΜΠΟΙ


Περίσεψαν των λόγων οι εξάρσεις,
η έξαψη των λίθων και των φιαλών,
οι παραλείψεις πράξεων, οι αντιστάσεις,
οι νέοι κόμποι στη σειρά των άλυτων παλιών.

Πνιγήκαμε στον θάλαμο της αυταπάτης
με τον ωραίο λαιμοδέτη των ιδεωδών.
Αν φθίνη η πίστη σου βαθιά, συμμέτρως πράττεις
κι οι επιφάσεις αφθονούν των χειρονομιών.



Από το βιβλίο: Κ.Ι. Δάλκος, «Ως εν παρόδω», Αθήνα 2004, σελ. 39.

Δευτέρα 20 Απριλίου 2009

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ ΜΕ ΣΦΥΡΙΓΜΑΤΑ ΠΛΟΙΩΝ




Η ανάρτηση αφιερώνεται στον Άνθρωπο Χωρίς Ιδιότητες.


ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ


ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ


Αποχαιρετηστήρια χρώματα των δειλινών. Καιρός να ετοιμάσεις
τις τρεις βαλίτσες – τα βιβλία, τα χαρτιά τα πουκάμισα–
και μην ξεχάσεις εκείνο το ρόδινο φόρεμα που τόσο σου πήγαινε
παρ’ ότι το χειμώνα δε θα το φορέσεις. Εγώ,
τις λίγες μέρες που μας μένουν ακόμη, θα ξανακοιτάξω
τους στίχους που έγραψα Ιούλιο κι Αύγουστο
αν και φοβάμαι πως τίποτα δεν πρόσθεσα, μάλλον
πως έχω αφαιρέσει πολλά, καθώς ανάμεσά τους διαφαίνεται
η σκοτεινή υποψία πως αυτό το καλοκαίρι
με τα τζιτζίκια του, τα δέντρα του, τη θάλασσά του,
με τα σφυρίγματα των πλοίων του στα ένδοξα λιογέρματα,
με τις βαρκάδες του στο φεγγαρόφωτο κάτω απ’ τα μπαλκονάκια
και με την υποκριτική ευσπλαχνία του, θά ’ναι το τελευταίο.

          Καρλόβασι, 3.ΙΧ.89



Από την ανέκδοτη συλλογή «Σφυρίγματα πλοίων».
Από το βιβλίο: «Ανθολόγιο Γιάννη Ρίτσου», επιλογή Χρύσα Προκοπάκη, Κέδρος Αθήνα 2000, σελ. 443.

ΠΕΝΤΕ ΜΑΓΚΕΣ ΣΤΟΝ ΠΕΡΑΙΑ - ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ ΤΟΥ ΓΙΟΒΑΝ ΤΣΑΟΥΣ ΜΕ ΤΟΝ ΑΝΤΩΝΗ ΚΑΛΥΒΟΠΟΥΛΟ


Ο ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΑΛΥΒΟΠΟΥΛΟΣ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΓΙΟΒΑΝ ΤΣΑΟΥΣ


ΠΕΝΤΕ ΜΑΓΚΕΣ ΣΤΟΝ ΠΕΡΑΙΑ


Πέντε μάγκες στον Περαία
πέρασαν απ’ τον τεκέ
ένας είπε απ’ την παρέα
πα’ να πιούμε ναργιλέ.

Μπήκαν μέσα να φουμάρουν
φώναξαν του τεκετζή
πιάσε ναργιλέ αφράτο
με Περσίας τουμπεκί.

- Γειά σου Αντωνάκη μου λεβέντη!

Δύο τάλλαρα τον δίνεις
τρία θα πληρώσουμε
αν η γκλάβα μας γεμίσει
θα σε προτιμήσουμε.

Φούμαραν και ήταν τζούρα
φώναξαν τον τεκετζή
δεν κατάλαβαν μαστούρα
ήταν σκέτο τουμπεκί.

- Γειά σου Γιοβάν Τσαούς!

Εσύ νόμιζες πως έχεις
τίποτα κορτάκηδες
ούτε πιτσιρίκια έχεις
μήτε και πρεζάκηδες.

Πάμε ’κεί στου Κουνελάκη
έχω ζούλα ναργιλέ
πάμε μάγκες να τον πιούμε
να μην πάμε στον τεκέ.

Εσύ νόμιζες πως έχεις
τίποτα κορτάκηδες
ούτε πιτσιρίκια έχεις
μήτε και πρεζάκηδες.

Αν θα κλείσουν τους τεκέδες
Πειραιά Κρεμμυδαρού
τότε πια θα κουβαλάω
στην σπηλιά την κουρελού.

- Όοοπα!



Στην πρώτη εκτέλεση, το 1935.

ΧΟΥΑΝΑ ΔΕ ΙΒΑΡΒΟΥΡΟΥ!




JUANA DE IBARBOUROU (1895-1979)


RECONQUISTA


No sé de donde regresó el anhelo
De volver a cantar como en el tiempo
en que tenía entre mi puño el cielo
Y con una perla azul el pensamiento.

De una enlutada nube, la centella,
Súbito pez, hendió la noche cálida
Y en mí se abrió de nuevo la crisálida
Del verso alado y su bruñida estrella.

Ahora ya es el hino centelleante
Que alza hasta Dios la ofrenda poderosa
De su bruñida lanza de diamante.

Unidad de la luz sobre la rosa.
Y otra vez la conquista alucinante
De la eterna poesía victoriosa.


Montevideo, 1960.


Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Tatiana da Silva.