Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου 2007

ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΦΩΛΙΕΣ ΣΤΟ ΞΑΝΑΔΟΥ



SAMUEL TAYLOR COLERIDGE


Ο ΚΟΥΜΠΛΑ ΧΑΝ



Ο Κούμπλα Χαν στο Ξαναδού είχε κάμει
παλάτι αρχοντικό και του έρωτα φωλιές,
εκεί όπου ο Αλφ κυλούσε, το ιερό ποτάμι,
μέσ’ από θεόρατες σπηλιές
σε ανήλιες κάτω ακρογιαλιές.
Δυό φορές πέντε μίλια γης παχιά
ζωσμένη ήταν με πύργους και τοιχιά·
και μέσα ρυάκια φιδωτά σε κήπους λαμπυρίζαν,
όπου μυριστικών δεντρών μεθούσ’ η ανθοβολή·
και μέσα λόγγοι εδώ κι εκεί στον ήλιο πρασινίζαν,
σαν τα βουνά, τόσο παλιοί.
Μα, ω! η ρομαντική χαράδρα, η βουλιαγμένη
κάτω απ’ των κέδρων τη σκεπή, στην πράσινη πλαγιά!
τι αγριοτοπιά! ιερή και μαγεμένη,
λες κι είναι από γυναίκας θρήνο στοιχειωμένη,
που κλαίει γι’ αγάπη ξωτικού σε χασοφεγγαριά!
Κι απ’ τη χαράδρα με άπαυτην αντάρα χοχλακώντας,
σαν η ίδια η γης να ξεφυσά με κόπο αγκομαχώντας,
μεγάλη ανάβρα ορμητικά τινάζει τα νερά της·
και στο ανεβοκατεβαστό γοργό ξεπέταμά της
πελώρια βράχια αναπηδούν, στην πλάκα όπως χαλάζι,
ή όπως διράβδι τα σπυριά στο άχυρο αναταράζει:
και μες στο χοροπήδημα των κοτρωνιών, ολοένα
ξεχύνει ξάφνου ο ποταμός με ορμή νερά αφρισμένα.
Όλο μαιάντρους το ιερό ποτάμι πέντε μίλια
σε λόγγους και σε λαγκαδιές κλωθοκυλά,
στα θεόρατα έφτανε από ’κεί τα σπήλια
και με βροντή βούλιαζε πια σε πέλαα σιωπηλά:
και στη βροντή του ο Κούμπλας γρίκαε μακρινές
προγονικές και πολεμόχαρες φωνές!

Ο ίσκιος τού παλατιού ως άλλάργα
στα κύματα έπλεχε, κι εκεί
απ’ τις σπηλιές κι απ’ την ανάβρα
σμιχτή γρικιόταν μουσική.
Μαστοριάς σπάνιας ήταν θάμα,
λιοπάλατο και κρουσταλλοσπηλιές αντάμα!

Μιά αρχοντοπούλα με τη λύρα
στ’ όνειρό μου είδα μιά φορά!
Της Αβησσύνιας ήταν κόρη
κι έψελνε της Αβόρας τα όρη,
κρούοντας τα τέλια τ’ αργυρά.
Να ξανακούσω μέσα μου αν μπορούσα
και τη φωνή και το σκοπό,
απ’ αναγάλλια τόσο θα σκιρτούσα,
που με πλατύν αχό και χαρωπό
θά ’σταινα το παλάτι στον αέρα,
λιοπάλατο και κροσταλλοσπηλιές!
Κι όσοι γρικούσαν, θα τα βλέπαν εδωπέρα
κι όλοι θα κράζαν: Κάντε πέρα! πέρα!
τα μάτια του πετούν φωτιές
κι η κόμη του είν’ ανεμιστή!
Ζώστε τον τρίδιπλα μπρος-πίσω
και κλείστε μ’ ιερό δέος τα μάτια ευτύς,
τι αυτός το μάννα έχει γευτεί
κι έπινε γάλα παραδείσιο.


Μετάφραση: Γ.Ν. Πολίτης
Περιοδικό «Νέα Εστία», 1 Νοεμβρίου 1946

Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2007

ΓΚΑΙΤΕ ΚΑΙ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ




GOETHE


ΑΦΙΕΡΩΣΗ
(από τον Φάουστ, Ι)

Τρεμουλιαστές μορφές έρχεστε πίσω
σεις που νωρίς είδε η ματιά η θολή.
Να δοκιμάσω εδώ να σας κρατήσω;
Τρέφει η καρδιά μια ελπίδα απατηλή;
Ορμάτε! Να με αδράξετε ας αφήσω,
ως βγαίνετε από αντάρα γύρω αχνή·
σπαράζοντας το στήθος ξανανιώνει
στη μαγική πνοή που σας φουντώνει.

Βλέπω εικόνες καιρών ευτυχισμένων,
κι αγαπητοί ίσκιοι βγαίνουν μπρος· σα μιά
ηχώ μύθων παλιών μισοσβυσμένων,
αγάπη πρώτη και φιλία ξυπνά·
ο πόνος ξαναζεί, τον μπερδεμένον
της ζωής δρόμο ο θρήνος πάει ξανά,
και μου λέει τους καλούς, που γελασμένοι
στην ευτυχία τους, πρίν μου είναι χαμένοι.

Όσοι τους έχω τα πρώτα ειπωμένα,
τα κατόπι τραγούδια δε θ’ ακούν·
τα πλήθη πάνε πια τα ευλογημένα,
οϊμέ σβυσμένοι οι πρώτοι αχοί σιωπούν.
Ο πόνος μου αντηχεί σε πλήθη ξένα
που με τρομάζουν κι όταν με παινούν,
κι όσους έχει ο σκοπός μου ευχαριστήσει,
ακόμα αν ζουν, στον κόσμο έχουν σκορπίσει.

Καϋμός ξεμαθημένος πια με αδράζει
κατά τη σφαίρα αυτή τη μυστική,
το τραγούδι μου τώρα τρεμουλιάζει
με αχό θολό σαν άρπα αιολική·
ρίγος με αρπά, δάκρυ στο δάκρυ στάζει,
και μαλακώνει κι η καρδιά η σκληρή·
ό,τι έχω το θωρώ μακριά στα βάθη,
και ζωντανό μού γίνεται ό,τι εχάθη.


Μετάφραση: Κωσταντίνος Χατζόπουλος




ΚΩΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ


ΑΣ’ ΤΗ ΒΑΡΚΑ…


Άσ' τη βάρκα στο κύμα όπου θέλει να τρέχει,
ας ορίζει τ' αγέρι, τιμόνι-πανί,
τα φτερά άπλωσε πλέρια, άκρη ο κόσμος δεν έχει,
είναι πι' όμορφοι οι άγνωστοι πάντα γιαλοί,
η ζωή μια δροσιά είναι, ένα κύμα, ας το φέρει
όπου θέλει τ' αγέρι, όπου ξέρει τ' αγέρι.

Ας αλλάζουν λιβάδια με βράχους και δάση,
γύρω ας φεύγουν πού πύργοι, πού καλύβας καπνός,
είτ' ειδύλλιο γελούμενο απλώνετ' η πλάση,
είτ' αντάρες και μπόρες σου κρεμά ο ουρανός,
μη θαρρείς το πανί σου μπορείς να βαστάξεις,
όπου θέλει το κύμα μαζί του θ' αράξεις.

Τι γυρεύεις, τι θέλεις μη κι εσύ το γνωρίζεις;
Έχεις πιάσει ποτέ σου το τι κυνηγάς;
Μη 'που σπέρνεις καλό το κακό δε θερίζεις;
Δε σκοντάβεις σε ρώτημα σ' ότι ρωτάς;
Ότι σ' έχει μαγέψει κι ότι σου 'χει γελάσει,
το 'χεις μόνος κερδίσει, μοναχός ετοιμάσει;

'Ασε τότε το κύμα όπου θέλει να σπάζει,
άσ' τις ζάλες να σέρνουν τυφλά τη καρδιά
κι αν τριγύρω βογγά κι αν ψηλά συννεφιάζει,
κάπου ο ήλιος σε κάποιο γιαλό θα γελά
κι αν πικρό τη ψυχή σου το δάκρυ τη ραίνει
πάντα κάπου κρυφή, μια χαρά τη προσμένει.

Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2007

ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΟΙ ΜΠΟΡΕΣΕΣ ΚΑΙ ΤΣΗ ΦΙΛΙΑΣ Η ΧΑΡΗ




ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΣ ΚΟΡΝΑΡΟΣ

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ
(στίχοι 1-24)


Του κύκλου τα γυρίσματα π' ανεβοκατεβαίνου,
και του τροχού, που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνου
με του καιρού τ' αλλάματα, που αναπαημό δεν εχου,
μα στο καλό κι εις το κακό περιπατούν και τρέχου,
και των αρμάτω οι ταραχές, όχθρητες και τα βάρη,
του Έρωτα οι μπόρεσες και τσή φιλιάς η χάρη,
αυτάνα μ' εκινήσασι τη σήμερον ήμερα
ν' αναθιβάλω και να πω τά κάμαν και τά φέρα
σ' μιαν κόρη κι έναν άγουρο, που μπερδευτήκα ομάδι
σε μιά φιλιάν αμάλαγη με δίχως ασκημάδι,
κι όποιος τού πόθου δούλεψε εισέ καιρόν κιανένα,
ας έρθη να τ' αφουκραστή ό,τ' είναι εδώ γραμμένα.
Να πάρη ξόμπλι κι αρμηνειά, βαθιά να θεμελιώνη
πάντα σ' αμάλαγη φιλιάν, οπού να μη κομπώνη,
γιατί όποιος δίχως πιβουλιά τον πόθον του ξετρέχει,
εις την αρχή ά βασανιστή, καλό το τέλος έχει.
Αφουγκραστήτε το λοιπό, κι ας πιάνη οπού 'χει γνώση,
για να κατέχη αλλού βουλή κι απόκριση να δώση.
Τσι περαζούμενους καιρούς, που οι Έλληνες ορίζα,
κι οπού δεν είχε η πίστη τως θεμέλιο μηδέ ρίζα,
τότες μιά αγάπη μπιστική στον κόσμο φανερώθη,
κι εγράφτη μέσα στην καρδιά κι ουδέ ποτέ τση ελειώθη,
και με τιμή ήσα δυό κορμιά στού πόθου το καμίνι,
και κάμωμα πολλά ακριβό σ' έτοιον καιρόν εγίνη.

Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2007

ΜΕΓΑΣ ΖΑΚΥΝΘΙΟΣ ΑΝΗΡ


UGO FOSCOLO


ΕΙΣ ΤΟ ΕΣΠΕΡΑΣ


Μπορεί, επειδή εικονίζεις τα γαλάζιο πέρας
του βίου (: της μοίρας τον τροχό), να σε λατρεύω,
Εσπέρας! Μες στου θέρους το γνεφένιο δέρας
και στους γλυκούς του ζέφυρους ε σ έ γυρεύω·

μα κι όταν νέφαλα άγρια ή ζοφερός αγέρας
χειμέριος δέρνουνε το σύμπαν, εγώ γεύο-
μαι της καθόδου σου τα βήματα, στης μέρας
τη χάση, να οδηγούν τη σκέψη μου ν’ ανέβω

σε σφαίρες μυστικές και στο μυχό να φτάσω
του αιώνιου μηδενός. Μαζί σου κλείνει η κρήνη
της αμαρτίας· οι μέριμνές μου κάνεις να σω-

ριαστούν στη γης, να πάψουν. Κι όταν τη γαλήνη
θωρώ που σε κοσμεί, θαρρώ πως θα δαμάσω
το πνεύμα το πολεμικό που με διακρίνει.



ΣΤΗ ΖΑΚΥΝΘΟ

Ποτέ δεν θα πατήσω πια στις άγιες αμμουδιές σου
- εκεί παιδάκι πήγαινα να παίξω, Ζάκυνθέ μου,
που χρυσοκαθρεφτίζεσαι στα κύματα· οι ευωδιές σου
ελληνικής θαλάσσης είναι αφροί, και μέσαθέ μου

γεννούν την Αφροδίτη πάλι, που από τις δικές σου
χαμογελάει ακτές, και τις χέρσες νήσους (πώς; ειπέ μου!)
νά ’ν’ γόνιμες τις κάνει.Τις νεφελοφυλλωσιές σου
ο τέλειος στίχος φούσκωσε του Ομήρου με του ανέμου

το φύσημα: μοιραία ύμνησε νερά, περιπλανήσεις,
την αίγλη την πολεμική του Οδυσσέα η θεία λύρα,
προτού τον φέρει πίσω, στην Ιθάκη τη βραχώδη.

Μα εσύ, μάνα μου γης, απ’ το παιδί σου, κι αν ζητήσεις
(… πες ό,τι θέλεις…), θά ’χεις μόνο ό,τι ετραγώδει,
μιάς κι άκλαφτη ταφή στα ξένα τού ’χει γράψει η μοίρα.



ΣΤΗ ΜΟΥΣΑ

Εσύ, Θεά, Αόνια Μούσα, ερχόσουν κι έχυνες στα χείλη
μου πάνω οπούς απ’ την ψυχή τής έμπνευσης, να πάρω
δυνάμεις λυρικές. Μα πού ’σαι, ω Μούσα;! Σβηστό φάρο
με θέλει τώρα η εποχή, λιγόλαδο καντήλι.

Κυλούν τα νιάτα μου σε άλγη ή θρήνους· με τη δείλη
τη ροή της Λήθης ανταμώσανε μαζί το Χάρο
βουβό άνακτα υποχθόνιο. Εκλιπαρώ σε, Μούσα φίλη,
κατάπεμψε μι’ ανάσα σου μονάχα, να καλμάρω.

Τις Ώρες ακολούθησες κι εχάθης σα δρολάπι,
και μ’ άφησες τις θύμησες να με μασούν της θλίψης
στου μέλλοντος μιά ζοφερή και τυφλωμένη πάντα.

Αυτά που ξέρω διδαγμένα τά ’χει μου η αγάπη,
κι οι δουλεμένοι ντελικάτοι στίχοι μου τις τύψεις
της τύχης μου απεικάζουν που θα με χτυπούν για πάντα.


Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής

ΚΑΡΝΤΟΥΤΣΙ ΚΑΙ ΣΠΑΤΑΛΑΣ




GIOSUÈ CARDUCCI


ΤΟ ΒΟΔΙ


Σ’ αγαπώ, βόδι πράο, γιατί μου μπάζεις
αίστημα στην καρδιά απ’ αλκή κι ειρήνη,
όταν μονάχο ως άγαλμα κοιτάζεις
τη γόνιμη των κάμπων πλατοσύνη,

ή σαν συντρέχεις, στ’ άλατρο λυγώντας,
τ’ άγρυπνο έργο του άνθρώπου, ευτυχισμένο:
σε σπρώχνει, σε κεντάει κι αργογυρνώντας
του απαντάς με το βλέμμα ειρηνεμένο.

Η πλατεία, μαύρη, ογρή σου μύτη αχνίζει,
κι ύμνος τερπνός το μουγκρητό σου σβιεί
στον αίθριο αγέρα· κι αυστηρή απαλάδα

του μεγάλου γλαυκού ματιού, φεγγίζει
την απέραντη πράσινη σιωπή,
την ήσυχη και θείαν απ’ την πεδιάδα.


Μετάφραση: Γεράσιμος Σπαταλάς




ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΣΠΑΤΑΛΑΣ


ΘΡΑΣΟΜΑΝΑΕΙ ΤΗΣ ΣΤΑΦΥΛΙΑΣ ΤΟ ΦΥΛΛΩΜΑ


Θρασομανάει της σταφυλιάς το φύλλωμα κι απάνω,
που η αύρα το ταράζει,
μύρια πετράδια παρδαλά σκορπάει το φως το πλάνο,
μες στο σμαράγδι το πυκνό, ζαφείρι και τοπάζι.

Και γλυκοαχάει της μέλισσας το βόμβισμα κι αντάμα
τρελά πετάει τριγύρω,
πολύχρωμη μια εφήμερη πεταλουδούλα -ω θάμα!-
που τις στιγμές της ευτυχιάς απ' τη ζωή έχει κλήρο.

Στον ίσκιο παίζουν τα παιδιά, και τα πουλιά λαλάνε,
και πλαγιαστός, ανάρια,
τα μάτι' ασκώνει ο γεωργός, που από χαρά σκιρτάνε,
κοιτώντας τα πολύρωγα του θείου χυμού μαστάρια.

Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 2007

ΣΤΟΥΣ ΒΕΛΟΥΔΕΝΙΟΥΣ ΒΥΘΟΥΣ ΤΩΝ ΣΠΗΛΑΙΩΝ




ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ


ΗΧΩ



Τα βήματά μας αντηχούν ακόμη
Μέσα στο δάσος με το βόμβο των εντόμων
Και τις βαρειές σταγόνες απ’ τ’ αγιάζι
Που στάζει στα φυλλώματα των δέντρων
Κι ιδού που σκάζει μέσα στις σπηλιές
Η δόνησις κάθε κτυπήματος των υλοτόμων
Καθώς αραιώνουν με πελέκια τους κορμούς
Κρατώντας μες στο στόμα τους τραγούδια
Που μάθαν όταν ήτανε παιδιά
Και παίζανε κρυφτούλι μες στο δάσος


ΩΣΙΣ

'Εστω κι αν η γαλήνη απλώνεται στα χόρτα
Ουδέποτε τ' ανασαλέματα δεν παύουν
Αυτά μας ζουν και ζούμε εμείς εντός τους
Τα πρώτα ανασαλέματα τα πρώτα αρχέτυπα
Της ίδιας άλικης ορμής που προωθεί τις ώσεις
Σπαθάτα χελιδόνια μέσ' στον ήλιο
Και πουπουλένια νυχτοπούλια μέσ' στο σκότος
Θα ρθούν τ' ανασαλέματα θα ρθούν τα ρίγη
Κι' όταν ακόμα ακινητούν τ' αστέρια
Στους βελουδένιους των βυθούς


ΤΟ ΡΗΜΑ ΑΓΝΑΝΤΕΥΩ

Τούτη η αιθρία με το σύννεφο που πλέχει στον αέρα
Είναι γαλάζιος πλους μιας κάτασπρης φρεγάδας
Ιστάμενος ακουμπιστός στην κουπαστή κοιτάζω
Και βλέπω τα θηράματα των λογισμών μου
Δελφίνια που αναδύονται κ’ εισδύουν μέσ’ στο κύμα
Πεδιάδες ακρογιάλια και βουνά
Και μια ξανθή νεάνιδα που στέκει στο πλευρό μου
Μεσ’ στης οποίας τα γαλήνια μάτια βλέπω
Το μέλλον της ολόκληρο και το παρόν μου

Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου 2007

A MEDIA LUZ...



ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ

ΣΟΝΕΤΤΟ ΠΟΥ ΓΕΡΝΕΙ ΠΡΟΣ ΤΑΝΓΚΟ



Αργά, νωχελικά γδυνόσουν στο ημίφως·
το σώμα σου, γυμνό, χωνεύανε δυό γόβες
λουστρίνινες (πριν είκοσι έτη…). Χίλιες πρόβες
(που λέει ο λόγος) έχω κάνει μήπως το ύφος

σου ε κ ε ί ν ο στον καμβά μπορέσω να περάσω,
σαν χάιδευες αμήχανα μπρος στον καθρέφτη
το στήθος ή την ήβη σου. Μα πάντα πέφτει
στον νου μου σκότος ερεβώδες, και στον άσο

από έμπνευση για σένα, Φιλουμένα, μένω.
Βουβαίνεται μονίμως ο χρωστήρας, όταν
εσένα πιάσω ν’ απεικάσω (… και ο Πικάσσο

εάν είμουν, πάλι θ’ αποτύγχανα). Δεμένο
σφιχτά και που ’χα εντός το κάλλος σου, λυνόταν
a media luz - και λογικό… να το ξεχάσω.

Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2007

ΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΛΟΓΙΑ ΧΑΡΙΝ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΤΥΦΛΟΥ


ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΑΥΤΟΤΗΤΟΣ


Xρονολογία της γέννησής μου πιθανόν το 903 π.X. -
εξίσου πιθανόν
το 903 μ.X. Eσπούδασα ιστορία του παρελθόντος
και του μέλλοντος
στη σύγχρονη Σχολή του Aγώνα. Eπάγγελμά μου:
λόγια και λόγια, - τι νά 'κανα; Pακοσυλλέκτη με
είπαν. Kαι τώντι.
Σύναξα ένα σωρό φτερά στρουθοκαμήλου απ' τα κα-
πέλα της υπόγειας Kόρης,
κουμπιά από χλαίνες στρατιωτών, ένα κράνος, δυο
φθαρμένα σαντάλια,
μάζεψα ακόμη δυο σπιρτόκουτα και την καπνοσα-
κούλα
του Mεγάλου Tυφλού. Στο Ληξιαρχείο, τα τελευταία
χρόνια, μού δωσαν
την πλέον απίθανη χρονολογία της γέννησής μου: 1909.
Bολεύτηκα μ' αυτήν, και μένω. Tέλος,
το 3909 κάθισα στο σκαμνί μου να καπνίσω ένα τσι-
γάρο. Tότε
κατάφτασαν οι κόλακες• με προσκυνούσαν• μου περ-
νούσαν στα δάχτυλα
λαμπρά δαχτυλίδια. Oι ανίδεοι δεν ξέραν
πως τά 'χα φτιάξει εγώ με τ' άδεια τους φυσίγγια πού
'χαν μείνει στους λόφους.
Γι' αυτό ακριβώς, για την ωραία τους άγνοια, τους
αντάμειψα πλούσια
με αληθινά πετράδια και διπλάσιες κολακείες. Πάντως
το μόνο σίγουρο: τόπος της γέννησής μου: η Άκρα
Mινώα.


Από την συλλογή Μονοβασιά (1982).

Τετάρτη 21 Φεβρουαρίου 2007

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ: ΤΡΙΑ ΙΤΑΛΙΚΑ ΕΓΚΩΜΙΑ




ΣΟΝΕΤΤΟ ΕΓΚΩΜΙΑΣΤΙΚΟ ΣΤΟΝ ΔΑΝΤΗ
(με ομοιοκαταληξίες προσυμφωνημένες)

Ό,τι στο υγρό –γύρω– στοιχείο πλανιέται… στου αχανούς
βασίλειου τα νερά... και ό,τι άλλο εδώ στη γη εγεννήθη...
και ό,τι νογάει και ό,τι αναπνέει, και παίρνουν σάρκα οι μύθοι,
του Δάντη ο αλαφροΐσκιωτος τά ’χει ιστορήσει ο νους.

Ενώπιόν του όλοι εκστατικοί· εγώ κρίνω αλαργινούς
τους άλλους... όλους... και υστερογενείς. Και αν εβουλήθη
τινάς να μην του είναι θιασώτης πιστός, κατά τα ήθη,
οπού κρατούν, τον δείχνω ως ύπουλο ερπετό... Φανούς

και φρυκτωρίες θαρρετά φέρ’τε εδώ... Των ορατών
και πάντων των αοράτων, εξ εφόδου, αιχμαλωτίζει
τες τύχες, με άσμα και με νου, εν τη ρύμη των ετών.

Και ιδού η Κόλαση, τώρα, όπου την αθωότητα καις...
Και ιδού ο Παραδειγματισμός που απλώς μας φοβερίζει...
Και ο Βίος ιδού ο τρισόλβιος που βαίνει εις το διηνεκές.



ΣΟΝΕΤΤΟ ΕΓΚΩΜΙΑΣΤΙΚΟ ΣΤΟΝ ΠΕΤΡΑΡΧΗ
(με ομοιοκαταληξίες προσυμφωνημένες)

Λάουρα ίσον Δάφνη... Άλλου ποιανού οι σκοποί, έτσι, την ψυχή
θλίβουν, αν μη τα μινυρίσματα του Υμνωδού Ε κ ε ί ν η ς ;...
(Σκοποί όπου κλείνουν αιώνων πέντε ζωή και όπου διακρίνεις
ιστορημένα μύχια πάθη – πέλαγο!... βροχή!...)

Τον φέρνει ο νους μου να βαδίζει σκεφτικός... Παχύ
στα πόδια του λιβάδι ασφόδελοι και τση γαλήνης
βιολέτες... Μόνο η Δάφνη είταν γι’ αυτόν... Και αν τες συγκρίνεις,
ούτε Ρόζα και ούτε Κρινιώ φτουράν εδώ... Αντηχεί

δε ο στίχος του και, μέσα, νιώθω ανέγνωρη λαχτάρα,
και όσο κι αν είν’ το είναι μου αδρό, μιλάει!... και αναστενάζει!...
ως απόκριση στην πολλά τερπνή αρμονία... Και, έτσι, άρα,

τον Υμνωδό για να εξυμνήσω δεν μου αρκούν οι τόνοι.
Ψελλίζει ο νους θαμάσματα με των νηπίων το νάζι
και την καρδιά μου γλύκασμα πολύπηκτο μαργώνει.



ΣΟΝΕΤΤΟ ΣΤΗ ΘΑΝΗ ΤΟΥ ΦΩΣΚΟΛΟΥ

Θρήνησε ο τόπος σου, εκλεκτή ψυχή, μεγάλη,
της εκδημίας σου εκεί την ημέρα τη μαύρη.
Μετά –από ζήλεια τώρα– εθρήνησε και πάλι
που δόξα ιταλική την καρδιά σου έψαχνε νά ’βρει,

και όχι των Γκρέκων· διό και οδύρεται… (την άλλη
παλάμη η μία χτυπάει...) μοιρολογώντας… Λάβροι
καημοί και πόνοι: Ώχου κακό που μ’ ήβρε!... Ζάλη
με πιάνει!!... Ως και το σώμα του χάνω!!!... Μακάβριοι

χωρισμοί: ο εξακουστός κείται σε ξένο χώμα…
Πλούσια χαρίσματα (νοητά μόνο από διαπρεπείς)
έλαβες (: πνεύμα!... κ α ι ήθος!...) Σε εξορκίζω: ακόμα

και τώρα πρόλαβε!... Αν δεν θες να γίνουν ένα
ο τόπος και ο καημός, θάρρεψε τότε ναν το ειπείς:
κάμε να γεννηθεί άλλος ένας σαν κι εσένα.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής & Νίκος Παπαδόπουλος

Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2007

Ο ΙΜΑΖΙΣΜΟΣ ΣΤΗ ΧΑΛΚΙΔΑ



ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ

ΦΑΝΤΑΣΙΑ


Νά 'ναι σα να μας σπρώχνει ένας αέρας μαζί
προς έναν δρόμο φιδωτό που σβει στα χάη,
και σένα του καπέλου σου πλατιά και φανταιζί
κάποια κορδέλα του, τρελά να χαιρετάει.

Και νά 'ν' σαν κάτι να μου λες, κάτι ωραίο κοντά
γι' άστρα, τη ζώνη που πηδάν των νύχτιων φόντων,
κι αυτός ο άνεμος τρελά-τρελά να μας σκουντά
όλο προς τη γραμμή των οριζόντων.

Κι όλο να λες, να λες, στα βάθη της νυκτός
για ένα -με γυάλινα πανιά- πλοίο που πάει
όλο βαθιά, όλο βαθιά, όσο που πέφτει εκτός:
όξ' απ' τον κύκλο των νερών - στα χάη.

Κι όλο να πνέει, να μας ωθεί αυτός ο αέρας μαζί
πέρ' από τόπους και καιρούς, έως ότου -φως μου-
(καθώς τρελά θα χαιρετάει κείν' η κορδέλα η φανταιζί)
βγούμε απ' την τρικυμία αυτού του κόσμου...

Από την ποιητική συλλογή "Ουλαλούμ"

Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2007

ΣΤΑΧΤΕΣ...



FRANCISCO DE QUEVEDO


ΕΡΩΣ ΙΣΧΥΡΟΣ ΠΕΡΑΝ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ



Μπορεί ο ίσκιος ο στερνός, που θα μου ρίξει η άσπρη μέρα,
απάνω μου να πέσει και τα μάτια να μου κλείσει·
και, κλείνοντάς τα, την ψυχή μπορεί, καθώς θα δύσει
ο ρόγχος μου ο φιλάρεσκος, να μου την πάρει πέρα·

μα δεν θα πάρει τ’ άλλο απομεινάρι, που ελευθέρα
η μνήμη και φλεγόμενη στις όχθες θε ν’ αφήσει:
στα κρύα νερά η φωτιά μου, εμέ, νογά να κολυμπήσει,
και ξέρει ν’ αντιστέκεται στων νόμων τη φοβέρα.

Ψυχή που ολόκληρο θεό είχε φυλακίσει… πόθοι
που τόσο πυρ ανάψανε στις φλέβες μέσα… πόνοι
που ενδόξως καίγανε του μεδουλιού την ψίχα… Αλώθη-

κε μεν το σώμα της, η σάρκα, πλην το ήθος της ζώνει
τη ζωή μου: στάχτη, κι αν γενούν τα πάντα, η στάχτη νιώθει
αυτή· και σκόνη αν γίνουν, θά ’ναι ερωτευμένη σκόνη.


Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής

Ο ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ ΣΥΝΑΝΤΑ ΤΟΝ ΠΕΤΡΟ ΜΕΤΑΣΤΑΣΙΟ



[ΣΕ ΣΚΛΗΡΟΤΑΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΡΕΧΩ]


Σε σκληρότατη θάλασσα τρέχω
Και πανάκι και ξάρτι δεν έχω
Και το πέλαο μουγκρίζει φριχτά.

Η γλαυκότη του αιθέρος μαυρίζει,
Η φωνή των ανέμων σφουρίζει,
Λείπει η τέχνη και δε με βοηθά.

’Μέ τον άθλιον η Τύχη με παίρνει
Κι όθε θέλει η προδότρα με σέρνει,
Καθώς φεύγει, και δε με κοιτά.

Η αθωότη μ’ απόμεινε μόνη,
Την αισθάνομαι μέσα στα στήθια,
Αλλ’ αντί να μου φέρη βοήθεια,
Με συντρίβει με πνίγει σκληρά.


Μετάφραση: Διονύσιος Σολωμός.

Σάββατο 17 Φεβρουαρίου 2007

ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΑΡΑΓΚΟΝ




ΤΟ ΑΧΑΝΕΣ


Φεύγε απ’ την αλάνα

νά ’βρεις άλλη αφάνα

αν είσαι φωτιά.


Εκτός και είσ’ αφάνα

που πάει στην αλάνα

πλάι με τη φωτιά.


Χνούδι η αφάνα – αν νιώσεις!

Μα άμα την απλώσεις

απλώνει η φωτιά

που θες ν’ αγαπήσεις


και είναι να τη σβήσεις!



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής




Παρασκευή 16 Φεβρουαρίου 2007

ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ



Το μπλογκ αυτό είναι αφιερωμένο στην ποίηση και στη μετάφραση της ποίησης. Όσοι πιστοί...

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΠΟΙΗΜΑ




ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ

ΕΜΕΝΑ ΜΟΥ ΑΝΑΤΕΘΗΚΕ Η ΦΑΜΠΡΙΚΑ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ


Του Μαγιακόφσκη στίχος μέγας!
Τον διάβασα παιδί, και μού ’χει
στον νου μου σφηνωθεί. Βελούχι
να με ποτίζει, και (σαν Βέγας

π’ αστράφτει) μέσα μου τον έχω.
Μα ο θαυμασμός στο φθόνο λήγει,
κι οι φθονητές δεν είν’ και λίγοι –
και θέση ηγήτορος κατέχω

εγώ, που από εύνοια της τύχης
τεντώνω της λύρας τα νεύρα
με ρίμες που ψευτοεφεύρα,
σαν είταν χαμηλά ο πήχυς

των απαιτήσεων ακόμα.
Η λεξοφάμπρικα δική μου
ποθώ να γίνει, ενώ δοκίμου
πτυχίο καν δεν πήρα. Βρώμα

και δυσωδία των σκωλήκων
στο μέλλον ίσως καταντήσει
η ποιητική μου, πού ’χει ντύσει
κοινοτοπίες με Κιλίκων

και Πάρθων ρούχα – ε, ναι, το ξέρω!
Τη φάμπρικα, όμως, τήνε θέλω!
(με ανάθεση ή και δίχως…) Μέλλω
να βγάνω λέξεις, να προφέρω

συμπάντων είδωλα, να λυώνω
μετάλλων ύλες… να ολισθαίνει
το μέτρο μου προς άλλα σθένη
με μόνο του οδηγό τον φθόνο

που νιώθω για τρανά μεγέθη
σαν του Βλαδίμηρου. Κ α ι ο Εσσένιν
μου αρέσει – τ ο ν φ θ ο ν ώ… Εις ξένην
γαίαν θα με θάψουνε τα φθόνια μου έθη…

ΓΕΝΝΗΤΟΥΡΙΑ



Να 'μαι κι εγώ στη μπλογκόσφαιρα... Σε λίγο νεώτερα. Εν αναμονή.